Κατά το δωδεκάμηνο Απρίλιος 2001-Μάρτιος 2002 πραγματοποιήθηκαν 13 συγχωνεύσεις και εξαγορές λιανεμπορικών επιχειρήσεων σε όλο τον κόσμο, ύψους 200 δισ. δολαρίων. Οι συνεργασίες αυτές είναι ως επί το πλείστον μικρής κλίμακας και δεν φτάνουν στα εντυπωσιακά μεγέθη που οδήγησαν σε αναδιάρθρωση του εμπορικού κόσμου στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Φαίνεται λοιπόν ότι η τάση για θεαματικές εξαγορές έχει αρχίσει σιγά-σιγά να φθίνει στις μέρες μας.
Κατά το δωδεκάμηνο Απριλίου 2001 – Μαρτίου 2002 πραγματοποιήθηκαν 13 συγχωνεύσεις και εξαγορές λιανεμπορικών επιχειρήσεων σε όλο τον κόσμο, που στοίχισαν 200 δισ. δολάρια. Οι συνεργασίες που πραγματοποιήθηκαν στο συγκεκριμένο διάστημα είναι ως επί το πλείστον μικρής κλίμακας και δεν φτάνουν στα εντυπωσιακά μεγέθη που οδήγησαν σε αναδιάρθρωση του εμπορίου στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Φαίνεται λοιπόν ότι η τάση για θεαματικές εξαγορές έχει αρχίσει σιγά-σιγά να φθίνει στις μέρες μας.
Εξαίρεση σε αυτόν το κανόνα αποτελεί η ολλανδική AHOLD, η οποία πρόσθεσε σημαντικά μερίδια στις επιχειρήσεις της στις ΗΠΑ, τόσο στις λιανεμπορικές όσο και σε εκείνες της μαζικής εστίασης. Μετά από την εξαγορά της PYA/MONARCH το 2000, ο όμιλος εξαγόρασε και την ALLIANT FOODSERVICE έναντι 2,2 δισ. δολαρίων, κατακτώντας έτσι τη δεύτερη θέση στον τομέα της μαζικής εστίασης στην Αμερική. Παράλληλα διεύρυνε το λιανεμπορικό της δίκτυο με την εξαγορά της BRUNO SUPERMARKETS, μιας εταιρείας που διέθετε 185 καταστήματα στα βορειοανατολικά της χώρας. Ο ολλανδικός κολοσσός επιχείρησε να επεκταθεί και στη Λατινική Αμερική παρά τις δυσμενείς οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν πέρυσι στην περιοχή. Μέσω μίας joint venture με την CSU δημιούργησε το μεγαλύτερο δίκτυο καταστημάτων στην κεντρική Αμερική, ενώ ενδυνάμωσε και τη θέση της θυγατρικής του BOMPREÇO στη Βραζιλία με την αγορά των 32 καταστημάτων της τοπικής αλυσίδας G. BARBOSA.
Παρ’ όλα αυτά οι περισσότερες λιανεμπορικές εταιρείες επικεντρώθηκαν στην οργανική τους ανάπτυξη ή στην αναδιοργάνωση των μονάδων που ήδη είχαν στην κατοχή τους. Πολλές από αυτές περιόρισαν τον αριθμό των καταστημάτων τους μετά από τα επενδυτικά ανοίγματα που είχαν κάνει τις προηγούμενες χρονιές. Η CARREFOUR πούλησε ένα μερίδιό της στην CORA ως αντιστάθμισμα στην προηγούμενη συγχώνευσή της με την PROMODÈS. Η αμερικανική ALBERTSONS πούλησε 80 από τα καταστήματα Osco Drug Stores, σε μία προσπάθεια να επαναφέρει την ισορροπία στις επιχειρήσεις της μετά από τη συγχώνευσή της με την ΑΜΕRICAN STORES το 1998.
Συνεργασίες μικρής κλίμακας με έμφαση στην ίδρυση νέων καταστημάτων
Όπως υποστηρίζουν ειδικοί αναλυτές του εμπορίου, οι λιανεμπορικές εταιρείες έχουν αρχίσει σταδιακά να απογοητεύονται από τις μεγάλες εξαγορές και συγχωνεύσεις και έχουν αντιληφθεί την πολυπλοκότητα και τη δυσκολία που ενέχουν οι διαδικασίες πλήρους ενσωμάτωσης των επιχειρήσεων που εξαγοράζουν στην δική τους εσωτερική δομή και λειτουργία. Οι μεγάλης κλίμακας συγχωνεύσεις, όποια μορφή και αν έχουν (είτε ακολουθούν το μοντέλο των joint ventures, στο οποίο διατηρούνται οι επωνυμίες και των δύο εταιρειών που συμπράττουν, είτε το μοντέλο στο οποίο διατηρείται μόνο η μία επωνυμία), ενέχουν τον κίνδυνο της αποτυχίας. Για το λόγο αυτό η τάση που αρχίζει σιγά-σιγά να επικρατεί σήμερα είναι η επιλογή μικρότερων και διαφορετικού τύπου συνεργασιών, όπως, για παράδειγμα, εκείνη μεταξύ της TESCO και της SAFEWAY, που καλύπτει μόνο τον τομέα του ηλεκτρονικού εμπορίου.
