Πόσο θα αλλάξει το εργασιακό περιβάλλον στο λιανεμπόριο με την εφαρμογή του νόμου για τις ειδικές επιχειρησιακές συμβάσεις; Πόσο «μαύρο» προδιαγράφεται το μέλλον των μισθωτών στον ιδιωτικό τομέα; Έχουν τα περιθώρια να αμυνθούν ώστε να μην υποστούν μεγάλες απώλειες; Πρόκειται για εύλογα ερωτήματα μετά την ψήφιση του νόμου για τις ειδικές επιχειρησιακές συμβάσεις, που τον επέβαλε η τρόικα, επαναφέροντας στη χώρα «ήθη εργασιακού μεσαίωνα», συμφωνούν οι περισσότεροι.

Ασφαλείς προβλέψεις για το πόσο γρήγορα θα γίνει αυτή η «επαναφορά» δεν μπορούν να γίνουν. Ωστόσο, τα στελέχη της αγοράς εκτιμούν ότι οι αλλαγές στο εργασιακό περιβάλλον θα είναι σχετικά αργές, ώστε η κοινωνία να προσαρμοστεί ευκολότερα στα νέα δεδομένα και να αποφευχθούν οι έντονες αντιδράσεις των εργαζομένων και των σωματείων τους.

Τα «νέα δεδομένα» δεν θα είναι τα ίδια για το σύνολο της αγοράς. Ταχύτερες και σε μεγαλύτερη έκταση αναμένονται οι εξελίξεις σε όσες επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν ζητήματα επιβίωσης και κυρίως στις μεγάλες παραγωγικές εταιρείες (ήδη στη βόρεια Ελλάδα έγινε η πρώτη απόπειρα εφαρμογής ειδικής επιχειρησιακής σύμβασης από γαλακτοβιομηχανία), ενώ σε δεύτερο χρόνο θα ακολουθήσουν οι ανατροπές στο εργασιακό περιβάλλον των μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων, όπου αναμένεται να έχουν ιδιαίτερη έκταση, λόγω της πραγματικά δύσκολης θέσης στην οποία βρίσκονται εδώ και αρκετούς μήνες.

Οι μεγάλοι προτιμούν την ειρήνη
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τις μεγάλες επιχειρήσεις του λιανεμπορίου, όπου στην πλειονότητά τους υπάρχουν επιχειρησιακά σωματεία, ο νέος νόμος θα μπορούσε να τύχει άμεσης εφαρμογής. Ωστόσο, στελέχη της αγοράς εκτιμούν πως το οργανωμένο λιανεμπόριο δεν έχει λόγους να κάνει χρήση των επίμαχων διατάξεων, καθότι, με εξαίρεση την Ατλάντικ, στο σύνολό τους οι εταιρείες είναι υγιείς, διαθέτουν ρευστότητα, υλοποιούν επενδύσεις, γι΄ αυτό και δεν θα διαταράξουν τις σχέσεις τους με τους εργαζόμενους.

Προσθέτουν, μάλιστα, ότι όσο πιο μεγάλες είναι οι επιχειρήσεις τόσο ισχυρότερα είναι τα σωματεία των εργαζομένων, επομένως και μεγαλύτερες οι αναμενόμενες συγκρούσεις, εφόσον επιχειρηθούν ανατροπές σε βάρος των εργαζόμενων, συνεπώς και οι επιπτώσεις στη ζωή των αλυσίδων από μια έκρυθμη κατάσταση.

Ειδικότερα για την Ατλάντικ τονίζεται ότι η διοίκησή της, αν θελήσει να εφαρμόσει τις ευνοϊκές -για την ίδια- διατάξεις του νέου νόμου, πρέπει πρώτα να εξοφλήσει τις καθυστερούμενες υποχρεώσεις έναντι του προσωπικού της, που σύμφωνα με το σωματείο των εργαζόμενων της εταιρείας, πριν τις εορτές των Χριστουγέννων αντιστοιχούσαν στους μισθούς τεσσάρων μηνών. Με βάση, λοιπόν, τα όσα έχουν γίνει γνωστά για το οικονομικό υπόβαθρο της εισηγμένης, είναι μάλλον αδύνατη η καταβολή των δεδουλευμένων και κατά συνέπεια η χρήση των ευνοϊκών για την Ατλάντικ διατάξεων του νέου νόμου.

