Η πρόσφατη φυσική εισαγωγή του ευρώ και στις καθημερινέςrnσυναλλαγές, σε όλο το εύρος της ελληνικής οικονομίας, δε θα επιφέρει ουσιαστικές μεταβολές στην πορεία των βασικών μεγεθών, όπως είναι ο πληθωρισμός και οι λιανικές πωλήσεις. Οι Έλληνες παραγωγοί θα πρέπει όμως να ετοιμαστούν να αντιμετωπίσουν επί ίσοις όροις τους Ευρωπαίους συναδέλφους τους σε επίπεδο ποιότητας και τιμών.

Η πρόσφατη φυσική εισαγωγή του ευρώ και στις καθημερινές συναλλαγές, σε όλο το εύρος της ελληνικής οικονομίας, δε θα επιφέρει ουσιαστικές μεταβολές στην πορεία των βασικών μεγεθών, όπως είναι ο πληθωρισμός και οι λιανικές πωλήσεις. Οι Έλληνες παραγωγοί θα πρέπει όμως να ετοιμαστούν να αντιμετωπίσουν επί ίσοις όροις τους Ευρωπαίους συναδέλφους τους σε επίπεδο ποιότητας και τιμών.

Το κλείδωμα της ισοτιμίας της δραχμής την 1η Ιανουαρίου του 2001 με τα νομίσματα της ευρωζώνης και της τιμής του ευρώ στις 340,75 δρχ. ήταν ό,τι σημαντικότερο συνέβη στην οικονομία της χώρας τα τελευταία είκοσι τουλάχιστον χρόνια, από την είσοδό της στην τότε ΕΟΚ την 1η Ιανουαρίου του 1981. Οι μικροκλυδωνισμοί της πρώτης φάσης της εισαγωγής του ευρώ στις καθημερινές συναλλαγές, στους οποίους έχουν δοθεί δυσανάλογες προς τη σημασία τους διαστάσεις, δε θα επηρεάσουν τα βασικά μεγέθη της ελληνικής οικονομίας συγκριτικά με την προηγούμενη χρονιά.

2001: η χρονιά της αλλαγής

Το 2001 υπήρξε μια ξεχωριστή χρονιά για την ελληνική οικονομία, καθώς ο ρυθμός ανάπτυξης, δηλαδή αύξησης του εγχώριου προϊόντος και των πραγματικών εισοδημάτων, άγγιξε και ίσως ξεπέρασε τελικά το 4,1%. Ο όγκος των λιανικών πωλήσεων, που είναι και ο κινητήριος μοχλός της ελληνικής οικονομίας, κινήθηκε (μετά την αφαίρεση των επιπτώσεων του πληθωρισμού) με ρυθμούς κοντά στο 5%. Και όλα αυτά παρά το δυσμενές διεθνές περιβάλλον, που οξύνθηκε μετά τις 11 Σεπτεμβρίου και έριξε όλες τις μεγάλες οικονομίες από τη στασιμότητα στην ύφεση.

Δυστυχώς ορισμένοι οικονομικοί παράγοντες στην Ελλάδα δεν ωφελήθηκαν από αυτές τις ιδιαίτερα θετικές εξελίξεις στη χώρα μας, αλλά αντίθετα είδαν τις δραστηριότητές τους να συρρικνώνονται. Ο λόγος ήταν η συνέχιση και η εντατικοποίηση της διαδικασίας εσωτερικής ανακατανομής της ζήτησης και ευρύτερα των οικονομικών δραστηριοτήτων.

Ωστόσο ο κλάδος των τροφίμων είναι μάλλον από τους κερδισμένους από αυτή την εξέλιξη, δεδομένου ότι στη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του 2001 ο όγκος των συνολικών λιανικών πωλήσεων σε όλη την οικονομία αυξήθηκε με ρυθμό 6% και οι πωλήσεις τροφίμων κατέγραψαν αύξηση κατά 5,4%, σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για τον Ιούνιο του 2001 σε δωδεκάμηνη βάση.

Πόσο μας κοστίζει το ευρώ

Από την 1.1.2001 οι Έλληνες μετρούν πλέον τον πλούτο, τα εισοδήματα και τις δαπάνες τους σε ευρώ, ξεφεύγοντας οριστικά από την αβεβαιότητα της ασταθούς ισοτιμίας της δραχμής, ενώ από τη φετινή Πρωτοχρονιά και οι συναλλαγές πραγματοποιούνται σε ευρώ. Βέβαια το ρόλο του παράγοντα της αστάθειας θα παίζει στο εξής η ισοτιμία του ευρώ με το δολάριο και το γιεν. Δεν είναι όμως το ίδιο να ανήκεις σε μια τόσο ευρεία ζώνη νομισματικής σταθερότητας με το να ανησυχείς καθημερινά αν θα υποτιμηθεί ή αν θα διολισθήσει η δραχμή.

