Το πλεονέκτημα της νομισματικής σταθερότητας που δίνει στην οικονομία μας το ευρώ επαυξάνει τις απαιτήσεις από την εγχώρια αγορά για προσφορά πλήρως ανταγωνιστικών προϊόντων και υπηρεσιών. Η τυχόν εκδήλωση ανταγωνιστικής υστέρησης εκ μέρους των επιχειρήσεων -και της οικονομίας μας γενικότερα- θα πληρώνεται στο εξής με έκπτωση από τον ανοιχτό, πλέον, ευρωπαϊκό ανταγωνισμό και ως εκ τούτου με διόγκωση της ανεργίας.
Το 2000 ήταν μία ξεχωριστή χρονιά αφού η χώρα κατάφερε ως γνωστό να επιτύχει τα κριτήρια της ένταξής της στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση της Κοινότητας και στο ευρωνόμισμα.
Η πορεία της ελληνικής οικονομίας κρίνεται γενικά ως θετική, με ρυθμό ανάπτυξης, δηλαδή αύξησης του εγχώριου προϊόντος και των πραγματικών εισοδημάτων, που άγγιξε και ίσως ξεπέρασε τελικά το 4% και τον όγκο των λιανικών πωλήσεων (μετά την αφαίρεση των επιπτώσεων του πληθωρισμού) να κινείται με ρυθμό κοντά στο 5%.
Όλα αυτά όμως δεν σημαίνουν πως μπήκαμε σε μια εποχή ευημερίας. Αντίθετα, οι απαιτήσεις σε όλα τα επίπεδα- μακροοικονομικά και μικροοικονομικό- μεγαλώνουν. Η ελληνική οικονομία θα πρέπει να μειώσει σημαντικά την απόσταση που τη χωρίζει από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, τόσο σε συγκεκριμένα οικονομικά μεγέθη, όσο και σε στοιχεία που χαρακτηρίζουν το περιβάλλον οικονομικής ανάπτυξης αλλά και το βιοτικό μας επίπεδο σε ένα ευρύτερο πλαίσιο.
Ήδη από τις αρχές της τρέχουσας χρονιάς οι Έλληνες μετρούν πλέον τον πλούτο, τα εισοδήματα και τις δαπάνες τους σε ευρώ, ξεφεύγοντας οριστικά από την αβεβαιότητα της ασταθούς ισοτιμίας της δραχμής. Βέβαια, τώρα το ρόλο αυτό, δηλαδή του παράγοντα της αστάθειας, θα παίζει η ισοτιμία του ευρώ με το δολάριο και το γεν. Δεν είναι όμως το ίδιο να ανήκεις σε μία τόσο ευρεία ζώνη νομισματικής σταθερότητας με το να ανησυχείς καθημερινά αν θα υποτιμηθεί ή θα διολισθήσει η δραχμή με όλα συλλήβδην τα ξένα νομίσματα. Ας έλθουμε όμως και στο κόστος που πληρώνει και θα συνεχίσει να πληρώνει η χώρα εντασσόμενη στη νομισματική ζώνη του ευρώ, διότι τίποτε σ’ αυτό τον κόσμο (της οικονομίας) δεν χαρίζεται!