«Στον κλάδο μας εδώ και πολλά χρόνια υπάρχει εργασιακή ειρήνη, την οποία πολλοί ζηλεύουν και κανείς από μας δεν θα θελήσει να διαταράξει. Τυχόν ανατροπές δεν συμφέρουν. Η έλλειψη εργασιακής ειρήνης υποκρύπτει κόστη, που σε κάθε περίπτωση το οργανωμένο λιανεμπόριο δεν επιθυμεί να επωμιστεί», τονίζει στο σελφ σέρβις γνωστός παράγοντας της αγοράς, χαρακτηρίζοντας ως «περιουσία» των αλυσίδων τις καλές σχέσεις τις οποίες έχουν χτίσει με τους εργαζόμενους.

Προσθέτει μάλιστα ότι «πολύ δύσκολα κάποιος θα θελήσει “να πάει γυρεύοντας”, δηλαδή να προκαλέσει την τύχη συγκρουόμενος με τα σωματεία των εργαζομένων».


Να μη γίνει η αρχή…
Τι θα συμβεί, ωστόσο, αν έστω και ένας εκ των ισχυρών της αγοράς αποφασίσει να συγκρουστεί με το σωματείο των εργαζομένων του, προκειμένου να προβεί σε μειώσεις μισθών; «Η αγορά θα μετατραπεί σε ζούγκλα», εκτιμά κορυφαίος παράγοντας του κλάδου, προσθέτοντας ότι σε αυτήν την περίπτωση οι υπόλοιπες αλυσίδες θα υποχρεωθούν να ακολουθήσουν το παράδειγμά του, ώστε να μην αφήσουν ακάλυπτο το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των περιορισμένων εργασιακών εξόδων.

«Τυχόν ανατροπές στο μισθολογικό καθεστώς μιας αλυσίδας θα αποτυπωθούν και στις τιμές της, οι οποίες προφανώς θα μειωθούν, οπότε τα αντανακλαστικά μας πρέπει να είναι άμεσα», δηλώνει χαρακτηριστικά ο ίδιος παράγοντας, διευκρινίζοντας ότι «άπαντες θα επιδιώξουν να παραμείνουν στο “παιχνίδι” βελτιώνοντας το ανταγωνιστικό τους προφίλ με ανάλογες ενέργειες». Τονίζουμε ότι όσο μακρινό κι αν φαντάζει ένα τέτοιο ενδεχόμενο, δεν πρέπει να θεωρείται απίθανη η επιχείρηση εφαρμογής των ειδικών επιχειρησιακών συμβάσεων από κάποια μεγάλη αλυσίδα του κλάδου.

Στα «χαρακώματα» οι μικροί
Ένα δεύτερο ερώτημα που προκύπτει μετά την ψήφιση του νόμου, είναι το κατά πόσο θα διατηρηθεί η εργασιακή ειρήνη στα μικρότερα δίκτυα πωλήσεων του κλάδου. Εδώ τα στελέχη της αγοράς εμφανίζονται προβληματισμένα μη αποκλείοντας το ενδεχόμενο αρνητικών εξελίξεων για τους εργαζόμενους. Μάλιστα, εκτιμούν ως πολύ πιθανό ορισμένες επιχειρήσεις, που σήμερα δεν διαθέτουν επιχειρησιακά σωματεία, να επιδιώξουν οι ίδιες επ’ ωφελεία τους τη συγκρότησή τους ακριβώς για να μπορέσουν οι διοικήσεις τους να διαπραγματευθούν με τους εκπροσώπους των εργαζομένων τις μειώσεις μισθών.

Τέτοιες εξελίξεις αναμένονται κυρίως στο δυναμικό των ομίλων αγορών μεσαίων και μικρών αλυσίδων. Βέβαια, οι αρνητικές συνέπειες από την ανατροπή της εργασιακής ειρήνης σε μια μικρή επιχείρηση, η οποία ασφυκτιά υπό την πίεση του ανταγωνισμού, της μειωμένης ρευστότητας, του αποκλεισμού της από τις τράπεζες και των γενικότερων δυσμενών οικονομικών συγκυριών, αξιολογούνται διαφορετικά. «Ίσως, δηλαδή, οι μικρότερες δυνάμεις της αγοράς να πρέπει, όσο σκληρό κι αν είναι αυτό, να πάρουν τελικά το ρίσκο της σύγκρουσής τους με τους εργαζόμενους», δηλώνει στο σελφ σέρβις παράγοντας της αγοράς.

Άφαντες οι αποζημιώσεις
Ο νέος νόμος εκτός από το προνόμιο της μείωσης των μισθών παρέχει στις επιχειρήσεις κι άλλες ευνοϊκές ρυθμίσεις, όπως για παράδειγμα το να απολύουν υπαλλήλους που απασχολούνται για διάστημα μικρότερο του ενός έτους, χωρίς αποζημίωση, ή το να καταβάλλουν αποζημίωση μόλις ενός μηνός για το δεύτερο χρόνο απασχόλησης.

