Δεν τίθεται απλώς θέμα σταθεροποίησης της οικονομίας, αλλά διαμόρφωσης των προϋποθέσεων βιώσιμης ανάπτυξής της, μετά τις μακροχρόνιες πολιτικές της εσωτερικής υποτίμησης, που την καταρράκωσαν. Η ευρεία επενδυτική δραστηριότητα που χρειάζεται ο τόπος, θα υπάρξει μόνον εφόσον επιστρέψουν οι αποταμιεύσεις στις τράπεζες. Αν δεν επιλυθεί το πρόβλημα της ρευστότητας των επιχειρήσεων, δεν θα έχουμε ποτέ υγιή επιχειρηματικότητα, προειδοποιεί κ. Διονύσης Γράβαρης, καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ.

Σύμφωνα με τον κ. Διονύση Γράβαρη, «τα ως σήμερα στοιχεία δείχνουν σαφή σημάδια μακροοικονομικής σταθερότητας και ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας. Η σταθερότητα οφείλεται στο ότι τα μεγέθη των περίφημων «δίδυμων ελλειμμάτων» δεν είναι πια τόσο μεγάλα όσο άλλοτε, παρότι οι σχετικοί δείκτες δεν απηχούν κάτι περισσότερο από μια ένδειξη για τη μακροοικονομική και δημοσιονομική κατάσταση. Άλλωστε, η Ελλάδα αφενός παραμένει μια υπερχρεωμένη χώρα κι αυτό θα μας ταλαιπωρεί ως το 2060 και αφετέρου, μεσοπρόθεσμα, ως το 2022 υποχρεούται να παράγει υψηλά δημοσιονομικά πλεονάσματα, πράγμα που σημαίνει την αφαίρεση πόρων άνω των 30 δισ. ευρώ από την αγορά, ενόσω και η ανεργία, αποκλιμακούμενη μεν, παραμένει τυραννικά υψηλότατη.

Αυτό που έχει ενδιαφέρον ως προς τη βιωσιμότητα ή μη της οικονομικής ανάπτυξης είναι οι πηγές της. Το 2018 αυτές, λοιπόν, ήταν λίγο η αύξηση της εγχώριας κατανάλωσης και πολύ περισσότερο η ενίσχυση των εξαγωγών και δη με προοπτικές ανόδου. Ωστόσο, οι εξαγωγές σημαίνουν την εξάρτηση από αγορές που ούτε ελέγχουμε ούτε ξέρουμε τις διακυμάνσεις τους, ενόσω η στήριξη σε αυτές απαιτεί το εξαγόμενο προϊόν να είναι ενταγμένο οργανικά στις αγορές προορισμού. Συνεπώς η αναζήτηση διεξόδου στη διεθνή ζήτηση, λόγω συμπίεσης της εγχώριας, ενισχύει μεν την εξωστρέφεια, αλλά πρόκειται για κάτι τόσο ασταθές, ώστε δεν συνιστά μακροπρόθεσμα λύση βιωσιμότητας. Υπό αυτούς τους όρους δεν τίθεται απλώς θέμα σταθεροποίησης της οικονομίας και αντι-υφεσιακής λειτουργίας της, αλλά διαμόρφωσης των προϋποθέσεων βιώσιμης ανάπτυξής της, η οποία ως πολύπλευρο και σύνθετο φαινόμενο, βέβαια, «δεν διατάσσεται». Είναι ευρύτερα γνωστές, στο πλαίσιο των σχετικών προτάσεων, οι θέσεις άλλων φορέων, όπως λ.χ. τα περί ευελιξίας της αγοράς εργασίας, μείωσης της φορολογίας κ.ά. Όλα αυτά διαμορφώνουν μεν ένα ευνοϊκό περιβάλλον για τις επιχειρήσεις, αλλά δεν δημιουργούν προϋποθέσεις βιωσιμότητας της ανάπτυξης. Σχετικά η συζήτηση των δόκιμων προτεραιοτήτων προϋποθέτει τη διάγνωση της κατάστασης της οικονομίας μας ανά κλάδο μετά τις μακροχρόνιες πολιτικές της εσωτερικής υποτίμησης, η οποία ευθύνεται για τα βαθιά τραύματα στην οικονομία και την κοινωνία. Τα πλήγματά τους, λοιπόν, δεν είχαν ομοιόμορφες επιπτώσεις στους διαφορετικούς κλάδους της οικονομίας. Άλλοι καταστράφηκαν, άλλοι αναδιαρθρώνονται αναγκαστικά προκειμένου να ανακάμψουν, ενώ στα διαρθρωτικά προβλήματα που προϋπήρχαν έχουν προστεθεί νέα».