Να ξεκινήσουμε λοιπόν από το πρώτο και πλέον σημαντικό στοιχείο της εξέλιξης αυτής που δεν είναι άλλο από την εγκατάλειψη της άσκησης της νομισματικής πολιτικής από την Τράπεζα της Ελλάδος και την ανάθεση της δραστηριότητας αυτής στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Στο πλαίσιο αυτό, το πλέον σημαντικό στοιχείο ήταν η δυνατότητα της υποτίμησης του νομίσματος και η αυξομείωση των επιτοκίων. Η δυνατότητα αυτή δεν ήταν κάτι το αρνητικό για το σύνολο της ελληνικής οικονομίας, όπως θα δούμε και πιο κάτω. Σύμφωνα με μία άποψη, οι υποτιμήσεις του νομίσματος της χώρας, της δραχμής μας, ήταν το υπέρτατο κακό για την οικονομία. Δεν ήταν όμως έτσι για όλους. Για παράδειγμα οι εξαγωγείς ελληνικών προϊόντων έτριβαν τα χέρια τους από ευχαρίστηση κάθε φορά που η δραχμή είτε διολίσθησε είτε υποτιμήθηκε τα τελευταία χρόνια. Και βέβαια ο λόγος για τον οποίο οι εξαγωγείς επιθυμούσαν την υποτίμηση ήταν απλούστατα διότι κέρδιζαν έτσι περισσότερες δραχμές. Αν δούμε όμως λίγο πιο βαθιά την ιστορία αυτή θα αντιληφθούμε ότι από κάθε υποτίμηση της δραχμής δεν κέρδιζαν μόνο οι εξαγωγείς αλλά και οι παραγωγοί όλων των ελληνικών προϊόντων και των υπηρεσιών, από τα εργοστάσια και τα χωράφια μέχρι τα ξενοδοχεία και τις ταβέρνες. Και λέμε όλων των ελληνικών προϊόντων και των υπηρεσιών, διότι οι επιπτώσεις στο γενικό επίπεδο των τιμών μετά από κάθε υποτίμηση της δραχμής εξαπλώνονταν ταχύτατα σε όλη την οικονομία και το τελικό αποτέλεσμα ήταν να αυξάνονται όλες οι τιμές όλων των προϊόντων και των υπηρεσιών, εισαγόμενων ή εγχωρίως παραγόμενων. Βέβαια, οι καταναλωτές γίνονταν έτσι φτωχότεροι αλλά οι παραγωγοί γίνονταν κάπως πλουσιότεροι και εν πάση περιπτώσει αύξαναν τα κέρδη και άρα τις δυνατότητές τους να συνεχίσουν να παράγουν, να επενδύουν και να απασχολούν εργαζόμενους.
Το εμπόριο καταλύτης στις εξελίξεις
Όλα αυτά όμως τώρα πια είναι παρελθόν. Κάθε απώλεια ανταγωνιστικότητας και πληθωριστική έξαρση στην ελληνική οικονομία δεν θα μπορεί να μετατρέπεται πλέον σε υποτίμηση αλλά θα μεταφράζεται αμέσως σε αύξηση της ανεργίας. Και να πώς. Οι αυξήσεις των τιμών (που θα κατονομάζονται πλέον σε ευρώ) των ελληνικών προϊόντων, λόγω αύξησης του κόστους παραγωγής ή λόγω κακής οργάνωσης της παραγωγής ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο, θα τα θέτουν αυτόματα εκτός αγοράς και μαζί τους θα τίθενται εκτός αγοράς και οι επιχειρήσεις και οι εργαζόμενοι που τα παράγουν.
