Το 2023-2024 ήταν άσχημη χρονιά για τους ελαιοπαραγωγούς. Η συνολική παραγωγή ήταν μικρή, ενώ κατά ένα μεγάλο μέρος της χτυπήθηκε από τον δάκο. Η παραγόμενη ποσότητα ελαιόλαδου μειώθηκε δραματικά συγκριτικά με την προηγούμενη χρονιά κι αυτό είχε συνέπεια την μεγάλη αύξηση των τιμών παραγωγού και αντίστοιχα των τιμών λιανικής.
Γι’ αυτό μειώθηκε η κατανάλωση ελαιόλαδου και επιτραπέζιων ελιών», εξηγεί ο κ. Γιάννης Μόσχος, εμπορικός διευθυντής Moschos Olives. Πέρυσι η πτώση του όγκου πωλήσεων ελαιόλαδου ήταν πράγματι σημαντική, της τάξης του 13,5% συγκριτικά με το 2023, χρονιά επίσης μείωσης της κατανάλωσης του προϊόντος. Ωστόσο, τις πωλήσεις του σε αξία οι ανατιμήσεις τις εκτόξευσαν κατά 33,4% συγκριτικά με το 2023. Εντυπωσιακή ήταν η άνοδος των πωλήσεων του ελαιόλαδου ιδιωτικής ετικέτας, κατά 9,7% σε όγκο και 46,2% σε αξία.
Η κ. Γεωργία Παπουνίδου, Dry Food Products Assistant της Μασούτης, επισημαίνει πως «η ραγδαία αύξηση τιμής κατά 56,70% (Ιούλιος 2023-2024) συγκριτικά με την προηγούμενη ελαιοκομική περίοδο είχε αποτέλεσμα οι καταναλωτές να στραφούν είτε σε φθηνότερες κατηγορίες ελαίων, όπως τα σπορέλαια-ηλιέλαια-πυρηνέλαια, είτε σε ελαιόλαδα ιδιωτικής ετικέτας, που διατήρησαν την ανταγωνιστικότητά τους έναντι των επώνυμων προϊόντων. Η συμμετοχή των PL στην κατηγορία αυξήθηκε κατά 40%», πράγμα αναμενόμενο, δεδομένου ότι αυτά «προσφέρουν οικονομικότερες λύσεις, χωρίς να θυσιάζεται η ποιότητα. Ωστόσο, και τα φυτικά έλαια (ηλιέλαιο, αραβοσιτέλαιο, καλαμποκέλαιο) έδωσαν μία εξίσου σημαντική εναλλακτική επιλογή, όπως φαίνεται από τα στοιχεία, καθώς είναι φθηνότερα», προσθέτουν οι συνομιλητές μας από την Metro.
Πράγματι, η αύξηση του όγκου πωλήσεων των σπορελαίων έφτασε το 11,3%, ενώ στα PL ξεπέρασε το 20%. Σε αξία, πάντως, οι πωλήσεις στην κατηγορία τους υποχώρησαν κατά 1,8%, αλλά στα PL αυξήθηκαν κατά 6%.
Σταδιακή η εξομάλυνση των τιμών ραφιού
Είναι προφανές πως οι καταναλωτές αντικατέστησαν σε σημαντικό ποσοστό το ελαιόλαδο με σπορέλαια. Το ερώτημα είναι κατά πόσο αυτή η αλλαγή στη συμπεριφορά της ζήτησης θα αποδειχθεί συγκυριακή. Όπως σημειώνει ο κ. Μόσχος, «οι τιμές λιανικής αυξήθηκαν δραματικά και ο καταναλωτής δεν το άντεξε. Επίσης, σε ευρωπαϊκές αγορές που το ελαιόλαδο δεν είναι τόσο απαραίτητο όσο στη μεσογειακή διατροφή, η στροφή στο ηλιέλαιο και το καλαμποκέλαιο ήταν ευκολότερη. Προβλέπω ότι η επιστροφή στο ελαιόλαδο θα είναι δύσκολη, επειδή πολλοί καταναλωτές είναι διατεθειμένοι να θυσιάσουν την ποιότητα, επιλέγοντας φθηνότερα έλαια».