Βέβαια εντασσόμενη στη νομισματική ζώνη του ευρώ, η χώρα πληρώνει και θα συνεχίσει να πληρώνει κάποιο τίμημα, αφού όλα έχουν το κόστος τους. Η πρώτη επίπτωση από την εξέλιξη αυτή είναι η εγκατάλειψη της άσκησης της νομισματικής πολιτικής από την Τράπεζα της Ελλάδος και η ανάθεσή της στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Μέχρι τώρα η Τράπεζα της Ελλάδος είχε τη δυνατότητα της υποτίμησης του εθνικού νομίσματος και της ανεξάρτητης αυξομείωσης των επιτοκίων. Σύμφωνα με την τρέχουσα αντίληψη, οι υποτιμήσεις της δραχμής ήταν το υπέρτατο κακό για την οικονομία. Αυτό όμως δεν ίσχυε για όλους. Για παράδειγμα οι εξαγωγείς ελληνικών προϊόντων έτριβαν τα χέρια τους από ευχαρίστηση κάθε φορά που συνέβαινε κάτι τέτοιο. Και βέβαια ο λόγος για τον οποίο επιθυμούσαν την υποτίμηση ήταν απλούστατα διότι κέρδιζαν έτσι περισσότερες δραχμές.

Αν εξετάσουμε εις βάθος την κατάσταση αυτή, θα αντιληφθούμε ότι τελικά από κάθε υποτίμηση δεν κέρδιζαν μόνο οι εξαγωγείς, αλλά και οι παραγωγοί όλων των ελληνικών προϊόντων και των υπηρεσιών, από τα εργοστάσια και τα χωράφια μέχρι τα ξενοδοχεία και τις ταβέρνες. Και λέμε όλων των ελληνικών προϊόντων και των υπηρεσιών, διότι οι επιπτώσεις στο γενικό επίπεδο των τιμών μετά από κάθε υποτίμηση της δραχμής εξαπλώνονταν ταχύτατα σε όλη την οικονομία και το αποτέλεσμα ήταν να αυξάνονται όλες οι τιμές, είτε των εισαγόμενων είτε των εγχωρίως παραγομένων προϊόντων. Βέβαια οι καταναλωτές γίνονταν έτσι φτωχότεροι, αλλά οι παραγωγοί λίγο πλουσιότεροι και εν πάση περιπτώσει αύξαναν τα κέρδη, άρα και τις δυνατότητές τους να συνεχίσουν να παράγουν, να επενδύουν και να απασχολούν εργαζόμενους. Η υποτίμηση του εγχώριου νομίσματος ήταν στην ουσία της μία ένεση ανταγωνιστικότητας, με νομισματικά όμως μέσα που τώρα δεν είναι πλέον διαθέσιμα.

Τίποτε από τα παραπάνω δε θα ισχύει από τούδε και στο εξής. Κάθε απώλεια ανταγωνιστικότητας και κάθε πληθωριστική έξαρση στην ελληνική οικονομία δε θα μπορεί να μετατρέπεται σε υποτίμηση, αλλά θα μεταφράζεται κατευθείαν σε αύξηση της ανεργίας. Οι αυξήσεις των τιμών των ελληνικών προϊόντων (που κατονομάζονται πλέον σε ευρώ), εξαιτίας της αύξησης του κόστους παραγωγής ή εξαιτίας της κακής οργάνωσής της ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο, θα θέτουν αυτόματα τα προϊόντα και τους παραγωγούς εκτός αγοράς και μαζί τους θα θέτουν εκτός αγοράς και τις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους που τα παράγουν. Δηλαδή οι παραγωγοί προϊόντων και υπηρεσιών, για να συνεχίσουν να είναι παρόντες στην αγορά και να προσφέρουν θέσεις απασχόλησης στους εργαζομένους, θα πρέπει να μπορούν να ανταγωνισθούν σε επίπεδο τιμών και φυσικά ποιότητας επί ίσοις όροις τους συναδέλφους τους από τις άλλες έντεκα χώρες της ευρωζώνης.

Οι εισαγωγές καταλύτης για τις εξελίξεις

Τώρα πλέον το εμπόριο και οι εισαγωγές είναι εντελώς ελεύθερα, χωρίς καμία τελωνειακή ή άλλου είδους επιβάρυνση στις συναλλαγές μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον η φυσική εισαγωγή του ενιαίου ευρωνομίσματος θα διευκολύνει στον υπέρτατο βαθμό τις συναλλαγές αυτές τόσο μεταξύ των χωρών-μελών της ευρωζώνης όσο και με τον υπόλοιπο κόσμο. Το μόνο που θα πρέπει να υπολογίζουν πλέον οι διακινητές των προϊόντων στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι το μεταφορικό κόστος. Θα εκλείπουν φυσικά και οι συναλλαγματικοί κίνδυνοι που επωμιζόταν παλιά το εμπόριο, όταν αποφάσιζε να κάνει ανοίγματα σε άλλες χώρες.