Πάντως, τα στελέχη της αγοράς εκτιμούν ότι πολύ δύσκολα το οργανωμένο λιανεμπόριο θα κάνει χρήση και των δύο αυτών διατάξεων, διότι όπως υποστηρίζουν «το ζητούμενο δεν είναι μόνο το τι κερδίζεις από μια ανέξοδη απόλυση, αλλά και το τι χάνεις, αλλάζοντας συχνά τους υπαλλήλους σου». Όπως υποστηρίζουν, το κόστος εκπαίδευσης κάθε νέου υπαλλήλου είναι υψηλό, ενώ σημαντικό είναι το διάστημα που απαιτείται για την απόλυτη προσαρμογή του στις υποχρεώσεις της εκάστοτε θέσης εργασίας που αναλαμβάνει.

Εφόσον, λοιπόν, κάποια επιχείρηση προσανατολίζεται να προσλαμβάνει νέο προσωπικό, έχοντας προαποφασίσει την ανανέωσή του, μέσω απολύσεων, σε διάστημα ενός ή δύο ετών από την πρόσληψη, το πιθανότερο είναι ότι δεν θα φτάνει στο επιθυμητό αποτέλεσμα, την αύξηση της παραγωγικότητας. Προσθέτουν, επίσης, ότι ανάλογη πολιτική στον τομέα της εργασίας θα κάμψει και το ηθικό των εργαζομένων στα καταστήματα.

«Όσοι απασχολούνται στα δίκτυα θα αισθανθούν “αναλώσιμοι”, εφόσον αντιληφθούν ότι αντικαθίστανται γρήγορα κι ότι απολύονται χωρίς αποζημιώσεις», τονίζει στέλεχος του κλάδου, διευκρινίζοντας ότι «μπορεί σε ένα μεγάλο δίκτυο πωλήσεων να απασχολούνται από 3.000 έως 10.000 άτομα, στα καταστήματα όμως οι εργαζόμενοι αποτελούν ομάδες των 20 ή των 30 ατόμων και οι δεσμοί των ομάδων αυτών, όποιοι κι αν είναι, αν διασπαστούν, οδηγούν σε σημαντική κάμψη της παραγωγικότητας, πράγμα απολύτως ανεπιθύμητο σε πολύ κρίσιμες εποχές όπως η σημερινή, που καταβάλλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια να περιορίσουμε τις απώλειες στον τζίρο μας».

«Οι εργαζόμενοι στον κλάδο μας δεν βιδώνουν βίδες, δεν κλείνουν καπάκια όπως συμβαίνει στα εργοστάσια, αλλά προσφέρουν υπηρεσίες στον πελάτη. Οι εταιρείες οφείλουν να σταθμίσουν τον παράγοντα αυτόν και να διατηρούν το ηθικό των εργαζόμενων ακμαίο. Στην αντίθετη περίπτωση τα μηνύματα προς τον καταναλωτή θα είναι αρνητικά και την εποχή αυτή περιθώρια για ρίσκα τέτοιου είδους, δεν υπάρχουν», επισημαίνεται χαρακτηριστικά.


Δύο πλεονεκτήματα
Το νέο εργασιακό καθεστώς προσφέρει εμμέσως δύο ισχυρά «πλεονεκτήματα» στις αλυσίδες.

Πρώτον, να καταστούν περισσότερο απόλυτες και πιεστικές στις απαιτήσεις τους από τους εργαζόμενους, κυρίως όσους εισέρχονται από τώρα και στο εξής στην κλαδική αγορά εργασίας. Η απειλή της απόλυσης, που πλέον γίνεται πιο ορατή, καθώς απαλλάσσεται του κόστους, επιτρέπει στις αλυσίδες να απαιτούν περισσότερες και ποιοτικότερες υπηρεσίες από τον νέο υπάλληλο. Το κλίμα αλλάζει ανάλογα και για τους παλαιότερους, που ήδη διαπιστώνουν ότι οι εργοδότες τους άρχισαν να ανεβάζουν τον πήχη των προσδοκιών τους.

Δεύτερον, επεκτείνεται η περίοδος δοκιμής των υπαλλήλων στον έναν χρόνο από τους δύο μήνες, οπότε το «ξεκαθάρισμα» των νέων υπαλλήλων, ανάλογα με την απόδοσή τους, σε βάθος χρόνου και χωρίς κόστος γίνεται απόλυτο προνόμιο του εργοδότη, για τη βελτίωση των επιδόσεων του προσωπικού όλων των βαθμίδων κατά τις προσδοκίες του…

Η επέκταση των κεντρικών συμβάσεων
Όπως μας επισήμανε ένας από τους συνομιλητές μας, αναφερόμενος στο νέο νόμο, «με τις νέες ρυθμίσεις χάθηκε η ευκαιρία να αλλάξει το ισχύον καθεστώς, που αφορά στην υποχρεωτική επέκταση των συμβάσεων της ΓΣΕΒΕΕ, της ΕΣΕΕ και της Ομοσπονδίας Ιδιωτικών Υπαλλήλων Ελλάδας στις οργανωμένες αλυσίδες.