Σε ό,τι αφορά τις αιτίες του μεγάλου κύματος ανατιμήσεων του ελαιολάδου η κ. Παπουνίδου σημειώνει: «Η κλιματική αλλαγή επηρεάζει σημαντικά την παραγωγή ελαιόλαδου στην Μεσόγειο, μειώνοντας σημαντικά την ποσότητά της, φαινόμενο που το βλέπουμε και στη χώρα μας. Η εγχώρια παραγωγή το 2023-2024 ανήλθε στους 155.000 τόνους, λόγω αφορίας, ενώ σημαντικός παράγοντας στη διαμόρφωση της τιμής του προϊόντος ήταν και η αισθητά μειωμένη παραγωγή του στην Ισπανία (853.000 τόνοι), που είναι η μεγαλύτερη ελαιοπαραγωγός χώρα. Βάσει των προαναφερόμενων, η τιμή λιανικής του ελαιόλαδου στη χώρα μας κυμάνθηκε μεταξύ 12 και 16 ευρώ το λίτρο».
Με την αναμενόμενη πτώση της τιμής του προϊόντος θα υπάρξουν διαφοροποιήσεις στις καταναλωτικές τάσεις, πιστεύει η κ. Παπουνίδου, επισημαίνοντας ότι «η φετινή ελαιοπαραγωγή στην Ελλάδα αναμένεται αρκετά καλή, στους 250.000 τόνους, ποσότητα ικανή να καλύψει την εγχώρια αγορά. Σε συνδυασμό, μάλιστα, με την αναμενόμενη ανάκαμψη της παραγωγής στην Ισπανία, η πίεση που ασκείται στην τιμή παραγωγού είναι σημαντική. Από τις αρχές του 2025 η μείωση της τιμής του προϊόντος εκ μέρους των προμηθευτριών εταιρειών είναι σημαντική –μεσοσταθμικά 20%– και ήδη περνά στο ράφι, ώστε το ελαιόλαδο να ξαναβρεί τη θέση του στις προτιμήσεις των καταναλωτών. Σαφώς απέχουμε από τα επίπεδα τιμών του προ του 2023, αλλά η μείωση τιμής είναι σημαντική συγκριτικά με το 2024 και αναμένουμε μεγαλύτερη βελτίωση».
«Η τιμή του προϊόντος παρουσίασε σημαντική μείωση ήδη από τον περασμένο Δεκέμβριο, μετά και την έναρξη της φετινής ελαιοσυγκομιδής. Τον Ιανουάριο αρκετές εταιρείες του κλάδου εφάρμοσαν μειωμένο τιμοκατάλογο. Οι νέες τιμές περνούν απευθείας στη λιανική. Ο Φεβρουάριος και ο Μάρτιος θα είναι οι κομβικοί μήνες σε ό,τι αφορά τη σταδιακή εξομάλυνση των τιμών ραφιού», τονίζεται εκ μέρους της Metro.
Ο κ. Μόσχος θεωρεί σημαντικό να εκφραστεί αναλογικά και άμεσα η μείωση της τιμής του προϊόντος στις τιμές ραφιού, επισημαίνοντας: «Το αν θα είναι ανάλογη η μείωση τιμών στο ράφι, δεν το ξέρουμε, διότι υπάρχουν πολλοί μεσάζοντες που κερδοσκοπούν, αλλά μείωση τιμών θα υπάρξει».
