Η σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας με τα ευρωπαϊκά δεδομένα αποτελεί διαχρονικό στόχο των κυβερνήσεων τα μεταπολεμικά χρόνια. Μια σημαντική πτυχή αυτής της στρατηγικής, με ιδιαίτερη υπαρξιακή σημασία και μέγα ζητούμενο της οικονομικής πολιτικής, είναι η σύγκλιση της ελληνικής αγοράς εργασίας με την αντίστοιχη ευρωπαϊκή. Σημειωτέον ότι η Eurostat, η ελληνική κυβέρνηση και οι θεσμικοί φορείς εργαζομένων και εργοδοτών συμφωνούν άπαντες σε ένα πράγμα: Ότι η αγορά εργασίας στην Ελλάδα είναι διαχρονικά κακή.
Σε πρόσφατη παρέμβασή του για την εργατική Πρωτομαγιά φέτος ο υπουργός επικρατείας, αρμόδιος για τον συντονισμό των κυβερνητικών πολιτικών, κ. Άκης Σκέρτσος, αναφέρθηκε στις συνθήκες που επικρατούν στην ελληνική αγορά εργασίας. Περιέγραψε ένα καθόλου ευνοϊκό περιβάλλον για την πλειονότητα των εργαζομένων, επικαλούμενος τα συγκριτικά με την υπόλοιπη Ευρώπη στοιχεία σχετικής έρευνας της Eurostat. Σύμφωνα με την έρευνα, η κατάσταση στην αγορά εργασίας είναι κακή διαχρονικά, ιδιαίτερα για τέσσερις κατηγορίες εργαζομένων: Τις γυναίκες, τους νέους, τους εργαζόμενους γονείς και όσους θέλουν να εργάζονται νόμιμα, να αμείβονται αξιοπρεπώς και να επικαιροποιούν τη σύνδεσή τους με την παραγωγική διαδικασία, αποκτώντας νέες δεξιότητες.
Αναλυτικότερα, κατά το 52% οι ενεργές οικονομικά γυναίκες στην Ελλάδα δεν εργάζονται, όταν το αντίστοιχο ποσοστό στην ΕΕ τείνει στο 36%. Η ανεργία των νέων είναι διπλάσια του ευρωπαϊκού μέσου όρου, ενώ η αξιοποίηση και σύνδεση των δεξιοτήτων των εργαζομένων με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας είναι απογοητευτική –η χώρα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις της σχετικής ευρωπαϊκής κατάταξης. Επίσης, οι νέες γενιές επιστημονικά καταρτισμένων εργαζομένων δυσκολεύονται να ταιριάξουν τα προσόντα τους με τη ζήτηση, ενώ η επανακατάρτησή τους δεν είναι επαρκής και ποιοτικώς αποδεκτή. Σύμφωνα με την έρευνα, ο κατώτατος μισθός και το μέσο εισόδημα στην Ελλάδα είναι χαμηλό σε σχέση με τις ανάγκες της κοινωνικής αναπαραγωγής, ενώ η φορολογία «τρώει» μεγαλύτερο μέρος του διαθέσιμου εισοδήματος συγκριτικά με άλλες χώρες της ΕΕ και του ΟΟΣΑ. Οι κοινωνικές ανισότητες συνεχώς διευρύνονται και η εισοδηματική ανισότητα μεταξύ των φύλων αναπαράγεται.
Από την άλλη πλευρά, οι εργοδότες διαπιστώνεται ότι καταστρατηγούν τα ωράρια, δεν πληρώνουν τις υπερωρίες, ενώ ως πολύ σοβαρά ζητήματα επισημαίνονται η σεξουαλική παρενόχληση στους εργασιακούς χώρους και η ανεπαρκής προστασία των νέων εργαζόμενων γονιών.
Προς επίρρωση των προαναφερόμενων, το δεκάμηνο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου πέρυσι, σύμφωνα με το πληροφοριακό σύστημα «ΕΡΓΑΝΗ», στην Ελλάδα δηλώθηκαν περισσότερες από 806.000 οικιοθελείς αποχωρήσεις εργαζομένων από τις θέσεις εργασίας τους εξαιτίας των χαμηλών αμοιβών, των ανύπαρκτων προοπτικών εξέλιξης, του άθλιου περιβάλλοντος εργασίας και των δυσχερών συνθηκών διαβίωσης. Την ίδια στιγμή οι κενές θέσεις εργασίας αυξήθηκαν σε σχέση με το 2020 (το δεύτερο τρίμηνο του 2021 κατά 117,8% συγκριτικά με το αντίστοιχο διάστημα του 2020, το τρίτο κατά 56,2% και το τέταρτο τρίμηνο κατά 99,3%).