Είναι άδικο να διαπραγματεύεται η ΓΣΕΒΕΕ για λογαριασμό μας, όταν οι δέκα πρώτες εταιρείες του κλάδου μας απασχολούν κοντά στους 100.000 εργαζόμενους και η Συνομοσπονδία διαβουλεύεται κατά βάση για λογαριασμό των μικρών σημείων πώλησης, που u945 ανά μονάδα απασχολούν περιορισμένο αριθμό εργαζόμενων».

Πάντως, ουδείς ξεχνά ότι η διαπραγματευτική δύναμη του κλάδου έχει απολεσθεί απ’ όταν αποφασίστηκε η διάλυση του ΣΕΣΜΕ. Αυτό είχε ως συνέπεια τα σούπερ μάρκετ να συνεχίσουν να συμμετέχουν στις διαπραγματεύσεις για τις συλλογικές συμβάσεις με τη ΓΣΕΒΕΕ, την ΕΣΕΕ και την Ομοσπονδία Ιδιωτικών Υπαλλήλων, ως επιχειρηματικές μονάδες κι όχι συλλογικά, χάνοντας φυσικά και το δικαίωμα ψήφου.


Χρήστος Πούρης, γενικός διευθυντής ΕΛΕΤΑ
Ήταν λανθασμένη η πολιτική απόφαση του ΠΑΣΟΚ να προχωρήσει στην ψήφιση ενός πολύ σκληρού για τους εργαζόμενους νόμου. Με την εφαρμογή του θα υπερισχύσει ο παράγοντας «κόστος» κι όχι η υπεραξία της απασχόλησης. Είναι ξεκάθαρο ότι όταν ο εργαζόμενος δεν είναι ευχαριστημένος από τις αποδοχές του δεν προσφέρει το παραπάνω. Πρόκειται, λοιπόν, για πολιτική απόφαση, η οποία ανεξάρτητα από τον αν επιβάλλεται από το μνημόνιο, θα έχει εφήμερα αποτελέσματα. Εκτιμώ ότι θα υπάρξουν κυρίως μικρομεσαίες επιχειρήσεις που θα θελήσουν να εκμεταλλευθούν τις διατάξεις του νόμου εις βάρος των εργαζόμενων. Ελπίζω μόνο να μην είναι πολλές…
 
Αριστοτέλης Παντελιάδης, διευθύνων σύμβουλος Metro
Οι μεγάλες δυνάμεις του κλάδου μας δεν έχουν ουσιαστικούς λόγους να κάνουν χρήση των διατάξεων που προβλέπει ο νόμος για τις επιχειρησιακές συμβάσεις. Οι ισορροπίες μεταξύ εργαζομένων κι εργοδοτών στον κλάδο μας δεν πρέπει να διαταραχθούν. Τυχόν ανατροπές θα επιδράσουν αρνητικά και προς τις δύο πλευρές. Όταν, μάλιστα, η περίοδος που διατρέχουμε είναι κάτι περισσότερο από κρίσιμη, δεν μπορώ να εννοήσω πώς μια καλά οργανωμένη αλυσίδα έχει να κερδίσει, ανοίγοντας μέτωπο με τους εργαζόμενους.

Βασίλης Σταύρου, διευθυντής Ανθρώπινου Δυναμικού της ΑΒ Βασιλόπουλος
Οι αλυσίδες της οργανωμένης λιανικής είναι ανθρωποκεντρικές, οπότε πολύ δύσκολα ο νέος νόμος μπορεί να τύχει εφαρμογής στον κλάδο μας. Θυμίζω, εξάλλου, ότι οι αλυσίδες έχουν ήδη αντιμετωπίσει τον παράγοντα «εργασιακό κόστος» με επιτυχείς αλλαγές στις δομές τους, ενώ επιμένουν και στο κοινωνικό τους πρόσωπο, το οποίο υποστηρίζουν και μέσων των συμβάσεων εργασίας. Ας μη διαφεύγει κανενός ότι η τυχόν απαξίωση των μισθών όσων εργάζονται στα δίκτυα πωλήσεων θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στον κλαδικό τζίρο, αφού οι ίδιοι είναι πελάτες μας. Στην ΑΒ Βασιλόπουλος, για παράδειγμα, το 85% των υπαλλήλων μας είναι πελάτες της αλυσίδας!