Δηλαδή οι παραγωγοί προϊόντων για να συνεχίσουν να είναι παρόντες στην αγορά και να συνεχίσουν να προσφέρουν θέσεις απασχόλησης θα πρέπει να μπορούν να ανταγωνισθούν σε επίπεδο τιμών -και φυσικά ποιότητας- επί ίσοις όροις τους συναδέλφους από τις άλλες έντεκα χώρες της Ευρωζώνης και όχι μόνο. Διότι τώρα πλέον το εμπόριο και οι συναλλαγές μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι εντελώς ελεύθερες και χωρίς καμία τελωνειακή ή αλλού είδους επιβάρυνση. Επιπλέον, η εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος θα διευκολύνει στον υπέρτατο βαθμό τις συναλλαγές αυτές και το εμπόριο μεταξύ των χωρών μελών της ευρωζώνης καθώς και με τον υπόλοιπο κόσμο. Οι διακινητές των προϊόντων θα υπολογίζουν πλέον μόνο το μεταφορικό κόστος στο εσωτερικό της Ένωσης. Κανένα άλλο κόστος δεν θα υπάρχει στις εμπορικές συναλλαγές με τις έντεκα υπόλοιπες χώρες που εφαρμόζουν το ευρωνόμισμα και φυσικά ούτε οι συναλλαγματικοί κίνδυνοι που επωμιζόταν παλιά το εμπόριο όταν αποφάσιζε να κάνει ανοίγματα σε άλλες χώρες. Με λίγα λόγια, το εμπόριο θα γίνει πραγματικός καταλύτης για την εμφάνιση και την εξάπλωση των επιπτώσεων από την εισαγωγή του ευρώ στην ελληνική οικονομία. Οι συναλλαγές λοιπόν του ελληνικού εμπορίου με τις άλλες χώρες της ευρωζώνης θα εξισώσουν πλήρως σε κάποια στιγμή τις τιμές πώλησης των προϊόντων. Και όχι μόνο αυτό. Με τον ίδιο τρόπο το ελληνικό λιανεμπόριο και εν πάση περιπτώσει οι λιανεμπορικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας και όσες θα έλθουν ακόμα θα εισαγάγουν και τις εμπορικές πρακτικές που χρησιμοποιούνται στις μεγάλες αγορές της βόρειας Ευρώπης και όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο. Και αυτό ισχύει όχι μόνο για τον κλάδο των τροφίμων αλλά και για όλα τα καταναλωτικά προϊόντα, ηλεκτρονικά, ενδύματα, υποδήματα κλπ.
Παράδεισος για καταναλωτές…κόλαση για τους Ελληνες παραγωγούς
Έτσι οι μεγάλοι οργανισμοί και οι επιχειρήσεις εμπορίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα ενοποιήσουν πραγματικά όλες τις αγορές των δώδεκα χωρών που συμμετέχουν στο ευρώ και αυτό μάλιστα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η ενοποίηση αυτή θα τους δώσει τη δυνατότητα να διακινούν τεράστιες ποσότητες προϊόντων που θα προέρχονται από τα πέρατα της γης. Παράλληλα, η τάση αυτή θα ενισχυθεί και από την απελευθέρωση των διεθνών αγορών στο πλαίσιο των συμφωνιών στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Εκεί θα απελευθερωθούν πλήρως και σύντομα όλες οι εισαγωγές βιομηχανικών προϊόντων και τροφίμων, με αποτέλεσμα οι Έλληνες παραγωγοί ενδυμάτων και τροφίμων αλλά και όλων των καταναλωτικών αγαθών να πρέπει να είναι σε θέση να ανταγωνισθούν του συναδέλφους τους στο Μεξικό, την Ινδία, τη Βραζιλία, την Κίνα κλπ.
Στις χώρες αυτές βέβαια οι χαμηλοί μισθοί, οι ανύπαρκτες ασφαλιστικές εισφορές αλλά και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις της παραγωγικής διαδικασίας επιτρέπουν την προσφορά πάμφθηνων προϊόντων, τα οποία τώρα θα εμφανίζονται στην ελληνική αγορά χωρίς καμία άλλη προϋπόθεση, αφού οι οργανισμοί και οι επιχειρήσεις του λιανεμπορίου θα διαθέτουν τα προϊόντα αυτά και στην Ελλάδα στις ίδιες τιμές όπως στη γερμανική και την ολλανδική για παράδειγμα αγορά. Ήδη οι προοπτικές αυτές διαφαίνονται από σήμερα στην ελληνική αγορά με την έλευση στη χώρα μας των μεγάλων αλυσίδων λιανεμπορίου όπως η MAKRO, η CARREFOUR, η LIDL, η DIA αλλά και η ZARA, η GLOU κλπ. Με λίγα λόγια οι μεγάλες λιανεμπορικές επιχειρήσεις και όμιλοι θα δημιουργήσουν και στην Ελλάδα ακριβώς τις ίδιες προϋποθέσεις διακίνησης αγαθών όπως και στις υπόλοιπες αγορές που δραστηριοποιούνται οι επιχειρήσεις αυτές. Το να εισέλθουν λοιπόν τα ελληνικά προϊόντα στα ράφια των λιανεμπορικών αυτών επιχειρήσεων θα είναι πλέον άθλος. Όσα ελληνικά προϊόντα μείνουν εκτός αυτού του καναλιού διανομής δεν θα έχουν εξασφαλισμένη την παρουσία τους στην αγορά μακροπρόθεσμα, ενώ βραχυπρόθεσμα θα περιορίζονται στις “άκρες” της. Παράλληλα, οι μεγάλες επιχειρήσεις λιανεμπορίου θα συνοδεύουν τις προσφορές τους προς τους καταναλωτές και με τραπεζική χρηματοδότηση ή άλλου είδους διευκολύνσεις, όπως προσωπικές κάρτες πελατών κλπ. Αυτό όμως μας φέρνει τώρα στον… θαυμαστό νέο κόσμο των τραπεζών.
