Η χώρα μας, στην αποφασιστική και καίρια «μάχη της αυτάρκειας» κατά την τελευταία 20ετή πορεία της στην ΕΕ, έχασε πολύτιμο έδαφος, με οδυνηρές επιπτώσεις σε πολλά επίπεδα, οικονομικά και κοινωνικά. Και το χειρότερο είναι πως περιορίσθηκαν ανεπιστρεπτί τα περιθώρια τόσο για συγκράτηση των εισαγωγών τροφίμων όσο και για τη μελλοντική αυτάρκεια σε πολλά από αυτά. Πολλά είναι τα ερωτηματικά που τίθενται σχετικά με αυτή την πορεία, με το τι έγινε μα πάνω από όλα με το τι μέλλει γενέσθαι.

Η χώρα μας, στην αποφασιστική και καίρια "μάχη της αυτάρκειας" κατά την τελευταία 20ετή πορεία της στην ΕΕ, έχασε πολύτιμο έδαφος, με οδυνηρές επιπτώσεις σε πολλά επίπεδα, οικονομικά και κοινωνικά. Και το χειρότερο είναι πως περιορίσθηκαν ανεπιστρεπτί τα περιθώρια τόσο για συγκράτηση των εισαγωγών τροφίμων όσο και για τη μελλοντική αυτάρκεια σε πολλά από αυτά. Πολλά είναι τα ερωτηματικά που τίθενται σχετικά με αυτή την πορεία, με το τι έγινε μα πάνω από όλα με το τι μέλλει γενέσθαι.

Προς τα πού βαδίζει η συνολική αγορά των γεωργικών προϊόντων της χώρας μας και ιδιαίτερα η αγορά των εδώδιμων τροφίμων, είτε νωπών είτε μεταποιημένων; Ποιες είναι οι ισχυρότερες τάσεις στην πρωτογενή παραγωγή, στη μεταποίηση, στις εξαγωγές και εισαγωγές, όπως διαμορφώθηκαν στα είκοσι χρόνια της ένταξης της χώρας στην ΕΕ (1981-2000); Στη νέα δεκαετία που κυλάει, ποια είναι η δυναμική, η κατεύθυνση και οι προοπτικές, ποιοι κλάδοι, τομείς αλλά και σημαντικά προϊόντα είναι εκείνα που άντεξαν στον οποιονδήποτε ανταγωνισμό, εσωτερικό, κοινοτικό και διεθνή και ποια δεν άντεξαν, οπότε τι μέλλον ανοίγεται γι’ αυτά;

Γιατί διευρύνθηκε το παθητικό εμπορικό ισοζύγιο των τροφίμων, νωπών και μεταποιημένων, στην περασμένη 20ετία και με ποιες επιπτώσεις στην παραγωγική, εμπορική και οικονομική διαδικασία; Προβλέπεται να διευρυνθεί περισσότερο και στην τρέχουσα δεκαετία και με ποιες επιπτώσεις, σε επίπεδο παραγωγής, εμπορίου και εθνικής οικονομίας;

Παράλληλα με αυτά, ποια μέτρα, πολιτικές προσπάθειες, προγράμματα θα χρειαστεί να υλοποιηθούν, είτε για να προληφθούν τα χειρότερα, είτε για να αποκατασταθεί μια σταθεροποίηση, είτε για να βελτιωθούν περαιτέρω, ενόψει του οξύτερου ανταγωνισμού της εξωτερικής και παγκοσμιοποιημένης αγοράς αυτών των προϊόντων τροφίμων; Σε αυτά τα ερωτήματα θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε παρακάτω.

Η εμπειρία από την 20ετή ένταξη

Στη διάρκεια της 20ετίας από την ένταξη στην τότε ΕΟΚ μέχρι σήμερα στην Ενωμένη Ευρώπη (1981-2000), η ασθενής ελληνική γεωργοκτηνοτροφία (μικρός κλήρος, φτωχά νοικοκυριά, καθυστερημένες δομές, ανύπαρκτη χρηματοδότηση, χαμηλή επαγγελματική κατάρτιση, ελλιπής άρδευση, χαμηλές αποδόσεις και παραγωγικότητα κλπ), δέχθηκε -υπό συνθήκες κατάργησης δασμολογίου και ελεύθερης διακίνησης προϊόντων- το συντριπτικό ανταγωνιστικό βάρος της ισχυρά οργανωμένης κοινοτικής γεωργοκτηνοτροφίας (μεγέθη, ποιότητα, τιμές, βιομηχανία, μάρκετινγκ κλπ). Το αποτέλεσμα αυτής της “επίθεσης” ήταν πολλοί κλάδοι και προϊόντα, ιδίως κτηνοτροφίας και γαλακτοκομικά, αμπελοοινικά κ.ά., να υποστούν αποδιοργάνωση, συρρίκνωση, ενώ άλλοι κλάδοι και προϊόντα κατάφεραν με πολλές θυσίες να επιζήσουν ή να διατηρηθούν στα ίδια επίπεδα χάριν των κοινοτικών επιδοτήσεων.