Επιχειρήσεις «καθαυτές» και «οιονεί μισθωτής απασχόλησης»

    σελφ σέρβις: Πώς εξελίσσονται σήμερα, λοιπόν, σε αδρές γραμμές τα πράγματα ανά μείζονα οικονομικό κλάδο δραστηριότητας της μικρομεσαίας, μικρής και πολύ μικρής επιχείρησης;

Διονύσης Γράβαρης: Καταρχάς οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, όπως και οι μεγάλες άλλωστε, δεν είναι κάτι το ομοιογενές. Για την περιγραφή των δραστηριοτήτων τους χρησιμοποιούνται συνήθως δυο βάρβαροι όροι, η «επιχειρηματικότητα ανάγκης» κι η «επιχειρηματικότητα ευκαιρίας». Για λόγους ακρίβειας χρησιμοποιώ προς αντικατάστασή τους τούς όρους «επιχειρηματικότητα καθεαυτήν», που παραπέμπει στο χαρακτήρα της κλασικής επιχειρηματικής δραστηριότητας, και «οιονεί μισθωτή απασχόληση», εφόσον η επιδίωξη του αυτοαπασχολούμενου μικροεπιχειρηματία δεν είναι η αύξηση του κέρδους, αλλά το μεροκάματο, ο βιοπορισμός. Κι είναι φανερό πως η στοιχειώδης πρόνοια ανάπτυξης με κοινωνική συνοχή απαιτεί τη διαφορετική αντιμετώπιση των δύο όψεων επιχειρηματικής δραστηριότητας.

Συχνά ακούγεται ότι η οιονεί μισθωτή απασχόληση δεν είναι παραγωγική, πράγμα αληθές σε μεγάλο βαθμό πλην, όμως, δεν αναιρείται η πραγματικότητά της σε πλείστες πτυχές της κοινωνικής συνοχής. Το επιβεβαιώνει, άλλωστε, η μεγαλύτερη σε γενικές γραμμές ανθεκτικότητά της στις επιπτώσεις της εσωτερικής υποτίμησης, κυρίως στην πρώτη φάση της, έναντι πολλών από τις επιχειρήσεις καθαυτές, οι οποίες αντιμετώπισαν περισσότερα προβλήματα, ακριβώς λόγω της διαφοράς των επιδιώξεων και προσδοκιών τους από την προσδοκία βιοπορισμού.

Αγροδιατροφή, κατασκευές, μεταποίηση, εμπόριο
Από το 2014 προστέθηκαν άλλες 400.000 επιχειρήσεις στο μικρομεσαίο και μικρό επιχειρηματικό δυναμικό της χώρας αφ’ ης στιγμής οι αγρότες εγγράφονται πλέον ως επιχειρηματίες. Γι’ αυτήν την κατηγορία των επιχειρήσεων ξέρουμε ακόμα πολύ λίγα. Όμως, μπορούν να συνεισφέρουν σημαντικά στην ανάκαμψη της οικονομίας, με συμβολή όχι μόνο στις εξαγωγές αλλά και στην υποκατάσταση των εισαγωγών –υπό την έννοια ότι κάποια αγροτικά είδη, που εισάγονται φθηνότερα απ’ όσο τα παράγουν εγχωρίως, μπορούν να αναβαθμίσουν την παραγωγή τους, ώστε να τα εξάγουν ακριβότερα, οπότε να επιτυγχάνεται έτσι μια έξυπνη υποκατάσταση των εξαγωγών.

