Τι συμβαίνει με τη διάρθρωση των τιμών στα προϊόντα ευρείας κατανάλωσης και «αρνούνται» ν’ ακολουθήσουν την τροχιά της «εσωτερικής υποτίμησης»; Με αυτή την ερώτηση ανοίξαμε τη συζήτηση με τον κ. Διονύση Γράβαρη, πανεπιστημιακό καθηγητή και επιστημονικό διευθυντή του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ, ο οποίος, ως εκ των συνομιλητών των επικεφαλής της τρόικας, κλήθηκε, στο πλαίσιο συνάντησής τους με αντιπροσωπεία της ΓΣΕΒΕΕ, να τους πει σχετικά τις σκέψεις του...
Ενώ, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η μείωση των πωλήσεων στα είδη του σούπερ μάρκετ είναι μεγάλη, οι τιμές τους «αντιστέκονται». Η πτώση τους είναι δυσανάλογα μικρή ή ανεπαίσθητη. Δεν προσαρμόζονται στη ζήτηση. «Συνεπώς, ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης δεν λειτουργεί κατά τις προσδοκίες των διαμορφωτών της πολιτικής τής εσωτερικής υποτίμησης», διαπιστώνει ο συνομιλητής μας, επισημαίνοντας:
«Όμως στη χώρα μας ουδέποτε υπήρξαν οι συστηματικές μελέτες, που θα μας πληροφορούσαν πώς διαμορφώνονται οι τιμές στην κάθε επιμέρους αγορά (δηλ. ποια είναι η διάρθρωση του κόστους ενός προϊόντος, πώς συναρτάται η τιμή με το μερίδιο αγοράς του, με ποια διακύμανση κοκ), ώστε να γνωρίζουμε σήμερα τι ακριβώς συμβαίνει και δεν πέφτουν οι τιμές, κυρίως στις κοινωνικά κρίσιμες αγορές αγαθών, όπως τα είδη πρώτης ανάγκης. Επί της ουσίας, η προβληματική λειτουργία του ανταγωνισμού απλώς διαπιστώνεται –στην καλύτερη περίπτωση, μέσω τιμοληψιών».
Ολιγοπωλιακή διάρθρωση
σελφ σέρβις: Ωστόσο, κάποιες από τις αιτίες του προβλήματος στη γενικότητά του είναι από την πρώτη ματιά αντιληπτές.
Διονύσης Γράβαρης: Ναι, είναι ευδιάκριτο και χωρίς ειδικές αναλύσεις πως το θεμελιώδες στοιχείο της προβληματικότητας του ανταγωνισμού στην αγορά μας είναι η ολιγοπωλιακή διάρθρωση πολλών επιμέρους αγορών. Πράγματι, όταν υπάρχουν αγορές προϊόντων που κυριαρχούνται από δυο-τρεις προμηθευτές, με μερίδια που υπερβαίνουν σε κάποιες περιπτώσεις το 90%, η άσκηση μονομερούς ελέγχου των τιμών από αυτούς, ιδίως όταν αναφέρονται σε προϊόντα ανελαστικών αναγκών, είναι από λογικά αναμενόμενη μέχρι δεδομένη.
Εν προκειμένω, δεν τίθεται κατ’ ανάγκην θέμα «παράνομων πρακτικών», ελέγξιμων πχ στο πλαίσιο των παρεμβάσεων της Επιτροπής Ανταγωνισμού, αλλά απλώς μιας αντικειμενικής πραγματικότητας, για το περιεχόμενο της οποίας η αντιμονοπωλιακή νομοθεσία της ΕΕ δεν προβλέπει κάποιου είδους ρύθμιση. Απεναντίας, ο αποκλεισμός των κρατικών αρχών από κάθε έλεγχο των τιμών, όπως επιτάσσει η ευρωπαϊκή νομοθεσία, δημιουργεί το παράδοξο ο ανταγωνισμός των τιμών να επαφίεται εντέλει στους έχοντες την ισχύ να καθιστούν εξ αντικειμένου ανενεργό ον γενικό νόμο, που θεωρητικά διέπει τον ανταγωνισμό: αυτόν της προσφοράς και της ζήτησης!