Ανακατατάξεις στην αγορά του χύμα ελαιόλαδου
Μεγάλη αναστάτωση προκάλεσε η απόφαση του Υπουργείου Οικονομικών (ΦΕΚ Β’ 4570/2024), που υπέγραψαν ο υφυπουργός, κ. Χρίστος Δήμας, και ο διοικητής της ΑΑΔΕ, κ. Γιώργος Πιτσιλής, βάσει της οποίας το ελαιόλαδο σε συσκευασία 17κιλου δοχείου από την 1η Απριλίου φέτος θα διακινείται υποχρεωτικά με έκδοση ψηφιακού δελτίου αποστολής και ψηφιακού τιμολογίου. Η σχετική διάταξη εξαιρεί τις συσκευασίες των πέντε κιλών, οι οποίες επιτρέπεται να διατίθενται από τον παραγωγό στον καταναλωτή με την υποχρέωση έκδοσης ηλεκτρονικού παραστατικού. Από την υποχρέωση αυτή εξαιρούνται τα φυσικά πρόσωπα που πωλούν προϊόντα ή υπηρεσίες ευκαιριακά (συναλλαγές έως 10.000 ευρώ), καθώς και οι αγρότες ειδικού καθεστώτος ΦΠΑ.
«Η μεταφορά μικρών ποσοτήτων συμβαίνει άτυπα στην ελληνική πραγματικότητα. Για όσους θέλουν να είναι απολύτως νομότυποι, μπορούν να χρησιμοποιούν μικρότερες συσκευασίες των πέντε λίτρων», τόνισε ο κ. Δήμας στην ΕΡΤ, διευκρινίζοντας ότι ουσιαστικά το θεσμικό πλαίσιο ρυθμίσεων της μεταφοράς του προϊόντος ισχύει από το 2017.
«Η πώληση χύμα ελαιόλαδου παρουσιάζει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα», σχολιάζει ο κ. Μόσχος, εξηγώντας ότι «από τη μία πλευρά επιτρέπει στους καταναλωτές να προμηθεύονται το ελαιόλαδο απευθείας από τους παραγωγούς, συχνά σε χαμηλότερες τιμές, αλλά από την άλλη πλευρά η έλλειψη τυποποίησης και ελέγχων εγκυμονεί κινδύνους υποβάθμισης της ποιότητάς του και νοθείας».
«Η πώληση ελαιόλαδου σε τενεκέ από τους παραγωγούς ενισχύει μεν την άμεση διάθεση των τοπικών προϊόντων, αλλά εγείρει θέματα ποιότητας και εμπιστοσύνης του καταναλωτή», επισημαίνουν οι συνομιλητές μας από την Metro, προσθέτοντας ότι «το χύμα ελαιόλαδο περιορίζει τη δυνατότητα διαφοροποίησης και εμπορικής αξίας, ενώ δυσκολεύει τον ανταγωνισμό με τους οργανωμένους τυποποιητές, που επιδιώκουν να δίνουν προστιθέμενη αξία στα προϊόντα τους. Παρότι η χύμα διάθεση του προϊόντος είναι χρήσιμη σε τοπικό επίπεδο, εκτιμούμε ότι η μακροπρόθεσμη ανάπτυξη του κλάδου απαιτεί τη στροφή στα τυποποιημένα προϊόντα εγγυημένης ποιότητας, ισχυρής ταυτότητας και επαγγελματικής προβολής για την ανάδειξη συγκεκριμένων αξιών καθενός προϊόντος. Η εταιρεία μας μέσω των συχνών ποιοτικών ελέγχων, διασφαλίζει την ποιότητα και την αυθεντικότητα κάθε προϊόντος που έχει στα ράφια της, ενισχύοντας με αυτό τον τρόπο την εμπιστοσύνη των καταναλωτών».