Ο κλάδος των κατασκευών είναι από αυτούς που καταστράφηκαν. Βέβαια, επειδή το κτιριακό απόθεμα είναι τεράστιο, κυρίως το 2017 υπήρξε μια αύξηση των επενδύσεων στην αγορά ακινήτων. Σήμερα, ενώ σε άλλους κλάδους εμφανίζονται τάσεις συγκεντροποίησης –αποτυπωμένες στη μείωση των εργοδοτών, την ακόμα μεγαλύτερη μείωση των αυτοαπασχολουμένων και την αναλογικά πολύ μεγάλη αύξηση των μισθωτών–, στις κατασκευές η τάση της αυτοαπασχόλησης εμφανίζει αύξηση και δη με πολλές περιπτώσεις αδήλωτης ή υποδηλωμένης επιχειρηματικής δραστηριότητας. Στη μεταποίηση διαπιστώνονται διαδικασίες αναδιάρθρωσης στους επιμέρους κλάδους, οφειλόμενες τόσο στις νέες επιχειρήσεις όσο και στην αναδιάρθρωση παλαιότερων, οπότε τα μηνύματα είναι θετικά, αν και ακόμα είναι σημειακά. Στο εμπόριο, που είναι ένας μεγάλος κλάδος της οικονομίας και εντέλει η βιτρίνα της, δραστηριοποιείται ένα πλήθος μικρών επιχειρήσεων και αρκετές μεγάλες. Αλλά, ενώ οι δείκτες σε άλλους τομείς δείχνουν κάποια σχετική βελτίωση, τα πράγματα ειδικά για τις μικρομεσαίες και μικρές εμπορικές επιχειρήσεις δεν αφήνουν περιθώρια για θετικές προσδοκίες, μολονότι πάνε καλύτερα σε σχέση με το παρελθόν. Ένας από τους βασικούς λόγους είναι ότι επιβιώνουν σε ένα όλο και περισσότερο ολιγοπωλιακό περιβάλλον, όπου το πρόβλημα δεν είναι ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις κατέχουν το μείζον μερίδιο της αγοράς, αλλά ότι ενίοτε το επεκτείνουν με όρους προνομίων, με την προαστική σημασία της έννοιας προνόμιο, μέσω λ.χ. των άτυπων αδειοδοτήσεων από το κράτος (βλέπε περίπτωση Mall) κ.ά. Μάλιστα η ολιγοπώληση της αγοράς έχει και γεωγραφικά χαρακτηριστικά στον αστικό χώρο υπό την έννοια ότι το οικονομικό κέντρο της πόλης αφαιμάσσει τις συνοικίες, οι υπερτοπικές αγορές εκείνες των γειτονικών περιοχών κοκ. Μια από τις σημαντικές προκλήσεις για το εμπόριο είναι εκείνη της ψηφιακής οικονομίας, με τις πλατφόρμες των ηλεκτρονικών πωλήσεων, οι οποίες τρόπον τινά συγκροτούν ένα γιγαντιαίο ηλεκτρονικό εμπορικό κέντρο, όπου πας μη συμμετέχων έμπορος θα είναι ξοφλημένος. Το φαινόμενο ασφαλώς θα εντείνει τις τάσεις της συγκεντροποίησης των εμπορικών δραστηριοτήτων».


Κουλτούρα συνεργασίας και εναλλακτική επιχειρηματικότητα

    σ. σ.: Υπάρχουν αντίδοτα για την ανταγωνιστική επιβίωση της μικρομεσαίας και πολύ μικρής, κυρίως εμπορικής, δραστηριότητας;