Κυβερνητικά μέτρα ενίσχυσης της εργασίας
Σε αυτή τη ζοφερή για τους εργαζόμενους στην Ελλάδα πραγματικότητα η κυβέρνηση απαντά με το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0». Σύμφωνα με τον κ. υπουργό, έχουν δεσμευτεί 3,5 δισ. ευρώ για τη χρηματοδότηση 15 μεγάλων δημόσιων επενδύσεων και δώδεκα μεταρρυθμίσεων υπέρ των εργαζομένων, των ανέργων, των φοιτητών, των σπουδαστών, αλλά και των επιχειρήσεων. Ειδικότερα, η κυβέρνηση ενισχύει το διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων και ιδιαίτερα των χαμηλόμισθων, με την αύξηση του κατώτατου μισθού και τη μείωση φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, μετασχηματίζει τον ΟΑΕΔ από «οργανισμό επιδομάτων» σε ένα σύγχρονο οργανισμό απασχόλησης (βλέπε ΣχΝ: «Δουλειές Ξανά: Αναδιοργάνωση Δημόσιας Υπηρεσίας Απασχόλησης και ψηφιοποίηση των υπηρεσιών της, αναβάθμιση δεξιοτήτων εργατικού δυναμικού και διάγνωσης αναγκών αγοράς εργασίας και άλλες διατάξεις»), δημιουργεί ένα πλαίσιο προστασίας για τους εργαζόμενους γονιούς, εισάγει διακόσια νέα προγράμματα σπουδών, συνδέοντας τα Επαγγελματικά Λύκεια και τα ΙΕΚ με τις επιχειρήσεις, εισάγει νέους μηχανισμούς αξιολόγησης των παρόχων κατάρτισης και μεταρρυθμίζει το σύστημα παροχής δεξιοτήτων. Επιπλέον, από το καλοκαίρι φέτος εισάγεται ο θεσμός της ψηφιακής κάρτας εργασίας. ώστε να εξαλειφθούν οι εργασιακές αυθαιρεσίες, ενώ υλοποιούνται ειδικά προγράμματα ενίσχυσης της διαφορετικότητας και καταπολέμησης των διακρίσεων.
Ιδιαίτερο αξιολογικό ενδιαφέρον, αναφορικά με την επιστημονική ορθότητα και την αποτελεσματικότητα των προαναφερόμενων στρατηγικών, έχουν οι θέσεις των εκπροσώπων των κοινωνικών εταίρων, επιχειρηματιών και εργαζομένων. Ο ΣΕΒ εκτιμά πως η επίτευξη ενός μισθολογικού πλαισίου (σε εθνικό, κλαδικό, επιχειρησιακό επίπεδο), το οποίο θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες των επιχειρήσεων και των εργαζομένων είναι ζητούμενο, συμφωνεί πως «η έγκαιρη και αποτελεσματική προσαρμογή της εκπαίδευσης και κατάρτισης στις σύγχρονες τάσεις της οικονομίας και τις ανάγκες των επιχειρήσεων σε επαγγέλματα και δεξιότητες προϋποθέτει συστηματική παρακολούθηση της αγοράς εργασίας και στενή συνεργασία μεταξύ εκπαιδευτικής και επιχειρηματικής κοινότητας», υπερθεματίζει σχετικά με την εργασία χωρίς βία και παρενοχλήσεις και προτρέπει την πολιτεία για ταχύτερη υλοποίηση του ψηφιακού μετασχηματισμού. Σημειώνουμε ότι, σύμφωνα με έρευνα της HR Trends, κατά το 86% οι εταιρείες διαφόρων κλάδων της ελληνικής οικονομίας έχουν εκφράσει την πρόθεση να αυξήσουν τους μισθούς φέτος και να υιοθετήσουν νέα προγράμματα εκπαίδευσης και κατάρτισης.
Τι λένε οι φορείς των εργαζομένων
Οι θεσμικοί εκπρόσωποι των εργαζομένων (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ) θεωρούν πως οι αυξήσεις του κατώτατου μισθού κατά 2% από την 1η Ιανουαρίου φέτος και κατά 7,5% από την Πρωτομαγιά διαμορφώνουν μεν μια συνολική αύξηση της τάξης του 9,6%, αλλά, συνυπολογίζοντας το επίπεδο του μέσου πληθωρισμού μόνο στο πρώτο τετράμηνο φέτος (7%), εκτιμούν ότι η μισθολογική αύξηση ήδη έχει εξανεμιστεί. Στο πλαίσιο αυτό, τονίζουν πως, αν δε δοθούν άμεσα τιμαριθμικές αναπροσαρμογές της τάξης του 7% στους μισθούς του ιδιωτικού τομέα προς ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών, τότε, μεταξύ άλλων, θα επιταχυνθεί ο ρυθμός αύξησης του ποσοστού φτώχειας στην Ελλάδα (30,5%-31%), θα διευρυνθούν οι κοινωνικές και εισοδηματικές ανισότητες και θα υπονομευτεί η παραγωγική δυναμική της ελληνικής κοινωνίας.