«Τριγωνικές συναλλαγές» και κρατική ακρίβεια
Ένα δεύτερο διαπιστωμένο στοιχείο της προβληματικότητας του ανταγωνισμού των τιμών στην αγορά μας αναφέρεται στο τέχνασμα των υπερτιμολογήσεων, μέσω των περίφημων «τριγωνικών συναλλαγών». Σχετικά, οι μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις προβάλουν την εξής αιτιολόγηση: «Επειδή η αγορά σας είναι μικρή, ακόμα κι αν ελέγχω το μείζον μερίδιο σε αυτήν, το να δουλεύω με τις συνήθεις (για άλλες πολυπληθείς αγορές) τιμές μου δεν δικαιολογεί το γενικό κόστος της δραστηριότητάς μου στη χώρα σας. Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, σας πουλώ συγκριτικά ακριβότερα». Ενισχυτικά προς αυτό επικαλούνται, μεταξύ άλλων, τις ιδιαιτερότητες της διανομής στη χώρα μας εξαιτίας του γεωφυσικού της ανάγλυφου, που ανεβάζει το κόστος των logistics και συνεπώς των τιμών λιανικής κλπ.
Έστω ότι παρακάμπτει κάποιος τα περί υψηλού μεταφορικού κόστους ως κοινής παραμέτρου κόστους μεταξύ όλων των ανταγωνιστών –αν και γενικά από μόνο του το μεταφορικό κόστος δεν επηρεάζει έντονα το συνολικό κόστος–, μπορεί, άραγε, να αγνοήσει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα των πολυεθνικών επιχειρήσεων, που ελέγχουν σε μεγάλο βαθμό με τα προϊόντα τους το ράφι τού σούπερ μάρκετ, έναντι των ελληνικών; Φυσικά, όχι.
Στο πλαίσιο αυτό, είναι σίγουρο πχ πως το χαμηλότερο κόστος της χρηματοδότησης που απολαμβάνουν οι θυγατρικές των πολυεθνικών, διευκολυνόμενες από τις μητρικές τους –όταν το αντίστοιχο κόστος για τις ελληνικές εταιρείες κατέληξε να τείνει στο άπειρο, ενώ δεν λειτουργεί πια ούτε το άτυπο χρηματοπιστωτικό σύστημα μεταξύ επιχειρήσεων (οι μεταχρονολογημένες επιταγές)–, ευνοεί επί τα χείρω την ολιγοπωλιακή διάρθρωση της αγοράς, με τις γνωστές συνέπειες.
Στην ίδια κατεύθυνση συνηγορεί, εξάλλου, το συμπέρασμα από τη σύγκρισή τους με τις ελληνικές επιχειρήσεις σε ό,τι αφορά τις οικονομίες κλίμακος στις πρώτες ύλες ή στις αποσβέσεις του μηχανολογικού εξοπλισμού κοκ, που πετυχαίνουν οι πολυεθνικές επιχειρήσεις…Πάντως, ο πλέον προφανής παράγων επιβάρυνσης των τιμών στην τριετή περίοδο εφαρμογής των πολιτικών της εσωτερικής υποτίμησης είναι η υπέρογκη αύξηση του λειτουργικού κόστους των επιχειρήσεων εξαιτίας της «κρατικής ακρίβειας», δηλαδή της αύξησης του κόστους των τιμολογίων ενέργειας και των έμμεσων φόρων, που δηιουργούν πληθωριστικές τάσεις.
Οι διεθνείς τιμές των πρώτων υλών
σελφ σέρβις: Η διεθνής άνοδος των τιμών στις πρώτες ύλες ανήκει ή όχι στους προφανείς παράγοντες επιβάρυνσης των τιμών λιανικής;
Διονύσης Γράβαρης: Ασφαλώς δεν μπορεί να αγνοηθεί αυτός ο παράγοντας, εφόσον μιλούμε για χρηματιστηριακά προϊόντα –τα οποία, πάντως, εξαιρέσει των καυσίμων, δεν υπόκεινται σε υψηλή φορολόγηση και συνεπώς αυτό που μας ταλαιπωρεί είναι αποκλειστικά η εκάστοτε εξέλιξη των χρηματιστηριακών τιμών τους. Αλλά μένει αναπάντητο το «γιατί» οι τιμές των τελικών προϊόντων σε πλείστες περιπτώσεις δεν ακολουθούν και την αντίστροφη πορεία, δηλαδή της αποκλιμάκωσης των διεθνών τιμών των πρώτων υλών τους ή την ακολουθούν από …μεγάλη απόσταση.