Με λίγα λόγια οι εισαγωγές θα γίνουν πραγματικός καταλύτης για την εμφάνιση και την εξάπλωση των επιπτώσεων από τη φυσική εισαγωγή του ευρώ. Οι συναλλαγές λοιπόν του ελληνικού εμπορίου με τις άλλες χώρες της ευρωζώνης θα εξισώσουν πλήρως σε κάποια στιγμή τις τιμές πώλησης των προϊόντων, συν ή πλην το μεταφορικό τους κόστος. Και όχι μόνο αυτό. Με τον ίδιο τρόπο το ελληνικό λιανεμπόριο και εν πάση περιπτώσει όλες οι λιανεμπορικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας και όσες θα έλθουν ακόμα θα εισάγουν και τις εμπορικές πρακτικές που χρησιμοποιούνται στις μεγάλες αγορές της βόρειας Ευρώπης και σε όλο τον αναπτυγμένο κόσμο. Και αυτό ισχύει όχι μόνο για τον κλάδο των τροφίμων, αλλά και για όλα τα καταναλωτικά προϊόντα, ηλεκτρονικά, ενδύματα, υποδήματα κλπ.

Παράδεισος για τους καταναλωτές κόλαση για τους παραγωγούς

Οι μεγάλοι οργανισμοί και οι επιχειρήσεις εμπορίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα ενοποιήσουν πραγματικά όλες τις αγορές των δώδεκα χωρών που συμμετέχουν στο ευρώ και αυτό μάλιστα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η ενοποίηση αυτή θα τους δώσει τη δυνατότητα να διακινούν τεράστιες ποσότητες προϊόντων που θα προέρχονται από τα πέρατα της γης (ηλεκτρονικά από τη Μαλαισία, ηλεκτρικά από τη Βραζιλία, ενδύματα από το Πακιστάν, υποδήματα από την Ινδία και την Κίνα κλπ.).

Η τάση αυτή θα ενισχυθεί και από την απελευθέρωση των διεθνών αγορών, στο πλαίσιο των συμφωνιών με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Ετσι θα απελευθερωθούν πλήρως όλες οι εισαγωγές βιομηχανικών προϊόντων και τροφίμων, κατά συνέπεια οι Έλληνες παραγωγοί ενδυμάτων και τροφίμων, αλλά και όλων των καταναλωτικών αγαθών, πρέπει να είναι σε θέση να ανταγωνισθούν τους συναδέλφους τους στο Μεξικό, την Ινδία, τη Βραζιλία, την Κίνα κλπ. Στις χώρες αυτές βέβαια οι ελάχιστοι μισθοί, οι ανύπαρκτες ασφαλιστικές εισφορές και γενικότερα οι ιδιαίτερες συνθήκες της παραγωγικής διαδικασίας επιτρέπουν την προσφορά πάμφθηνων προϊόντων, τα οποία τώρα θα εμφανίζονται στην ελληνική αγορά χωρίς καμία άλλη επιβάρυνση εκτός του μεταφορικού κόστους.

Ήδη οι προοπτικές αυτές διαφαίνονται και στην Ελλάδα με την έλευση των μεγάλων αλυσίδων λιανεμπορίου, όπως η MAKRO, η CARREFOUR, η LIDL, η DIA, αλλά και η ΖARA, η GLOU κλπ. Με λίγα λόγια το λιανεμπόριο θα δημιουργήσει και στη χώρα μας ακριβώς τις ίδιες προϋποθέσεις διακίνησης αγαθών όπως και στις υπόλοιπες αγορές στις οποίες δραστηριοποιούνται οι επιχειρήσεις αυτές. Το να εισέλθουν όμως τα ελληνικά προϊόντα σε τέτοιου είδους κανάλια και να τοποθετηθούν στα ράφια των λιανεμπορικών κολοσσών θα είναι πλέον άθλος. Δυστυχώς όσα ελληνικά προϊόντα μείνουν εκτός αυτού του δικτύου δε θα έχουν εξασφαλισμένη την παρουσία τους στην αγορά μακροπρόθεσμα, ενώ βραχυπρόθεσμα θα περιορίζονται μόνο στις «άκρες» της. Παράλληλα οι μεγάλες επιχειρήσεις λιανεμπορίου θα συνοδεύουν τις προσφορές τους προς τους καταναλωτές και με τραπεζική χρηματοδότηση ή άλλου είδους διευκολύνσεις, όπως προσωπικές κάρτες πελατών κλπ.