Οι τράπεζες στην εποχή του ευρώ
Η σύνδεση του λιανεμπορίου με τον τραπεζικό τομέα θα γίνει με τόσο χαμηλό κόστος χρήματος και χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών που ελάχιστες ή ίσως και καμία ελληνική τράπεζα δεν θα είναι σε θέση να προσφέρουν. Έτσι τη σύνδεση αυτή θα αναλάβουν να προσφέρουν ξένες τράπεζες ή ελληνικές τράπεζες που έχουν όμως στρατηγικές συμμαχίες με τις ξένες. Ο τραπεζικός τομέας θα είναι λοιπόν ο επόμενος στη σειρά που θα έχει θεαματικές επιπτώσεις από την εισαγωγή του ευρώ. Και θα είναι ο αμέσως επόμενος κλάδος διότι κατά πρώτο λόγο θα προηγηθεί όπως είπαμε μέχρι τώρα το λιανεμπόριο στο να κάνει πιο εμφανείς τις συνέπειες από την εισαγωγή του ευρώ. Έτσι οι τράπεζες θα οδηγηθούν στις εξελίξεις που θα συμβούν στη λιανική αγορά από το εμπόριο. Γι΄ αυτό και πολλοί αναφέρουν ότι οι εξελίξεις στον τραπεζικό τομέα θα επιβραδύνουν για λίγο και ότι θα περάσουμε μία περίοδο με επιτόκια δραχμής σε δάνεια… ευρώ. Δηλαδή τα σημερινά δραχμικά δάνεια, για παράδειγμα τα καταναλωτικά, όταν θα μετατραπούν σε λίγους μήνες σε ευρώ δεν θα εκτοκίζονται και με μειωμένα επιτόκια ευρώ. Τα δραχμικά επιτόκια θα παραμείνουν λοιπόν ισχυρά για κάποιο διάστημα κυρίως στα καταναλωτικά δάνεια, ενώ οι καταθέσεις θα αποφέρουν πολύ πιο μειωμένες… ευρωαποδόσεις (Πίνακας 3). Η εξέλιξη αυτή και η δυνατότητα των τραπεζών να συνεχίσουν για κάποιο χρονικό διάστημα ακόμα να κερδίζουν περισσότερα οφείλεται στην έλλειψη ανταγωνισμού στην τραπεζική αγορά, όπου οι εξαγορές και οι συγχωνεύσεις έχουν μειώσει τον αριθμό των τραπεζών.