Όπως σημειώνει η κ. Παπουνίδου, «οι νέες ρυθμίσεις θα συμβάλλουν στη μείωση της παραοικονομίας, στην αντιμετώπιση των παράνομων ελληνοποιήσεων και στην ακριβή παρακολούθηση των παραγόμενων ποσοτήτων, ενώ διατηρούν το δικαίωμα του παραγωγού στην ατομική κατανάλωση, στη διακίνηση για επαγγελματικούς σκοπούς ή στην άμεση πώληση. Η πώληση χύμα ελαιόλαδου δεν εγγυάται την ασφάλεια του προϊόντος, σε αντίθεση με την τυποποίηση που εγγυάται την ποιότητά του, την αποφυγή νοθείας και την τήρηση των κανόνων υγιεινής και προστασίας από τη θερμότητα, το φως και την οξείδωση καθ’ όλη τη διάρκεια της αποθήκευσης και της διακίνησής του προς όφελος της ασφάλειας του καταναλωτή. Η διασφάλιση της αυθεντικότητας και της ποιότητας των προϊόντων του τομέα επιτυγχάνεται μόνο με τα επώνυμα τυποποιημένα προϊόντα, που έχουν επί δεκαετίες καταξιωθεί, κερδίζοντας την εμπιστοσύνη των καταναλωτών».
Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο κ. Μόσχος, «πρέπει να καταλάβουμε ότι η αγορά χύμα ελαιολάδου είναι μέρος της παράδοσης της κοινωνίας μας. Άλλωστε, όλοι μας γνωρίζουμε άμεσα ή έμμεσα κάποιον ελαιοπαραγωγό. Οι νέες ρυθμίσεις –που δεν είναι και ξεκάθαρες– «χτυπούν» την πώληση του χύμα ελαιόλαδου, αγνοώντας βασικά συναλλακτικά ήθη της κοινωνίας μας. Το ζητούμενο είναι να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο εντός του οποίου θα προστατεύεται ο παραγωγός, διότι είναι αναγκαία η αγροτική ανάπτυξη. Ρυθμίσεις σαν αυτή είναι προς την άλλη κατεύθυνση…».
Αισιόδοξη προοπτική
«Είμαι αισιόδοξος, εφόσον το ελαιόλαδο και η επιτραπέζια ελιά είναι τα βασικά προϊόντα της μεσογειακής διατροφής», λέει ο κ. Μόσχος, συμπληρώνοντας πως «τα οφέλη στον οργανισμό μας από την κατανάλωσή τους γίνονται ευρύτερα γνωστά και παντού στον κόσμο υιοθετούνται όλο και περισσότερο στην διατροφή των ανθρώπων. Χρειάζεται όμως η κρατική υποστήριξη των εξαγωγικών επιχειρήσεων του κλάδου, πρέπει να τους δοθούν κίνητρα να συμμετάσχουν σε διεθνείς εκθέσεις, να οργανώσουν επιχειρηματικές αποστολές, να ανοίξει γι’ αυτές η χρηματοδότηση των τραπεζών ώστε να αναπτυχθούν. Έτσι λειτουργούν, άλλωστε, οι ξένοι ανταγωνιστές μας. Μόνο εδώ παλεύουμε μόνοι μας…».
Η κ. Παπουνίδου, επισημαίνοντας ότι το ελαιόλαδο είναι αναπόσπαστο στοιχείο της ελληνικής κουλτούρας και ιστορίας από την αρχαιότητα ως σήμερα, υπογραμμίζει την αντιοξειδωτική του δράση, σε ό,τι αφορά τη διατροφική του αξία, και τη συμβολή του στην εγχώρια οικονομία, ιδίως σήμερα που η Ελλάδα είναι η τρίτη δύναμη της παγκόσμιας ελαιοπαραγωγής, μετά την Ισπανία και την Ιταλία. Στο ίδιο πλαίσιο, αναφερόμενη στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής που επηρεάζουν σημαντικά την παραγωγή της ελιάς, τονίζει την ανάγκη λήψης μέτρων στήριξης των ελαιοπαραγωγών, προκειμένου να ανταποκρίνονται στο αυξημένο καλλιεργητικό κόστος και το κόστος διαχείρισης της παραγωγής, με όρους διατήρησης της τιμής του προϊόντος σε χαμηλό επίπεδο. «Παρά τις δυσκολίες η αγορά του ελαιόλαδου συνεχίζει και πρέπει να συνεχίσει να επενδύει σε προϊόντα υψηλής ποιότητας, που ανταποκρίνονται στις σύγχρονες επιθυμίες και ανάγκες των καταναλωτών για προϊόντα, τα οποία προάγουν έναν πιο υγιεινό τρόπο ζωής», τονίζει.