Δ. Γ.: Βεβαίως, και βρίσκονται στη συνεργασία τους. Αλλά δυστυχώς δεν υπάρχει παιδεία και κουλτούρα συνεργασίας –όχι μόνο σε αυτές, αλλά σε όλες εν γένει τις οικογενειακές επιχειρήσεις στενού επιχειρηματικού ορίζοντα, εμπορικές ή μεταποιητικές, ένα έλλειμμα για το οποίο τόσο οι φορείς τους όσο και η πολιτεία έχουν ευθύνες, διότι η σχετική κουλτούρα χωρίς την καλλιέργειά της δεν εμπεδώνεται. Ήδη από το 2009 γίνεται λόγος για τα clusters και τις συστάσεις επιχειρήσεων ή την περίφημη κοινωνική οικονομία, η οποία έχει περισσότερες διαστάσεις από τη λεγόμενη αλληλέγγυα οικονομία. Στο πλαίσιό τους, κάλλιστα μπορούν πολλές από τις επιχειρήσεις οιονεί μισθωτής απασχόλησης να λειτουργήσουν αποδοτικά. Όμως, δυσκολίες υπάρχουν και από θεσμική άποψη. Για παράδειγμα, η πρόθεση συνέργειας έξι μεταποιητών της Θεσσαλονίκης στον τομέα των logistics κόλλησε στα κενά της δημοσιονομικής νομοθεσίας, καθώς ηγέρθη η απαίτηση κάποιος από αυτούς να έχει το ΑΦΜ του κοινού αποθηκευτικού χώρου. Η νομοθεσία μας, βλέπετε, λειτουργεί με αδράνειες, κληρονομώντας στην επόμενη γενιά ένα καθεστώς, που υπό τις ισχύουσες συνθήκες είναι αίτιο διαρθρωτικών προβλημάτων, με ρυθμίσεις αγκυλωτικές για την επιχειρηματική δραστηριότητα.

Κλειδί για την ανάπτυξη η αποκατάσταση των τραπεζικών λειτουργιών

    σ. σ.: Μπορεί να εξελιχτεί επενδυτικά η μικρομεσαία και μικρή επιχειρηματικότητα υπό συνθήκες αποκλεισμού της από τον τραπεζικό δανεισμό;

Δ. Γ.: Όπως δείχνουν οι έρευνές μας, οι μικρομεσαίοι και μικροί επιχειρηματίες, που κάνουν σήμερα επενδύσεις (σχετικά τη μερίδα του λέοντος την έχουν οι μικρές επιχειρήσεις στον τομέα γενικά του επισιτισμού), είναι σαφώς περισσότεροι εκείνων που δεν κάνουν, ενώ μερικά χρόνια πριν ήταν ολοφάνερες οι τάσεις αποεπένδυσης. Ωστόσο, το ότι οι επενδύσεις αυτές είναι αυτοχρηματοδοτούμενες, δηλαδή ότι ο μικρός επιχειρηματίας τις κάνει εκ των ενόντων, ανεξαρτήτως των πηγών πορισμού του, εφόσον είναι αποκλεισμένος από την τραπεζική χρηματοδότηση, συνιστά μείζον πρόβλημα. Η ευρεία για την οικονομική ανάπτυξη επενδυτική δραστηριότητα, που χρειάζεται ο τόπος, θα υπάρξει μόνον εφόσον επιστρέψουν οι αποταμιεύσεις στις τράπεζες, ώστε να παίξουν το ρόλο τους. Οι κακές σχέσεις με το τραπεζικό σύστημα οφείλονται ασφαλώς στο ότι οι τράπεζες βγαίνουν κι αυτές τραυματισμένες από την πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης, ανεξαρτήτως των ευθυνών τους –αν και κανείς δεν ξεχνά ότι το μεγαλύτερο μέρος των δανείων της χώρας στη μνημονιακή περίοδο δόθηκαν για την εξασφάλιση της κεφαλαιακής τους επάρκειας, δηλαδή ότι ο Έλληνας φορολογούμενος πλήρωσε και θα πληρώνει επί μακρόν τις ζημιές τους. Η έρευνα της Εθνικής Τράπεζας για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ως τέτοιες εκλαμβάνει όσες έχουν ετήσιο τζίρο 1,5 εκατ. ευρώ) δείχνει ότι οι περισσότερες είναι εκτός δανεισμού. Αυτό σημαίνει ότι κάποιος που χρειάζεται ένα δάνειο μερικών χιλιάδων ευρώ, λ.χ. για κεφάλαιο κίνησης, όπως συμβαίνει με πολλές χιλιάδες μικρούς επιχειρηματίες, αποκλείεται και μόνον γιατί τα χιλιάδες μικρά τέτοια δάνεια έχουν υψηλό λειτουργικό κόστος για την τράπεζα –κατά βάση τη συστημική–, η οποία γι’ αυτό προτιμά τους λίγους μεγάλους πελάτες. Από την άλλη πλευρά, όμως, σε πολλές περιπτώσεις ούτε οι μικρές επιχειρήσεις έχουν τα εχέγγυα που ζητούν οι τράπεζες. Και πώς να τα έχουν, όταν, για παράδειγμα, βάσει των στοιχείων του Υπουργείου Οικονομικών, το 2016 περίπου κατά το 80% οι ατομικές επιχειρήσεις δήλωσαν ετήσιο εισόδημα 3.000 ευρώ; Τούτο ασφαλώς δημιουργεί προβληματισμό και για το όποιο, μικρό ή μεγάλο, μέγεθος φοροδιαφυγής –έστω κι αν πρόκειται για το πιο εμφανές κομμάτι της και γι’ αυτό το επικοινωνιακά αξιοποιήσιμο στην επίκρισή της. Συνεπώς προβλήματα διαπιστώνονται και με την προσφορά και με τη ζήτηση χρήματος.

