Αν συγκλίνουν σε ένα συμπέρασμα ο προϋπολογισμός του 2023 και οι έρευνες οικονομικής συγκυρίας ινστιτούτων και επαγγελματικών φορέων, είναι στις σκληρές επιπτώσεις
του πληθωρισμού στο εισόδημα και τις δημοσιονομικές δαπάνες. Η μεν ιδιωτική κατανάλωση επιβραδύνεται δραστικά, με εκτιμώμενο ρυθμό αύξησης μόλις 1% το 2023 έναντι εκτιμώμενης ανάπτυξης 7,2% φέτος. Η δε δημόσια κατανάλωση κινείται σε αρνητική τροχιά, με μείωση κατά 1,5 %. Το βασικό σενάριο του προϋπολογισμού προβλέπει ανάπτυξη του ΑΕΠ κατά 1,8%
το 2023 έναντι 5,6% φέτος, ενώ οι στόχοι για το πρωτογενές πλεόνασμα αναθεωρούνται στο 0,7% επί του ΑΕΠ.

Oι επιχειρήσεις σχεδιάζουν την εταιρική τους πολιτική και τα νοικοκυριά προσαρμόζουν τις προσδοκίες τους για τη νέα χρονιά εν μέσω αβεβαιοτήτων που διαμορφώνουν η διεθνής γεωπολιτική αστάθεια, η πληθωριστική και ενεργειακή κρίση και η πιθανή είσοδος ισχυρών οικονομιών της ΕΕ σε περιβάλλον ύφεσης.

Αντίβαρο αισιοδοξίας είναι η αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, από το οποίο προβλέπεται να εισρεύσουν άλλα 7 δισ. ευρώ εντός του 2023, εκ των οποίων τα 3,6 με τη μορφή επιχορηγήσεων. Σε συνδυασμό με τα προβλεπόμενα 8 δισ. ευρώ του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, η διατήρηση της επενδυτικής δυναμικής εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε αύξηση του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου κατά 15,5% έναντι 10% το 2022. Ακόμα κι αυτό το αισιόδοξο σενάριο, όμως, έρχεται με έναν προειδοποιητικό αποθαρρυντικό αστερίσκο, καθώς τα ήδη υψηλά επιτόκια αυξάνουν το κόστος δανεισμού. Φρένο μπαίνει και στις εξαγωγές, με προβλεπόμενη ανάπτυξη μόλις 1%, μετά το 9,7% το 2022, ενώ επιβραδύνεται ο ρυθμός αύξησης των προβλεπόμενων εισαγωγών στο 2,6% έναντι, αντίστοιχα, 10,1%. Το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο, που «φούσκωσε» επικίνδυνα φέτος υπερβαίνοντας τα 31,3 δισ. ευρώ, δεν αναμένεται ότι θα υποχωρήσει όσο συνεχίζεται η αναντιστοιχία των ρυθμών αύξησης εισαγωγών-εξαγωγών.

Υπό αυτές τις συνθήκες διαμορφώνονται οι προβλέψεις του προϋπολογισμού για οριακή μείωση της ανεργίας, στο 10,6% έναντι 10,7% και ανεπαίσθητη αύξηση της απασχόλησης μόλις κατά 0,2%, μετά το 4,7% φέτος. Ο πληθωρισμός «φουσκώνει» τα έσοδα από φόρους αγαθών και υπηρεσιών, που αναμένονται να αυξηθούν σχεδόν κατά 1 δισ. ευρώ (τα 789 εκατ. ευρώ θα είναι από τον ΦΠΑ) παρά την απογείωση των φοροαπαλλαγών κατά 44%. Στην αύξηση του πληθωρισμού οφείλεται και η αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους ως ποσοστό επί του ΑΕΠ περίπου κατά 25 εκατοστιαίες μονάδες φέτος, στο 168,9% έναντι 194,5%. Για το 2023 το χρέος αναμένεται ότι θα υποχωρήσει στο 159,3% επί του ΑΕΠ, αν και σε απόλυτα μεγέθη εξακολουθεί να αυξάνεται, αναμένοντας ότι θα φτάσει τα 357 δισ. ευρώ το 2023 έναντι 355 δισ. φέτος και 353,4 το 2021.