Από τις επιδοτήσεις της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) η Ελλάδα δεν επωφελήθηκε και δεν αξιοποίησε επαρκώς τις δυνατότητες-ευκαιρίες που υπήρχαν σε αυτή, είτε γιατί η ΚΑΠ μπήκε στα επόμενα χρόνια σε μία ολοένα πιο περιοριστική πολιτική, είτε λόγω αδυναμιών της ελληνικής πλευράς να τις εκμεταλλευτεί στο μάξιμουμ, είτε γιατί μέρος των επιδοτήσεων “χανόταν”, λόγω του σκληρού κοινοτικού ανταγωνισμού.

Τα μόνα προϊόντα – κλάδοι που επωφελήθηκαν σχετικά και δεν ζημιώθηκαν, τουλάχιστον μέχρι τη νέα πολιτική της AGENDA 2000, είναι η εκτροφή αιγοπροβάτων, το βαμβάκι, ο καπνός και το ελαιόλαδο, για τα οποία συνεχίζει να υπάρχει κάποια συγκρατημένη αισιοδοξία μέχρι το 2004-2005, διότι μετά το έδαφος στήριξης θα αρχίσει να υποχωρεί απειλητικά…

Ο μεγάλος τομέας των οπωροκηπευτικών δέχτηκε και αυτός ανάλογες αρνητικές επιπτώσεις από τον κοινοτικό ανταγωνισμό, διότι η ελληνική πλευρά ολιγώρησε και δεν επέδειξε την απαιτούμενη επιθετική τακτική και προσαρμοστικότητα για να επωφεληθεί από τη μεγάλη κοινοτική αγορά.

Από την άλλη πλευρά, η ελληνική βιομηχανία τροφίμων, αδύνατη ανταγωνιστικά μέχρι την ένταξη, άργησε να αναδιοργανωθεί, τουλάχιστον σε όλους τους κλάδους και μόνο στη δεκαετία του ‘90 απέκτησε κάποιες ικανοποιητικές οικονομικοτεχνικές δομές, κυρίως με την επενδυτική απορρόφηση ή και συνεργασία με αλλοδαπά -κοινοτικά και μη – κεφάλαια και σε κλάδους ελλειμματικούς σε πρώτες ύλες όπως γαλακτοκομικά, ιχθυηρά, κρέατα, αλλαντικά, ζυμαρικά, σάλτσες, κονσέρβες φρούτων ή λαχανικών, με χυμούς, με διάφορα φαγητά, ψαρικά, είδη ζαχαροπλαστικής, ρύζι, όσπρια, αναψυκτικά, ποτά κ.ά. Σήμερα, πάνω από τα 2/3 του κεφαλαίου της ελληνικής βιομηχανίας τροφίμων ελέγχεται από αλλοδαπές εταιρείες.

Όλα αυτά εξηγούν την απειλητική για την εγχώρια αγορά αύξηση των εισαγωγών τροφίμων, κυρίως κρεάτων και γαλακτοκομικών, αλλά και άλλων προϊόντων.

