Ο έντονος παρατεταμένος πληθωρισμός και η ακρίβεια που ζουν οι οικονομίες και τα νοικοκυριά σε ολόκληρο τον πλανήτη τα τελευταία χρόνια, έχουν τις ρίζες τους στη σχεδόν ταυτόχρονη εκδήλωση του πρωτόγνωρου για τις κοινωνίες μας φαινομένου της πανδημίας, των πολεμικών κρίσεων στις γεωπολιτικά ευαίσθητες περιοχές της Ουκρανίας και της Μέσης Ανατολής και των εντεινόμενων επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης.
Δεδομένου ότι οι αγορές των προϊόντων (τροφίμων, ενέργειας, commodities) και οι χρηματαγορές είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό παγκοσμιοποιημένες, αλληλοεπιδρούν έντονα, πράγμα ιδιαίτερα αισθητό στη συγκυρία της σύμπτωσης δυσμενών φαινομένων, όπως τα προαναφερόμενα. Ακόμα και οργανισμοί παγκόσμιου βεληνεκούς, όπως οι FED, ECB, IMF, OOΣΑ κ.ά., δύσκολα κατανοούν τον πληθωρισμό στην πολυπλοκότητά του κι ακόμα δυσκολότερα τον αντιμετωπίζουν, τουλάχιστον μέχρι στιγμής.
Σε ένα τέτοιο πιεστικό περιβάλλον, που επιδρά έντονα στην ελληνική πραγματικότητα, όλοι οι συντελεστές της οικονομίας –επιχειρήσεις, νοικοκυριά, τράπεζες, και ειδικότερα σε ό,τι μας αφορά, οι επιχειρήσεις σούπερ μάρκετ και cash & carry και οι προμηθευτές τους–, όπως και η κυβερνητική πολιτική, προσπαθούν να αντιπαρέρχονται τις δυσκολίες και να ανταποκρίνονται στις ανάγκες, με γνώμονα ο καθένας τις προσδοκίες των δικών του stakeholders. Μια πρόσθετη δυσκολία όλων είναι ασφαλώς το ότι η Ελλάδα προ της πληθωριστικής κρίσης αντιμετώπισε μια υπερδεκαετή οικονομική, κοινωνική και πολιτική κρίση, που απομείωσε σημαντικά το ΑΕΠ της χώρας, τα εισοδήματα των νοικοκυριών και τα οικονομικά αποτελέσματα των επιχειρήσεων.
Η δημόσια διοίκηση στη χώρα μας υπό την κοινωνική πίεση για την άμεση αντιμετώπιση του πληθωρισμού έκανε αλλεπάλληλες παρεμβάσεις στην αγορά, οι οποίες και συνεχίζονται κλιμακούμενες. Ήδη έχουμε βιώσει τους περιορισμούς στο μικτό περιθώριο κέρδους των αλυσίδων του κλάδου, τα ειδικά «καλάθια» για διάφορες ομάδες προϊόντων, την αναζήτηση και υπόδειξη των υπαιτίων αισχροκέρδειας, την ανακοίνωση ποινών και προστίμων, την υπερδιόγκωση της γραφειοκρατίας και του σχετικού διαχειριστικού κόστους των επιχειρήσεων, τις ειδικές σημάνσεις ή την απαγόρευση σημάνσεων στο ράφι, τους συνεχείς περιορισμούς της δυνατότητας των επιχειρήσεων (παραγωγικών, χονδρεμπορικών και λιανεμπορικών) να επικεντρώνονται στην αντιμετώπιση των προβλημάτων της εφοδιαστικής αλυσίδας, προκειμένου να προσφέρουν τις καλύτερες δυνατές λύσεις στους καταναλωτές.
Αναμφίβολα ο ρόλος της δημόσιας διοίκησης σε μία ελεύθερη αγορά είναι να δημιουργεί τις προϋποθέσεις, το πλαίσιο και τους κανόνες λειτουργίας του ανταγωνισμού, αλλά αναγκαίο συστατικό της αποτελεσματικής λειτουργίας του είναι, μεταξύ άλλων, και η ενημέρωση των καταναλωτών σχετικά με τα εργαλεία αντιμετώπισής του εκ μέρους τους.
Η αντίφαση είναι ότι, ενώ όλοι γνωρίζουμε ότι το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία της εγχώριας αγοράς έχει ορισμένες μακροχρόνιες αδυναμίες και στρεβλώσεις, επί μακρόν η δημόσια διοίκηση δεν σχεδιάζει τη συστηματική αντιμετώπισή τους μολονότι η ψηφιακή τεχνολογία της δίνει τη δυνατότητα για κάτι τέτοιο, όπως τη δίνει στις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές, προκειμένου να αποφασίζουν και να επιλέγουν ορθά, ανάλογα με τις δυνατότητες και τις ανάγκες καθενός.
Διανύουμε τον τέταρτο χρόνο της κρίσης του πληθωρισμού. Αν κάνουμε, όμως, έναν απολογισμό, θέτοντας το ερώτημα κατά πόσο ο έντονος παρεμβατισμός της δημόσιας διοίκησης στην αγορά έχει επηρεάσει ουσιωδώς, έστω βραχυπρόθεσμα, την πορεία του πληθωρισμού, εκ του αποτελέσματος και βάσει των σχετικών δεικτών, δύσκολα θα απαντήσουμε χωρίς αμφιβολίες θετικά. Σημειώνω, πάντως, ότι δείκτες του εγχώριου πληθωρισμού μέχρι σήμερα, λίγο ή περισσότερο, ακολουθούν τις τάσεις των αντίστοιχων δεικτών (κατά μέσο όρο) της ΕΕ.
Ωστόσο, οι επιπτώσεις των υπερβολών του παρεμβατισμού στην αγορά μας ίσως μακροπρόθεσμα αποδειχτούν κατά πολύ δυσμενέστεροι για την επιχειρηματικότητα σε σύγκριση με τις ωφέλειες που υπόσχονται. Ο κόσμος του κλάδου μας εύχεται οι εμπειρίες από την αντιμετώπιση αυτής της πληθωριστικής κρίσης να αποδείξει ακόμα μία φορά την ανάγκη της άμεσης καταγραφής των πραγματικών προβλημάτων της αγοράς και του σχεδιασμού συστηματικών λύσεων εκ μέρους της δημόσιας διοίκησης, με στόχο την απλοποίηση του πλαισίου λειτουργίας της, προκειμένου να γίνει αποτελεσματικότερη και πιο ανταγωνιστική προς όφελος των καταναλωτών, του επιχειρείν και της οικονομίας μας.