Σύμφωνα με έρευνα του Κοινωνικού Πολύκεντρου της ΑΔΕΔΥ σχετικά με το επίπεδο των αμοιβών στον δημόσιο τομέα (33,2% του συνόλου των μισθωτών), οι αμοιβές την περίοδο 2010-2020 μειώθηκαν κατά 17,1% σε όρους πραγματικών τιμών. Η δραματική αυτή επιδείνωση δεν περιορίζεται στον γενικό δείκτη, αλλά αφορά και την αύξηση των μισθολογικών ανισοτήτων μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών εργαζομένων στον δημόσιο τομέα (κατηγορίες στελεχών, αντρών-γυναικών κ.ά.). Στην έρευνα επισημαίνεται ότι την περίοδο 2008-2020 ο μέσος μισθός στον δημόσιο τομέα στην Ελλάδα μειώθηκε κατά 25,6%, όταν στην Ευρωζώνη αυξήθηκε κατά 21,4% και στην ΕΕ κατά 23,8% και τονίζεται: «Δεδομένου ότι η λειτουργία της ελληνικής οικονομίας εξαρτάται κρίσιμα από την εσωτερική της ζήτηση και δεδομένης της συνεισφοράς στη συνολική ζήτηση των εισοδημάτων των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα, τα μισθολογικά ζητήματα των τελευταίων έχουν ευρύτερες μακροοικονομικές επιδράσεις».
Κριτική απόρριψη
Ιδιαίτερης σημασίας παρέμβαση αναφορικά με τις στρατηγικές της κυβέρνησης για την αναβάθμιση των εργασιακών δεξιοτήτων έγινε από το ΙΜΕ της ΓΣΕΒΕΕ, με αφορμή τη διαβούλευση για τον σχετικό νόμο εξειδίκευσης τον Μάρτιο-Απρίλιο φέτος, με τίτλο: «Δουλειές Ξανά: Αναδιοργάνωση Δημόσιας Υπηρεσίας Απασχόλησης και ψηφιοποίηση των υπηρεσιών της, αναβάθμιση δεξιοτήτων εργατικού δυναμικού και διάγνωσης των αναγκών εργασίας και άλλες διατάξεις». Σύμφωνα με την άποψη των επιστημόνων του ΙΜΕ, οι εξειδικεύσεις συνιστούν ένα «συνδυασμό αφενός συγκεντρωτικής κρατικο-κεντρικής νοοτροπίας στη λήψη των αποφάσεων και στη θεσμική ρύθμιση των πεδίων των πολιτικών δεξιοτήτων και της συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης, με δραστική συρρίκνωση του ρόλου των κοινωνικών εταίρων, και αφετέρου περαιτέρω «ιδιωτικοποίησης» της εφαρμογής των σχετικών δράσεων, με παρωχημένα και αποτυχημένα μοντέλα τύπου voucher και κυρίως με τη διαφαινόμενη γενναιόδωρη χρηματοδοτική στήριξη της αναπτυσσόμενης ιδιωτικής αγοράς των εταιρειών κατάρτισης, πιστοποίησης, επαγγελματικής συμβουλευτικής και προώθησης στην απασχόληση». Στη βάση των προαναφερόμενων επισημάνσεων εκτιμήθηκε πως το νομοθέτημα περιλαμβάνει σημαντικές ρυθμίσεις, που κινούνται σε αρνητική κατεύθυνση, κατά συνέπεια βρίσκει στο σύνολό του (με ελάχιστες εξαιρέσεις θετικών ρυθμίσεων) αντίθετη τη ΓΣΕΒΕΕ.
Η έντονη κινητικότητα στην αγορά εργασίας απασχολεί τους πάντες. Το συμπέρασμα που προκύπτει, είναι πως η άμεση βελτίωση της συνολικής θέσης των εργαζομένων ως δυνατότητα αξιοπρεπούς εργασίας, διαβίωσης και ανάπτυξης των δεξιοτήτων τους αποτελεί παράγοντα εκ των ων ουκ άνευ για την εύρυθμη λειτουργία της οικονομίας.