Ποια προϊόντα άντεξαν και ποια όχι

Αυτή την εικοσαετία, τόσο στην πρωτογενή παραγωγή – γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία – όσο και στη δευτερογενή – βιομηχανία τροφίμων – σημειώθηκαν σημαντικές αλλαγές. Σε ορισμένα προϊόντα σημειώθηκαν αυξήσεις και σε άλλα μειώσεις ή στασιμότητα. Στα 20 χρόνια αυξήθηκε ο όγκος της παραγωγής στο βαμβάκι (230%), στο σκληρό σιτάρι (100%), στο καλαμπόκι (65%), στο ελαιόλαδο (70%), στα πορτοκάλια (50%), στο ρύζι (120%), ενώ μειώθηκε ή έμεινε στα ίδια επίπεδα σε πολλά άλλα όπως μαλακό σιτάρι, κριθάρι, βρώμη, καπνό, πατάτες, ροδάκινα, βερίκοκα, καρπούζια, τομάτες, αγγούρια, σταφύλια κ.ά. Επίσης, σε πολλά λαχανικά η παραγωγή μειώθηκε -όπως, νωπά φασόλια, κρεμμύδια, αγκινάρες, σκόρδα, μπάμιες- ενώ σε άλλα σημειώθηκαν μικρές αυξήσεις στα όρια της εσωτερικής αγοράς. Το υψηλό κόστος παραγωγής αποθάρρυνε τις εξαγωγές, παρά την αυξημένη ζήτηση στην κοινοτική αγορά, την οποία τελικά κάλυπταν με κερδοφορία αλλά κράτη. Γενικά, στα λαχανικά και φρούτα η χώρα μας δεν επωφελήθηκε από την αυξημένη κοινοτική ζήτηση λόγω υποκειμενικών αδυναμιών. Στα προϊόντα της ζωικής παραγωγής η Ελλάδα μάλλον ζημιώθηκε, λόγω του πανίσχυρου κοινοτικού ανταγωνισμού, αφού σήμερα στο μεν βόειο κρέας έχει μια αυτάρκεια μόλις 25% (το 75% εισάγεται), στα δε άλλα κρέατα δεν σημειώθηκε καμία ουσιαστική αύξηση. Το ίδιο και στα γάλατα ή στα διάφορα τυροκομικά, βούτυρα κ.ά., αφού στο αγελαδινό έχει αυτάρκεια μόλις 60% (το υπόλοιπο εισάγεται σε κουτιά).

Πανωλεθρία υπέστη η χώρα μας στον παραδοσιακό τομέα της αμπελουργίας, εφόσον σε όλα τα προϊόντα (σταφύλια, σταφίδα, κρασί, κ.ά.) η μεν παραγωγή μειώθηκε δραματικά, οι δε καλλιεργούμενες εκτάσεις στα πλαίσια της ΚΑΠ συρρικνώθηκαν (ξεριζώθηκαν) κατά το 1/3.

Αν όμως η κατάσταση είναι απογοητευτική στην πρωτογενή παραγωγή, με εξαίρεση ορισμένα προϊόντα που αναφέραμε και τη θετική εξέλιξη των υδατοκαλλιεργειών με τις εξαγωγικές τους επιδόσεις, στον επίσης κρίσιμο τομέα της βιομηχανίας τροφίμων είναι το ίδιο αποθαρρυντική, με εξαίρεση ορισμένους κλάδους όπου πραγματοποιήθηκαν σημαντικές επενδύσεις – συνεργασίες εγχώριων και αλλοδαπών κεφαλαίων, με αποτέλεσμα μια ικανοποιητική βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, της κερδοφορίας και ορισμένων εξαγωγικών επιδόσεων όπως σε γαλακτοκομικά, ζυμαρικά, τοματοπολτό, κονσέρβες ροδάκινων, μπύρας, κρασιού, αλλαντικά, ιχθυηρά κ.ά.

Η χώρα μας όμως εξακολουθεί να μην είναι αυτάρκης σε βασικά τρόφιμα όπως, γαλακτοκομικά, κρέατα, δημητριακά και γενικά σε τρόφιμα.

Ειδικά αξίζει να επισημανθούν τα εξής:

α) ο δείκτης παραγωγής της βιομηχανίας τροφίμων μεταξύ 1980-1999 παρέμεινε σχεδόν ο ίδιος με ενδιάμεσες μικρές αυξήσεις

β) ο δείκτης λιανικής πώλησης ειδών διατροφής αυξήθηκε στο ίδιο διάστημα πάνω από 6-7 φορές

γ) το εμπορικό ισοζύγιο γεωργικών προϊόντων από ενεργητικό που ήταν το 1981 μετατράπηκε σε ιδιαίτερα υψηλό παθητικό (15,8 δισ. ECU το 1998)

δ) οι εισαγωγές γεωργικών προϊόντων από 58 δισ. δρχ. το 1980 έφθασαν τα 9 τρισ. δρχ. το 1999

ε) μόνο οι εισαγωγές νωπών φρούτων – λαχανικών αυξήθηκαν στη δεκαετία του '90 κατά 2470%, για να φθάσουν από 34,5 δισ. δρχ. σε 118 δισ. δρχ. Επίσης, στην ίδια δεκαετία τα επεξεργασμένα φρούτα-λαχανικά αυξήθηκαν κατά 110% (από 70 χιλ. τον. σε πάνω από 150 χιλ. τον.)