Ειρήσθω εν παρόδω, εδώ και έξι μήνες ο Σόρος αποχωρεί επενδυτικά από τις αγορές του χρυσού και του πετρελαίου και επενδύει πλέον στα τρόφιμα… Άρα θα πεινάσουμε!… Μοιραία, λοιπόν, επανερχόμαστε στη συζήτηση για την επί της ουσίας άγνοιά μας, σχετικά με τη διάρθρωση του κόστους και των τιμών των προϊόντων, οπότε η νηφάλια κρίση επιβάλει να μιλούμε με κάθε επιφύλαξη, κυρίως όταν το θέμα εστιάζεται σε επιμέρους περιπτώσεις αγορών.
Διαφορά αντιλήψεων στην τρόικα
σελφ σέρβις: Είχατε την εμπειρία των συνομιλιών με τους εκπροσώπους της τρόικας. Έχουν σχηματίσει άποψη για το θέμα της διαμόρφωσης των τιμών; Αυτοί τι λένε;
Διονύσης Γράβαρης: Στη συνάντησή μας με τους επικεφαλής της τρόικας τον περασμένο Ιούλιο, ένα από τα ζητήματα που μας έθεσαν ήταν το «γιατί δεν πέφτουν οι τιμές στην Ελλάδα». Το θέμα τους προβληματίζει, όπως άλλωστε και η απουσία σχετικών μελετών. Για κάποιες αγορές έχουν εικόνα, γι’ άλλες όχι. Σε νεότερη συνάντησή μας στα γραφεία του ΔΝΤ στην Αθήνα, όταν ανοίξαμε τη συζήτηση για το ζήτημα των διυλιστηρίων και της αγοράς των καυσίμων, ο επικεφαλής του ΔΝΤ στην Ελλάδα, Μπόμπ Τράα, μας πληροφόρησε ότι ήδη είχε στα χέρια του μια σχετική μελέτη, που εκπονήθηκε επί τούτω. Πράγματι, κάποια από τα συμπεράσματά της είδαν το φως της δημοσιότητας προ μηνός στον αμερικανικό τύπο.
Όμως, η άποψη των επικεφαλής της τρόικας για τη μείωση των τιμών δεν είναι ενιαία. Από την πλευρά του το ΔΝΤ ενδιαφέρεται ζωηρά να ελεγχθούν –τουλάχιστον, όπου είναι εφικτό–, είτε κανονιστικά είτε ρυθμιστικά, δεδομένου ότι η αποκλιμάκωση των τιμών είναι θέμα ουσίας για την πολιτική των παρεμβάσεών του στην πραγματική οικονομία: Το ΔΝΤ, επειδή δεν γίνεται να παρέμβει στο κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα και τη χρηματική οικονομία, επιβάλει αντισταθμιστικά πολιτικές μεγιστοποίησης της εσωτερικής υποτίμησης, προσδοκώντας ότι γρήγορα οι τιμές θα την ακολουθήσουν. Στον βαθμό, λοιπόν, που το πείραμα δεν πετυχαίνει, τα στελέχη του ΔΝΤ εκνευρίζονται.
Ο Κλάους Μαζούχ, όμως, ως εκπρόσωπος της ΕΚΤ, όταν θέσαμε το ζήτημα του transfer pricing, με το παράδειγμα, μάλιστα, ενός συγκεκριμένου προϊόντος που η λιανική τιμή του στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι 9 λίρες και στην Ελλάδα 25 ευρώ (σηκώσαμε, μάλιστα, το αυτοκόλλητο με την ελληνική τιμή, για να δει την τυπωμένη αγγλική τιμή των 9 λιρών), ρώτησε ενοχλημένος «δηλαδή τι θέλετε; Να κάνουμε ελέγχους τιμών;». Μα προφανώς, ναι, εφόσον πρόκειται για ενιαία αγορά! Ειδάλλως δεν είναι ενιαία, οπότε στέκουν οι λογής αιτιάσεις περί διαφορών τάξεως στις τιμολογήσεις των ίδιων προϊόντων στις διαφορετικές εθνικές αγορές…
Μολονότι εδώ πρόκειται για αντίφαση (εφόσον η ΕΕ θέλει να αποτελεί ενιαία αγορά), οι Ευρωπαίοι εκπρόσωποι της ΕΚΤ και της Κομισιόν στην τρόικα, προσπερνώντας το εγγενές πρόβλημα αρχιτεκτονικής της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς, αν και είναι φως φανάρι πως η εσωτερική υποτίμηση δεν συμπαρασύρει τις τιμές, εμμένουν δογματικά στην αντίληψη του ότι «δεν φταίμε εμείς για τη μη απόδοση της πολιτικής που επιβάλουμε, αλλά εσείς που δεν την εφαρμόζετε σωστά».