Με πρόβλεψη πληθωρισμού 5% το 2023 και 9,3% φέτος, το εισόδημα των νοικοκυριών θα εξακολουθήσει να συμπιέζεται. Ανάσα αναμένεται ότι θα δώσουν τα μέτρα στήριξης ύψους ενός δισ. ευρώ, που έχουν «κλειδώσει» για την αναχαίτιση της ενεργειακής κρίσης, όπως και η επέκταση των επιδοτήσεων σε ρεύμα, καύσιμα και πετρέλαιο θέρμανσης, το ύψος των οποίων συναρτάται με τις διακυμάνσεις τιμών τους. Οι κοινωνικές μεταβιβάσεις ψαλιδίζονται, με μείωση των κρατικών δαπανών για επιδόματα ανεργίας και πρόνοιας σχεδόν κατά 660 εκατ. ευρώ. Αντίθετα, αυξάνεται ο λογαριασμός του Δημοσίου για τις συντάξεις κατά 1,4 δισ. ευρώ, καθώς προβλέπονται αυξήσεις 7,75% για περίπου ένα εκατομμύριο συνταξιούχους.

Σταθερή πρωτιά στην απαισιοδοξία
Βάσει των προαναφερόμενων, οι δείκτες αισιοδοξίας και καταναλωτικής εμπιστοσύνης βελτιώνονται ήπια, ωστόσο οι Έλληνες καταναλωτές παραμένουν μακράν οι πιο απαισιόδοξοι της Ευρώπης. Η υποχώρηση των αρνητικών προβλέψεων των νοικοκυριών για το προσωπικό τους εισόδημα και την οικονομική κατάσταση της χώρας το 2023 καταγράφεται στις περισσότερες έρευνες στα τέλη του 2022, ενώ ανάμεικτες είναι οι εκτιμήσεις για την αποτελεσματικότητα μέτρων στήριξης, όπως το «καλάθι του νοικοκυριού». Η ακρίβεια παραμένει το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα των καταναλωτών, που περιορίζουν τα έξοδά τους στα απολύτως απαραίτητα, δηλαδή στους λογαριασμούς και τα ψώνια από το σούπερ μάρκετ, περιορίζοντας άλλες αγορές λιανικής, την ψυχαγωγία και άλλες υπηρεσίες και αναβάλλοντας τις σημαντικές αγορές και τις επισκευές του σπιτιού. Στο πλαίσιο αυτό, οι επιχειρηματικές προσδοκίες για το λιανεμπόριο βελτιώνονται μεν, αλλά με κλαδικές ιδιαιτερότητες. Ειδικά για τον κλάδο των τροφίμων, παρά τις θετικές επιδόσεις το τελευταίο δίμηνο του 2022, υπάρχει αισθητή υποχώρηση στις εκτιμήσεις για την πορεία των πωλήσεων το αμέσως επόμενο διάστημα, όπως δείχνει η τελευταία έρευνα οικονομικής συγκυρίας του ΙΟΒΕ.

Δυσμενείς οι προβλέψεις για το εισόδημα το 2023
Οι συγκρατημένες επιχειρηματικές προσδοκίες για την πορεία των λιανικών πωλήσεων το πρώτο τρίμηνο του 2023 συμπλέουν με τις εκτιμήσεις του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ για το εισόδημα των νοικοκυριών. Καθώς το 2022 η κατανάλωση αυξήθηκε ταχύτερα από την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος, μειώθηκαν οι αποταμιεύσεις, δημιουργώντας ανησυχία για παγίωση του ελλείμματος στο ισοζύγιο των νοικοκυριών το 2023. Η τρίτη αύξηση του κατώτατου μισθού, που δεν θα εφαρμοστεί πριν την Πρωτομαγιά του 2023, είναι πιθανό να έχει ήδη «εξανεμιστεί» από τον πληθωρισμό, που μέσα στο 2022 «ροκάνισε» την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών, ανάλογα με την οικονομική τους κατάσταση. Για παράδειγμα, η αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού υπέστη καθίζηση κατά 19% εντός του 2022, ενώ για τα εισοδήματα ως 1.100 ευρώ το μήνα οι επιπτώσεις περιορίστηκαν στο -9% έως -14%. Το ισχυρότερο πλήγμα το δέχτηκαν τα νοικοκυριά με μηνιαίο εισόδημα κάτω των 750 ευρώ, τα οποία κατρακύλησαν κάτω από το όριο της αξιοπρεπούς διαβίωσης, με μείωση της αγοραστικής δύναμης κατά 40%!