στ) μόνο για κρέατα πλήρωσε η χώρα μας το 1998 περίπου 240 δισ. δρχ., για γάλατα 161 δισ. δρχ., για διάφορα άλλα τρόφιμα 59 δισ. δρχ., κλπ.

ζ) συμμετοχή ΕΕ σε σύνολο εισαγωγών γεωργικών προϊόντων 80%

Και η αιμορραγία συνεχίζεται περισσότερο από χρόνο σε χρόνο, η οικονομία αφυδατώνεται από οικονομικές δυνάμεις, η χώρα είναι ανοχύρωτη σε κάθε είδους εισαγωγές, ιδιαίτερα από αγροτικά, που μπορεί κατά 80% να τα παράγει η ίδια.

Γιατί αυξάνουν οι εισαγωγές τροφίμων

Από την 20ετή ανάλυση των εξελίξεων τόσο στην πρωτογενή και δευτερογενή παραγωγή των εδώδιμων γεωργικών προϊόντων, δηλαδή των τροφίμων, όσο και στην κατανάλωση προκύπτει το βασικό συμπέρασμα ότι οι συνεχώς αυξανόμενες εισαγωγές τροφίμων (είτε γεωργικών είτε επεξεργασμένων) κρύβουν βαθύτερες διαρθρωτικές αδυναμίες στον συνολικό τομέα τροφίμων. Και όλα αυτά διότι:

  1. Η πρωτογενής (γεωργική-κτηνοτροφική) παραγωγή δεν κατάφερε να αναπτυχθεί για να εξασφαλίσει αυτάρκεια
  2. Το ίδιο συνέβη και με τη βιομηχανία τροφίμων, παρά τις κάποιες επενδυτικές και τεχνολογικές βελτιώσεις σε ορισμένους υποκλάδους
  3. Στην εικοσαετή περίοδο της ένταξης στην ΕΟΚ/Ε.Ε. η χώρα μας δεν επωφελήθηκε, ούτε μπόρεσε να αξιοποιήσει τις δυνατότητες, είτε διότι κάμφθηκε σε πολλούς τομείς από τον κοινοτικό ανταγωνισμό, είτε διότι ολιγώρησε στη νέα κρίσιμη κατάσταση της ένταξης, είτε διότι οι ίδιες οι μεταλλαγές της ΚΑΠ, με τις συνεχείς περιοριστικές αναθεωρήσεις των ΚΟΑ, στένεψαν τις δυνατότητες ανάπτυξης και αυτάρκειας σε τρόφιμα
  4. Στην ίδια όμως περίοδο η κατανάλωση τροφίμων αυξήθηκε πολύ περισσότερο από την εσωτερική προσφορά (λόγω βελτίωσης εισοδημάτων, διαφοροποίησης της ζήτησης τροφίμων με αγαθά που δεν παρήγαγε η εγχώρια γεωργία/ βιομηχανία, αύξησης του τουρισμού άρα και της επιπλέον κατανάλωσης τροφίμων κλπ), οπότε οι ανάγκες καλύπτονταν συνεχώς από ανερχόμενες εισαγωγές διατροφικών αγαθών.

Το συμπέρασμα είναι ότι η χώρα μας, στην αποφασιστική και καίρια “μάχη της αυτάρκειας” κατά την τελευταία 20ετή ευκαιρία, έχασε πολύτιμο έδαφος, με οδυνηρές επιπτώσεις σε πολλά επίπεδα, οικονομικά και κοινωνικά. Και το χειρότερο είναι πως περιορίσθηκαν ανεπιστρεπτί τα περιθώρια τόσο για συγκράτηση του “εισαγωγικού κενού” όσο κυρίως για μία μελλοντική αυτάρκεια σε πολλά είδη τροφίμων.

Η επερχόμενη παγκοσμιοποίηση και στην αγορά ειδών διατροφής θα επιβεβαιώσει τις δυσοίωνες αυτές προοπτικές.