Έτσι, αντί να ενδιαφέρονται περισσότερο από το ΔΝΤ για την ουσία του προβλήματος, δεν το συζητούν καν. Προτιμούν τον δογματισμό από τον πραγματισμό. Λένε φερ’ ειπείν «να που αυξήθηκε η παραγωγικότητά σας, αφού αυξήθηκε το παραγόμενο προϊόν ανά εργαζόμενο, άρα το πρόγραμμα πετυχαίνει», παρασιωπώντας ότι τούτο συμβαίνει γιατί, στο μεταξύ, οι μισθωτοί μειώθηκαν κατά 30% –την ίδια στιγμή οι βιοτεχνίες μας δουλεύουν μόλις με το 56% του κεφαλαιακού τους δυναμικού…
Το ελληνικό πείραμα δεν έχει προηγούμενο. Αλλά μόνο στο ΔΝΤ, μη έχοντας παρόμοια εμπειρία παρεμβάσεων σε μια περιοχή κοινής νομισματικής ζώνης, έχουν πλήρη συνείδηση ότι το διακύβευμα είναι πολύ μεγαλύτερο από την οποιαδήποτε προηγούμενη αποτυχία «διάσωσης» άλλων υπερχρεωμένων χωρών. Η αποτυχία στην ελληνική περιοχή της ζώνης του ευρώ φέρνει πάταγο στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα και το ξέρουν. Αντίθετα, στην Ευρώπη όσο υπάρχουν φωνές στις πλεονασματικές οικονομίες που υποστηρίζουν πως «δεν χάλασε ο κόσμος, αν η Ελλάδα βγει από τη ζώνη του ευρώ», περισσεύουν τα προσχήματα, οι περιχαρακώσεις συμφερόντων κι ο δογματισμός.
Εναλλακτική πρόταση
σελφ σέρβις: Πιστεύετε τελικά ότι, χωρίς μια άλλη αρχιτεκτονική ενοποίησης της ευρωπαϊκής αγοράς και «πλουραλισμό» ανταγωνιστών στην εγχώρια αγορά, είναι μάταιη η προσδοκία για τη λειτουργία του νόμου της προσφοράς και της ζήτησης;
Διονύσης Γράβαρης: Ενδεχομένως μια νέα ανάγνωση των ετερόδοξων προπολεμικών θεωριών και αναλύσεων του Πολωνού οικονομολόγου Μιχαήλ Καλέτσκι θα απελευθέρωνε, ίσως, τη σύγχρονη οικονομική σκέψη και οικονομική πολιτική από τις άγονες δογματικές ακαμψίες.
Σύμφωνα με τον Καλέτσκι, ο μηχανισμός της προσφοράς και της ζήτησης λειτουργεί μεν στη διαμόρφωση των τιμών των προϊόντων του πρωτογενούς τομέα, αλλά οι αποφασιστικές συνιστώσες καθορισμού των τιμών στην περίπτωση των προϊόντων της μεταποίησης είναι το κόστος παραγωγής και το μερίδιο αγοράς τους (δηλαδή, ο βαθμός ολιγοπώλησης της αγοράς).
Στο πλαίσιο αυτό, μια αποτελεσματική πολιτική αναδιανομής των βαρών –ανεξαρτήτως του βαθμού ολιγοπώλησης κάθε επιμέρους αγοράς– προβλέπει από άποψη μακροοικονομικού σχεδιασμού τη μεταβίβαση των ολιγοπωλιακών προσόδων (των επιπλέον κερδών) σε τομείς της οικονομίας και της κοινωνίας που χρειάζεται να ενισχυθούν, προκειμένου να εξασφαλίζεται η ισορροπία του συστήματος. Μακάρι να υπήρχε ενδιαφέρον για τέτοιες προσεγγίσεις…