Η άνιση επίδραση του πληθωρισμού στο βιοτικό επίπεδο των νοικοκυριών, καθώς τα φτωχά νοικοκυριά ξοδεύουν αναλογικά πολύ μεγαλύτερο μέρος των δαπανών τους για στέγαση και σίτιση από ό,τι τα πιο εύρωστα, έχει αντίστοιχη επίδραση στην καταναλωτική συμπεριφορά. Η παράγοντας τιμή είναι μακράν ο πρώτος που εξετάζουν οι καταναλωτές για τις αγορές τους, πράγμα που αποτυπώνεται σε όλες τις σχετικές έρευνες, με την ποιότητα και την υγεία να παραμένουν καθοριστικοί παράγοντες, αν και με τάσεις υποχώρησης. Ειδικά για τα ψώνια του σούπερ μάρκετ τα χρήματα που ξοδεύουν είναι ο βασικός παράγοντας για το 68% των καταναλωτών (ΙΕΛΚΑ, Νοέμβριος 2022), ενώ σε ακόμα πιο υψηλά επίπεδα κινείται ο παράγοντας τιμή στο σύνολο των αγορών λιανικής, αγγίζοντας το 78% των θετικών απαντήσεων στις σχετικές έρευνες της ΕΥ Ελλάδος, τάση που θα ισχύσει και την επόμενη τριετία. Έτσι η καταναλωτική τυπολογία «affordability first», που δίνει προτεραιότητα στην τιμή, εξακολουθεί να παραμένει κυρίαρχη στην Ελλάδα (33% έναντι 22% του διεθνούς μέσου όρου), ακολουθούμενη από την αναζήτηση ξεχωριστών καταναλωτικών εμπειριών («experience first»), που αναδείχτηκε στην πιο δυναμική τάση της χρονιάς που κλείνει. Στην αγορά του κλάδου αυτό μεταφράζεται από τη μία σε ενίσχυση της κινητικότητας των brands και άνοδο των private labels και από την άλλη ενισχύονται οι τάσεις για συνειδητές καταναλωτικές επιλογές, που λαμβάνουν υπόψη αφενός το περιβαλλοντικό και κοινωνικό αποτύπωμα των προϊόντων και των επιχειρήσεων και αφετέρου τη στροφή σε μια πιο ισορροπημένη διατροφή. Έτσι, ενώ τα στελέχη των σούπερ μάρκετ ανησυχούν για την ενίσχυση του φαινομένου του trade-down το 2023, την υποκατάσταση προϊόντων είτε με φθηνότερα της ίδιας κατηγορίας είτε και με άλλα πιο προσιτά είδη, από την άλλη μια μικρότερη μερίδα καταναλωτών, αλλά με ισχυρή αγοραστική δύναμη, συντηρεί το ενδιαφέρον της για premium προϊόντα και εξατομικευμένες καταναλωτικές εμπειρίες.

Αν και από διαφορετική αφετηρία, οι αναλύσεις του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ συγκλίνουν με τις έρευνες των φορέων της αγοράς, όπως ο ΣΕΛΠΕ και το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθήνας, οι οποίες καταγράφουν τις επιπτώσεις της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος στις καταναλωτικές συνήθειες. Σύμφωνα με την έρευνα του Ινστιτούτου Εργασίας για την κρίση του κόστους ζωής στην Ελλάδα, η υψηλή εξάρτηση του ΑΕΠ από την κατανάλωση σημαίνει ότι η δυναμική της οικονομίας το επόμενο διάστημα θα προσδιοριστεί σε μεγάλο βαθμό από την εξέλιξη του διαθέσιμου εισοδήματος. Όπως σημειώνεται, «η ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος θα έχει θετική επίδραση στην κατανάλωση και στη φερεγγυότητα των νοικοκυριών και, μέσω αυτών, στο μακροοικονομικό και στο χρηματοπιστωτικό σύστημα». Η ίδια έκθεση παραδέχεται ότι μεσομακροπρόθεσμα, το κλειδί για την επαναφορά της οικονομίας σε σταθερή δυναμική μεγέθυνσης είναι η αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων, αναγνωρίζοντας ως καθοριστικής σημασίας την αξιοποίηση των πόρων του ΕΣΠΑ και του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, και προτείνοντας ως αποτελεσματικό εργαλείο την αύξηση των δημόσιων επενδύσεων στην κατεύθυνση της ψηφιακής και της «πράσινης» μετάβασης.

