Η εικόνα που για πολύ καιρό τώρα χτίζεται επιμελώς για την Ελλάδα είναι αυτή μιας άκρως καταναλωτικής κοινωνίας, που εργάζεται λίγο, ξοδεύει πολύ -και μάλιστα ξοδεύει χρήματα που είτε έχει αποκτήσει σε σκοτεινές διαδρομές ή έχει δανειστεί από τους... φιλόπτωχους Ευρωπαίους εταίρους.

Η αλόγιστη κατανάλωση, μας λένε ήταν η βασική αιτία της παρ’ ολίγον καταστροφής του αμερικανικού έθνους. Πώς μπόρεσε η μικρή Ελλάδα να πιστέψει πως θα μπορούσε να γλιτώσει από το άγρυπνο μάτι των φρουρών της ηθικής ανάπτυξης των εθνών; Η χώρα μας βρίσκεται στο επίκεντρο των διεθνών οικονομικών αναλύσεων και αντιμετωπίζεται από πολλούς ως πείραμα, που στόχο έχει όχι τόσο να δοκιμαστεί στην πράξη η βούληση ύπαρξης μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης με πολιτικούς όρους, αλλά κυρίως το πόσο μπορεί μια χώρα να ξεπεράσει τους όποιους σχεδιασμούς που θα επιβάλουν την απόλυτη εξουσία των οικονομικών
δεικτών επί της πραγματικής ζωής και των ανθρώπων.

Στα λόγια, βέβαια, υποστηρίζουν πως δεν μπορούν να αφήσουν την… αμετροέπεια ατιμώρητη και η τιμωρία πρέπει να είναι, σε μια ύστατη προσπάθεια σωτηρίας μας, η απώλεια βασικών κοινωνικών δικαιωμάτων. Αν το πείραμα πετύχει, θα μάθουν και οι υπόλοιπες χώρες να εκτιμούν αυτά που τους δίνονται, χωρίς αντιρρήσεις και δεύτερες σκέψεις. «Αρκεί να υπάρχει δουλειά, και για τα υπόλοιπα, βλέπουμε».

Στη χώρα μας, τους τελευταίους μήνες οι συζητήσεις των περισσότερων αφορούν στο πόσο χειρότερα μπορεί να γίνουν τα πράγματα στο μέλλον, βάσει των αποφάσεων που έχουν ληφθεί ή που θα υλοποιηθούν σε σύντομο χρονικό διάστημα. Με τα ταμεία άδεια και το ηθικό όλων πεσμένο, οι δείκτες της κρίσης διαμορφώνονται ακριβώς όπως θα έπρεπε, για να δικαιολογηθεί το χτίσιμο ενός νέου κράτους που δεν τηρεί κανένα πρόσχημα ως προς το ποιος κάνει κουμάντο. Ο φόβος είναι ο χειρότερος σύμβουλος για τον φοβισμένο και ο καλύτερος σύμμαχος για εκείνον που τον προκαλεί.

Έτσι, οι Έλληνες αρχίζουν πράγματι σιγά- σιγά να καταναλώνουν όλο και λιγότερο, μαγαζιά αναγκάζονται να βάλουν λουκέτο, υπάλληλοι απολύονται, η ανεργία μεγαλώνει, το ίδιο και οι οφειλές του ιδιωτικού τομέα προς το κράτος, ενώ μειώνονται τα έσοδα του δημοσίου (και ειδικότερα των ταμείων), όλα σε έναν ατέρμονα κύκλο.

Σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις ή και σε δημόσια πάνελ, u960 πολιτικοί, δημοσιογράφοι, δικαστικοί, απλοί πολίτες εδώ και δεκαετίες διακήρυτταν την άποψη πως «όλοι τα παίρνουν». Και εξακολουθούσε η πλειοψηφία των πολιτών να δέχεται να διοικείται από ανθρώπους που δεν είχαν κανένα ενδιαφέρον για το κοινό συμφέρον, δίνοντας στους πολίτες ένα αντάλλαγμα πολύ μικρό σε σχέση με την καταστροφή που ήταν προδιαγεγραμμένη.

Σήμερα, τα μέσα ενημέρωσης φροντίζουν να δίνουν -επιλεκτικά πάντα- σε καθημερινή βάση, ονοματεπώνυμο στη διαφθορά για να μην μείνει καμμία αμφιβολία πως μόνο έτσι μπορεί κάποιος να εξασφαλίσει το δικό του μέλλον και των παιδιών του. Οι αποφάσεις που λαμβάνονται είναι ξεκάθαρο πως στόχο έχουν να κάνουν το κράτος τόσο αδύναμο, που να μην μπορεί να πάρει τις αποφάσεις που πραγματικά το συμφέρουν. Και ο ασθενής έχει τόσο τρομοκρατηθεί από τη διάγνωση, που δεν πιστεύει πραγματικά πως υπάρχει σωτηρία.

Αν θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για ένα θετικό στοιχείο σε όλη αυτή την απαράδεκτη μεθόδευση, είναι το ότι οι πολίτες αυτής της χώρας -στην πλειοψηφία τους- έχουν αρχίσει να καταλαβαίνουν, πως δεν μπορούν να ζουν το σήμερα αδιαφορώντας για τις συνέπειες που έχουν οι επιλογές τους στο μέλλον τους. Ούτε περιμένουν έναν από μηχανής θεό, που θα ορίσει από την αρχή τους κανόνες του παιχνιδιού. Δυστυχώς, αυτό έχει ήδη συμβεί. Μόνο που οι κανόνες του παιχνιδιού αλλάζουν εις βάρος όχι μόνο των πολλών αλλά και όποιας ελπίδας είχε καταφέρει να επιβιώσει, σε ένα σύστημα που έχει δύο μέτρα και δύο σταθμά.
Μας ζητείται να δεχθούμε αδιαμαρτύρητα τις άνωθεν αποφάσεις ως σωτήριες, ένα βήμα πριν την καταστροφή.

Να… διαλυθούμε, με άλλα λόγια, ησύχως. Δεν θα αργήσουμε να δούμε αν ακολουθήσουν οι υγιείς πολίτες αυτής της χώρας αυτόν τον δρόμο ή αν θα συνειδητοποιήσουν πως δεν μπορεί κανείς πλέον να απέχει από το παιχνίδι και να ζητά να τον υπολογίζουν ως παίκτη.