Στην Ευρώπη, όπως και στη βόρεια Αμερική, η συγκέντρωση του λιανεμπορίου μεγαλώνει διαρκώς, όχι όμως μέσω εξαγορών, αλλά κυρίως μέσω επενδύσεων σε καινούργια καταστήματα.
Οι επενδύσεις σε ξένα εδάφη συνεχίζονται
Στη Δύση οι μεγάλες πολυεθνικές, όπως η AHOLD, η CARREFOUR και η WAL-MART, δεν έχουν καταφέρει ακόμη να εισέλθουν σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες και φαίνεται ότι δεν θα το καταφέρουν όσο γρήγορα το επιθυμούν, τουλάχιστον μέσα στον επόμενο χρόνο, εξαιτίας της δυσκολίας –από πλευράς ανταγωνισμού– που κρύβουν αυτές οι κορεσμένες αγορές. Ωστόσο η πρόσφατη απόφαση της CASINO να αποκτήσει ένα μερίδιο της ολλανδικής LAURUS ίσως αποτελέσει την αρχή ενός νέου γύρου εξαγορών στις αγορές-κλειδιά της δυτικής Ευρώπης. Ως προς τις ανατολικές χώρες, οι κυρίαρχες λιανεμπορικές αλυσίδες στρέφουν την προσοχή τους προς τη Ρωσία, αφού στη διάρκεια της περασμένης δεκαετίας εξάντλησαν τις προσπάθειές τους στην Πολωνία, την Τσεχία και την Ουγγαρία.
Η Ασία φαίνεται ότι θα αποτελέσει ισχυρό πόλο έλξης για νέες εξαγορές τα επόμενα χρόνια, μετά από το άνοιγμα της κινεζικής αγοράς και τη γενική αναδιοργάνωση των εμπορικών δομών στην Ιαπωνία. Αμέσως μετά την είσοδο της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, πολυεθνικές όπως η CARREFOUR και η WAL-MART, αλλά και τοπικές αλυσίδες, όπως η LIANHUA και η WU-MART, ανακοίνωσαν τα σχέδιά τους για νέες επενδύσεις στη χώρα. Για το επόμενα 2-3 χρόνια αναμένονται σημαντικές εξελίξεις στην αγορά της Κίνας.
Στην Ιαπωνία από την άλλη πλευρά, η οικονομική δυσπραγία μερικών από τους παραδοσιακούς γίγαντες του λιανεμπορίου έχει ήδη οδηγήσει σε ορισμένες αξιοσημείωτες κινήσεις, με πιο χαρακτηριστική εκείνη της ΑΕΟΝ: ο όμιλος υπέγραψε πέρυσι συμφωνία συνεργασίας με τη χρεωκοπημένη MYCAL και πιο πρόσφατα εξαγόρασε περί τα 50 καταστήματα μίας άλλης χρεωκοπημένης εταιρείας, της KOTOBUKIYA. Και μολονότι οι συνολικές πωλήσεις των σούπερ μάρκετ της χώρας εξακολουθούν να είναι χαμηλές, μία μικρή αύξηση του όγκου πωλήσεων που σημειώθηκε τον τελευταίο καιρό –μετά από τέσσερα ολόκληρα χρόνια– υποδηλώνει ότι η προσπάθεια αναδόμησης του εμπορίου μπορεί τελικά να αποφέρει καρπούς. Κάτι τέτοιο θα άνοιγε το δρόμο σε όσους καταφέρουν να επιζήσουν (στην ΑΕΟΝ και την ITO-YOKADO, αλλά και στους τελευταίους «εισβολείς», την CARREFOUR, τη METRO και τη WAL-MART) και θα τους έδινε τη δυνατότητα να ενισχύσουν τη θέση τους.
Σε ολόκληρη την Ασία γενικότερα, πολυεθνικές όπως η WAL-MART, η AHOLD, η TESCO, η CARREFOUR και η DAIRY FARM είναι πιθανό να κάνουν μεγάλα βήματα, με επενδύσεις σε καταστήματα, μολονότι οι ισχύοντες απαγορευτικοί νόμοι για την ίδρυση μονάδων μεγάλου μεγέθους και για την είσοδο ξένων ιδιοκτητών δεν θα επιτρέψουν ρηξικέλευθες κινήσεις για το επόμενο έτος.