Αύξηση δαπανών, μείωση αγορών το πρώτο εξάμηνο του 2023
Διπλή ανάγνωση έχουν οι τρεις τελευταίες έρευνες καταναλωτικών συνηθειών και κοινής γνώμης, που είδαν το φως της δημοσιότητας στην εκπνοή του 2022, καταγράφοντας αντικρουόμενες τάσεις για το πρώτο εξάμηνο του 2023. Για παράδειγμα η έρευνα του ΣΕΛΠΕ διαπιστώνει μεν βελτίωση του δείκτη καταναλωτικού κλίματος λιανικής σε σύγκριση με το καλοκαίρι του 2022, ωστόσο η απαισιοδοξία παραμένει σε υψηλά επίπεδα, καθώς σχεδόν οι 7 στους 10 να προσδοκούν ότι η οικονομική τους κατάσταση θα χειροτερεύσει το 2023. Ανησυχητικό εύρημα είναι ότι περισσότεροι από τους μισούς αγοραστές (52%) σκοπεύουν να περιορίσουν σε όγκο τις αγορές λιανικής, είτε κρατώντας σταθερές τις δαπάνες παρά τις πληθωριστικές αυξήσεις είτε μειώνοντας τα έξοδα, ακόμα και για τα αναγκαία. Κατά το 55% θα πληρώσουν περισσότερα για λογαριασμούς, ενώ γενναίο ψαλίδι θα πέσει στις δαπάνες για υπηρεσίες και ψυχαγωγία, καθώς κατά το 40% τα νοικοκυριά θα τις μειώσουν. Το μερίδιο του οικογενειακού προϋπολογισμού που κατευθύνεται για αγορές λιανικής παραμένει σε σταθερό, γύρω στο 30%, ενώ το υπόλοιπο 70% απορροφάται από λογαριασμούς, ενοίκια, φόρους και υπηρεσίες.

Αν υπάρχει μια αισιόδοξη νότα για το οργανωμένο λιανεμπόριο, αυτή προκύπτει από την έρευνα της Pulse για λογαριασμό του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθήνας, σε επιχειρήσεις, επαγγελματίες και μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα στην Αττική. Μολονότι τα έξοδα για βασικά αγαθά (τρόφιμα, ποτά, είδη μπακαλικής) είναι η κατηγορία που ανησυχεί περισσότερο τους καταναλωτές μετά την ενέργεια, προτιμούν να περικόπτουν τα έξοδα για λογαριασμούς και διαρκή αγαθά (ρούχα, παπούτσια, ηλεκτρικές συσκευές κ.ά.), προκειμένου να καλύπτουν τις αγορές ειδών πρώτης ανάγκης. Έτσι η κατηγορία του λιανεμπορίου τροφίμων-σούπερ μάρκετ ακολουθεί μεν την τάση συμπίεσης εξόδων, αλλά σε διακριτή απόσταση από τις άλλες δύο. Επίσης, θετική ανταπόκριση έχει παρά τους αρχικούς δισταγμούς το κυβερνητικό μέτρο του «καλαθιού του νοικοκυριού», καθώς το 54% των καταναλωτών το αξιολογούν καταφατικά, ενώ κατά το 44% θεωρούν πως χρειάζονται επιπλέον μέτρα.

Αντιθέτως, πανελλαδική έρευνα της ProRata, που διενεργήθηκε το ίδιο διάστημα για λογαριασμό του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ, δείχνει πολύ μικρότερα ποσοστά ικανοποίησης από τα κυβερνητικά μέτρα στήριξης. Κατά το 67% οι πολίτες κρίνουν ότι δεν έχουν βοηθήσει καθόλου, κατά το 21% ότι έχουν βοηθήσει αλλά δεν επαρκούν, ενώ αρνητική είναι η αξιολόγηση ειδικά των μέτρων για την ενεργειακή κρίση (fuel pass, power pass), καθώς το 71% των πολιτών εκτιμούν ότι δεν ικανοποιούν τις ανάγκες του πληθυσμού. Δυσαρεστημένοι με το ύψος των αποδοχών τους είναι περισσότεροι από του μισούς εργαζόμενους (53%), οι τρεις στους δέκα δεν καταφέρνουν να αποταμιεύσουν και σχεδόν οι μισοί (46%) αναγκάστηκαν να καταφύγουν σε δανεισμό για την κάλυψη βασικών αναγκών-προσωπικά έξοδα και λογαριασμούς, καθώς το εισόδημά τους είναι ανεπαρκές. Συνολικά η έρευνα της Pro Rata περιγράφει μια εικόνα εισοδηματικής δυσκολίας ή και αδυναμίας για πολύ σημαντική μερίδα του πληθυσμού, ακόμα και του οικονομικά ενεργού με εισοδήματα από εργασία. Κατά το 71% οι ερωτώμενοι δήλωσαν ότι δεν έχουν την εισοδηματική δυνατότητα για ψυχαγωγία και δραστηριότητες που θα ήθελαν, κατά το 67% μείωσαν τα έξοδα για δραστηριότητες εκτός σπιτιού, ενώ κατά το 50% δεν κατάφεραν να κάνουν διακοπές το 2022.