Παράλληλα, η έλευση των μεγάλων τραπεζικών ιδρυμάτων του εξωτερικού δεν φαίνεται να είναι άμεση και όταν θα επέλθει θα είναι είτε σε συνεργασία με τις ελληνικές τράπεζες είτε σε συνεργασία με τους μεγάλους οργανισμούς του λιανεμπορίου. Ήδη η συνεργασία της Eurobank με την Deutsche Bank είναι πρωτοπόρος στον τομέα αυτό. Αργότερα ακολούθησε εκείνη της Εμπορικής Τράπεζας με την Credit Agricole. Όσον αφορά στη συνεργασία των τραπεζών με το λιανεμπόριο η Eurobank εμφανίζεται πολύ δραστήρια με τη νέα κάρτα για τους μικρούς λιανοπωλητές και τα ανοίγματά της στα Εμπορικά Επιμελητήρια της επαρχίας. Στον τομέα αυτό θα δούμε όμως πολύ σύντομα μεγάλα βήματα με νέα προϊόντα, ιδιαίτερα στο μέτωπο των καρτών.
Περνώντας τέλος στις ευρύτερες εξελίξεις στην αγορά των επιτοκίων να πούμε ότι η τιμή του χρήματος θα περάσει μία περίεργη μεταβατική περίοδο, όπου κυρίως τα καταναλωτικά δάνεια θα συνεχίσουν όπως είπαμε και προηγουμένως να είναι ακριβά, ενώ οι αποδόσεις των καταθέσεων αλλά και εκείνες των ομολόγων του δημοσίου θα αποφέρουν σαφώς μειωμένες απολαβές για τους ενδιαφερομένους.
ΠΙΝΑΚΑΣ 2
Χρηματοδότηση από εμπορικές τράπεζες
(υπόλοιπα δανείων σε δισ. δρχ.)
———————————————————————
Προς το εμπόριο Προς καταναλωτές
———————————————————————
1999
Δεκέμβριος 3043,6 1251,4
2000
Ιανουάριος 3159,4 1268,0
Ιούνιος 3656,3 1391,7
Αύγουστος 3821,4 1530,3
Σεπτέμβριος 4001,2 1561,2
————————————————————————
Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδος
ΠΙΝΑΚΑΣ 3
Επιτόκια και πληθωρισμός (%)
————————————————————————-
Καταθέσεων Ταμ. Καταναλωτικά Δάνεια Πληθωρισμός
————————————————————————-
1999
ΙΙ 8,0 20,4 2,9
ΙΙΙ 8,0 20,4 2,0
ΙV 8,0 20,5 2,5
2000
Ι 7,0 19,6 2,9
ΙΙ 6,1 18,1 2,7
ΙΙΙ 5,3 15,5 2,9
————————————————————————–
Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδος
Προϋπολογισμός και δημόσια έσοδα
Στο πλαίσιο λοιπόν αυτό θα ωφεληθούν μόνο οι μεγάλοι χρεοφειλέτες όπως το δημόσιο και οι μεγάλες επιχειρήσεις, που θα δουν το κόστος εξυπηρέτησης των δανείων τους να μειώνεται κοντά στα επίπεδα του βασικού επιτοκίου του ευρώ, δηλαδή γύρω από το 4,75%. Το δημόσιο όμως περιμένει το 2001 και αύξηση των εσόδων του, που θα προέλθει κυρίως από την αύξηση της φοροδοτικής ικανότητας
των πολιτών και σε μικρότερο βαθμό και των επιχειρήσεων. Ο λόγος είναι απλούστατα ότι τα μεν εισοδήματα των εργαζομένων και των επαγγελματιών προβλέπεται να αυξηθούν φέτος τουλάχιστον κατά το μέγεθος της αύξησης του εθνικού εισοδήματος, δηλαδή 5% περίπου, ενώ τα κέρδη των επιχειρήσεων δεν είναι σίγουρο ότι θα κινηθούν συνολικά προς τα πάνω. Εν πάση περιπτώσει το υπουργείο των Οικονομικών περιμένει αύξηση φορολογικών εσόδων κατά 6% με 7%, που θα προέλθει κυρίως από την αύξηση των