Προωθητικές ενέργειες και διαφήμιση
«Τα ελαιόλαδα, προκειμένου να διατηρούν και να αυξάνουν τη συμμετοχή τους στον τζίρο της εταιρείας μας, είναι απαραίτητο να προωθούνται με έντονες ενέργειες, συνήθως με την μορφή έκπτωσης προς τον καταναλωτή. Οι συνεχείς και στοχευμένες εκπτώσεις βοηθούν στην αύξηση της κατηγορίας, η οποία πέρυσι εμφάνισε μείωση 18%», τονίζει εκ μέρους της Μασούτης η κ. Παπουνίδου, ενώ ο κ. Μόσχος σημειώνει ότι «η στόχευσή μας είναι η υψηλή ποιότητα των προϊόντων μας. Δεν πιστεύουμε τόσο στην επικοινωνία και στο μάρκετινγκ όσο στην υψηλή ποιότητα όσων κάνουμε. Αυτή είναι για εμάς η συνταγή της επιτυχίας».
Η εταιρεία Κορέ λάνσαρε μια νέα καμπάνια για το ελαιόλαδο Χρυσελιά, που εξυμνεί την ελληνική παράδοση και την βαθιά σύνδεσή της με τον καρπό της ελιάς. Η ανάπτυξη της καμπάνιας περιλαμβάνει παρουσία σε SoMe, έντυπα αλλά και σε Out Of Home διαφήμιση. Η κ. Μαριάννα Μηλάκη, Marketing Director της Κορέ ΑΕ, δήλωσε σχετικά: «Με τη νέα μας επικοινωνία δηλώνουμε τον σεβασμό μας στη φύση και τις αξίες που διαφυλάττει το ελαιόλαδο στο πέρασμα των χρόνων. Θέλουμε να υπενθυμίσουμε ότι η δεκαπενταετής παρουσία του Ελαιολάδου Χρυσελιά, που κατέχει μια από τις πρώτες θέσεις στις καρδιές των Ελλήνων, είναι πάνω απ’ όλα «Θέλημα καρπού»…».
Πρωτοβουλία της «Μινέρβα» για τη βιωσιμότητα
Η Μινέρβα, τιμώντας τα 120 χρόνια από την ίδρυσή της, ανακοίνωσε μια σημαντική συνεργασία της με το Πολυτεχνείο Κρήτης και το Ελληνικό Μεσογειακό Πανεπιστήμιο, αντικείμενο της οποίας είναι η εκπόνηση έρευνας με σκοπό την καταγραφή των πιθανών επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης στην παραγωγή ελαιόλαδου στην Ελλάδα και την πρόταξη βιώσιμων γεωργικών πρακτικών που θα βοηθήσουν τους Έλληνες παραγωγούς να προσαρμοστούν στις νέες κλιματικές συνθήκες. Στο πλαίσιο αυτό, η διευθύνουσα σύμβουλος της Μινέρβα, κ. Κατερίνα Βλάχου, τόνισε ότι «μέσω αυτής της πρωτοβουλίας, φιλοδοξούμε να συμβάλουμε στη διαμόρφωση ενός οδικού χάρτη για τη βιώσιμη παραγωγή ελαιόλαδου στη χώρα μας, αξιοποιώντας την τεχνογνωσία και την επιστημονική γνώση των δύο εξειδικευμένων ακαδημαϊκών ιδρυμάτων».