Ιδέες για εναλλακτικά χρηματοδοτικά εργαλεία

    σ. σ.: Υπάρχουν εναλλακτικοί τρόποι υπέρβασης του προβλήματος;

Δ. Γ.: Εναλλακτικά χρηματοδοτικά εργαλεία υπάρχουν κι αν δεν είναι επαρκή, πρέπει να επινοηθούν νέα. Γιατί, αν δεν επιλυθεί το πρόβλημα της ρευστότητας των επιχειρήσεων, δεν θα έχουμε ποτέ υγιή επιχειρηματικότητα και διότι η υγιής επιχείρηση δεν μπορεί να εννοηθεί χωρίς δάνειο, είτε επενδυτικό είτε κεφαλαίου κίνησης. Χρειάζονται τολμηρά βήματα, έστω κι αν θέλουν το χρόνο τους να ολοκληρωθούν. Π.χ. η εμπειρία των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, αναφορικά με την εξασφάλιση κεφαλαίου κίνησης μέσω της άτυπης μεταξύ τους χρηματοπιστωτικής λειτουργίας, δηλαδή των μεταχρονολογημένων επιταγών, δίνει την ιδέα για την εξής δόκιμη λύση: Οι συνεταιριστικές τράπεζες, λειτουργώντας μηχανισμούς αποτίμησης της πιστοληπτικής ικανότητας των τοπικών επιχειρήσεων, μπορούν να προεξοφλούν τα τιμολόγιά τους, εξασφαλίζοντάς τους το κεφάλαιο κίνησης. Χρειάζεται, δηλαδή, να σκεφτόμαστε πέραν της πεπατημένης, τουλάχιστον για όσο ούτε ο μικρός επιχειρηματίας κάνει για τη συστημική τράπεζα ούτε αυτή γι’ αυτόν.

Μια άλλη ιδέα είναι το κράτος, φορολογώντας το μικρό επιχειρηματία, να καταθέτει ένα μέρος των φόρων του σ’ ένα Αναπτυξιακό Ταμείο, και έναντι αυτού να του δίνει μια μη μεταβιβάσιμη μετοχή. Εφόσον το κεφάλαιο του Ταμείου ωριμάσει και μοχλευτεί, θα μπορούν τόσο αυτός να αξιώνει την απόδοση της μετοχής σου, αντλώντας πόρους για την επιχείρησή του, όσο και το κράτος, π.χ. για να του αναβαθμίσει τον περιβάλλοντα χώρο εξωτερικά της βιτρίνας του, εντάσσοντάς τον, έτσι, σ’ ένα ολοκληρωμένο αναπτυξιακό πρόγραμμα και βοηθώντας τον να διευρύνει τον επιχειρηματικό του ορίζοντα. Η υλοποίηση μιας τέτοιας ιδέας απαιτεί τεχνογνωσία κι έχει τη δυσκολία της, αλλά αξίζει να απασχολήσει τη δημόσια συζήτηση. Εντέλει είναι πιο χρήσιμη από τη λύση του Επαγγελματικού Ασφαλιστικού Ταμείου, που προτάσσουν οι κοινωνικοί εταίροι, ακριβώς διότι στη φάση της ανάκαμψης εκείνο που χρειάζεται είναι η δημιουργία αναπτυξιακών δομών.