δηλωμένων εισοδημάτων φυσικών προσώπων φέτος και όχι από νέους φόρους. Μάλιστα, έχει ήδη ψηφισθεί στη Βουλή ο νέος φορολογικός νόμος που προβλέπει μείωση των συντελεστών φορολογίας τόσο των κερδών όσο και των συντελεστών φόρου εισοδήματος των φυσικών προσώπων κατά 2,5%. Οι νέοι όμως μειωμένοι συντελεστές φόρου αφορούν στα φετινά εισοδήματά μας και άρα οι μειώσεις των επιβαρύνσεων θα γίνουν αισθητές από το 2002, όταν θα υποβληθούν οι φορολογικές δηλώσεις γιά τα εισοδήματα του 2001. Μεγάλο ενδιαφέρον για τα δημόσια οικονομικά παρουσιάζει τέλος και το τρίτο Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, το κοινώς λεγόμενο Γ’ ΚΠΣ, συνολικού ύψους 16,5 τρισ. για το διάστημα έως το 2006. Ήδη το Μάρτιο αναμένεται και το πρώτο τρισεκατομμύριο από τα κοινοτικά ταμεία ως προκαταβολή για την
έναρξη των εργασιών που έπρεπε κανονικά να είχαν αρχίσει από… πέρυσι. Με αυτά και με αυτά οι σχέσεις των καθημερινών ανθρώπων με την εφορία δεν αναμένεται να χειροτερεύσουν στη διάρκεια του τρέχοντος έτους. Ήδη οι φορολογούμενοι έχουν καταβάλλει τα προηγούμενα χρόνια τον οβολό τους για την ένταξη στην ΟΝΕ.
Σειρά έχουν τώρα οι… εργαζόμενοι, αφού όπως είπαμε το ύψος της απασχόλησης θα θιγεί σίγουρα από την ενίσχυση του ανταγωνισμού, λόγω του ανοίγματος στις μεγάλες αγορές, που θα επέλθει με την εισαγωγή του ευρώ στην Ελλάδα. Πρώτη συνέπεια λοιπόν από την εισαγωγή του ευρώ θα είναι η αύξηση της ανεργίας, τάση που δυστυχώς έχουμε ήδη αντιληφθεί ότι υποσκάπτει τη χώρα.
Πολλοί οικονομικοί παράγοντες δεν ωφελήθηκαν από τις θετικές εξελίξεις σε επίπεδο εθνικής οικονομίας και αντίθετα είδαν τις δραστηριότητές τους να συρρικνώνονται, αφού συνεχίσθηκε και εντάθηκε και πέρυσι η διαδικασία εσωτερικής ανακατανομής της ζήτησης και ευρύτερα των οικονομικών δραστηριοτήτων. Ο κλάδος των τροφίμων είναι όμως μάλλον από τους κερδισμένους σε αυτή την εξέλιξη, δεδομένου ότι στη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του 2000, για το οποίο υπάρχουν τελικά στοιχεία, ο όγκος των συνολικών λιανικών πωλήσεων σε όλη την οικονομία αυξήθηκε με ρυθμό 5,8% και οι πωλήσεις τροφίμων κατέγραψαν αύξηση επίσης κατά 5,8%, σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για το τέλος του δευτέρου τριμήνου του 2000 (Πίνακας 1).
ΠΙΝΑΚΑΣ 1
Όγκος λιανικών πωλήσεων*
(Μεταβολή % σε σύγκριση με προηγούμενo έτος)
—————————————————————
Γεν. Δείκτης Τρόφιμα-Ποτά Ένδυση-Υπόδηση Οικιακός εξοπλισμός
—————————————————————
1999
Ι** 1,3 1,0 6,9 -0,2
ΙΙ 3,1 2,3 1,1 9,5
ΙΙΙ -1,1 -6,2 4,2 7,7
ΙV 4,3 -1,0 8,3 13,6
2000
Ι 4,9 2,5 6,7 11,0
ΙΙ 5,8 5,8 7,7 5,6
——————————————————————
ΠΗΓΗ: ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
*Μετά την αφαίρεση του αντίστοιχου πληθωρισμού
**Τρίμηνο