Το 2015, έρευνα της Mintel στις ΗΠΑ κατέγραψε την ιδιαίτερη σημασία που έχει η φήμη των επιχειρήσεων και η εικόνα τους στο πεδίο της ηθικής, ιδιαίτερα στην εποχή που οι καταναλωτές έχουν τη δυνατότητα να δημοσιοποιούν τα σχόλιά τους στα social media. Πάνω από τους μισούς ερωτηθέντες δήλωσαν στους ερευνητές πως σταμάτησαν να αγοράζουν προϊόντα εταιρειών οι οποίες, κατά τη γνώμη τους, ακολουθούν ανήθικες πρακτικές.

Η αντίδραση των πολιτών στις επιχειρηματικές δραστηριότητες και τις αποφάσεις που δεν συνάδουν με τις ηθικές τους αξίες, είναι δραστική: ένα μεγάλο τμήμα τους (το ένα τρίτο των ερωτηθέντων) αρνείται να αγοράσει κάποια προϊόντα, έστω και αν δεν υπάρχουν αντίστοιχα άλλης εταιρείας που θα μπορούσαν να καλύψουν την ίδια ανάγκη, ενώ σε ποσοστό 27% σταματούν να αγοράζουν ένα προϊόν, ακόμη και αν θεωρούν πως το ανταγωνιστικό του, το οποίο πλέον επιλέγουν, είναι χαμηλότερης ποιότητας.

Συνολικά, το 63% των καταναλωτών δήλωσαν στην εν λόγω έρευνα πως τα θέματα ηθικής γίνονται όλο και πιο σημαντικά για τους ίδιους, ενώ σε ποσοστό 29% απάντησαν θετικά στο ερώτημα εάν αξιοποιούν τις δυνατότητες των social media για να υποστηρίξουν επιχειρήσεις οι οποίες κατά τη γνώμη τους έχουν ηθική συμπεριφορά.

Ένα μεγάλο ποσοστό (52%), διατύπωσε την άποψη πως ο χαρακτηρισμός των προϊόντων ως «ηθικά» από το μάρκετινγκ των επιχειρήσεων είναι απλώς ένα τρόπος χειραγώγησής τους, ενώ το 49% θεωρεί πως οι επιχειρήσεις μπορεί να συμπεριφέρονται ηθικά σε έναν μόνο τομέα της δραστηριότητάς τους και την ίδια στιγμή να καταπατούν τους κανόνες της κοινωνικής ηθικής σε άλλους.

Παρά το γεγονός ότι η έννοια της εταιρικής ηθικής, της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης και της αειφόρου στρατηγικής συχνά συγχέονται, φαίνεται πως οι πολίτες μπορούν να σχηματίσουν μια αρκετά σαφή εικόνα για τη δράση κάθε επιχειρηματικού ή άλλου οργανισμού, του ιδιωτικού ή δημόσιου τομέα. Το κατά πόσο αυτή η εικόνα ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την εγκυρότητα των δεδομένων που λαμβάνουν οι πολίτες υπόψη, το πλήθος των προσωπικών τους εμπειριών, αλλά και από τις ηθικές αρχές που χαρακτηρίζουν τους ίδιους.

Πολλές κακές επιχειρηματικές πρακτικές έχουν έρθει τα τελευταία χρόνια στο προσκήνιο. Οι επιπτώσεις τους ταλαιπωρούν, μεταξύ άλλων, χιλιάδες εργαζόμενους, αλλά και άλλες επιχειρήσεις. Το ηθικό πλεονέκτημα που πασχίζουν για χρόνια να κερδίσουν σημαντικοί εταιρικοί οργανισμοί έναντι των ανταγωνιστών τους αμαυρώνεται, εντείνοντας την αμφισβήτηση εκ μέρους του κοινού σε κάθε ανακοίνωση καλών προθέσεων.

Όταν ένα οικοδόμημα καταρρέει, λόγω κακοδιαχείρισης, διαφθοράς στο εσωτερικό του ή ραγδαίων αλλαγών στο οικονομικό ή πολιτικό περιβάλλον, η ανήθικη πρακτική χάνει το ωραίο περίβλημα του μάρκετινγκ ή της λήθης –ιδιαίτερα στην περίπτωση επιχειρήσεων με μακρά ιστορική διαδρομή. Τότε είναι αργά για το σύνολο της κοινωνίας να εξετάσει τα αίτια και να προλάβει το ντόμινο των εξελίξεων.

Σε τελική ανάλυση, αυτό που αποδεικνύεται καθημερινά είναι πως η αντίδραση των πολιτών, με δημόσια διαμαρτυρία ή με άρνηση υποστήριξης των επιχειρήσεων που δεν ακολουθούν με συνέπεια τις αρχές που δηλώνουν ότι στηρίζουν τη δράση τους, παρά το γεγονός ότι δεν μπορεί να λύσει δια παντός το πρόβλημα, αποτελεί ένα ανάχωμα σε πρακτικές που δεν πλήττουν μόνο την οικονομία και την κοινωνία, αλλά και όσους προσπαθούν να ακολουθήσουν μια διαφορετική πορεία. Δυστυχώς, από τις σύγχρονες κοινωνίες λείπουν οι σοβαρές δομές αντίδρασης, ώστε να προλαμβάνονται φαινόμενα διαφθοράς πριν γίνουν τίτλοι σε δελτία ειδήσεων και πρωτοσέλιδα εφημερίδων.