Οι άνθρωποι συνήθως σκεφτόμαστε τον χρόνο σε κύκλους. Από χιλιετίες πριν, όταν κάποιοι μελέτησαν τις αλλαγές της φύσης κι έστρεψαν το βλέμμα στα άστρα, οι περισσότεροι νιώθουμε πως με το κλείσιμο ενός κύκλου, με κάποιο μεταφυσικό τρόπο, φθάνουν στο τέλος τους συναισθήματα και εντάσεις, όπως τα ζήσαμε το δωδεκάμηνο.

Έτσι, ανανεώνεται στην αρχή κάθε ημερολογιακού έτους η ελπίδα ότι ο ανεξερεύνητος δρόμος που ανοίγεται μπροστά μας είναι η ευκαιρία να ξαναρχίσουν όλα με τη φρεσκάδα της νεότητας, απαλαγμένα από το βάρος του χρόνου. Παρόλο που τείνουμε να το ξεχνάμε, είμαστε κι εμείς μέρος της φύσης, ένα από όλα τα συστήματα που υπάρχουν σε αυτό τον πλανήτη. Ακολουθώντας τους γενικούς κανόνες, ζούμε τη φθορά και γνωρίζουμε πως είναι προϋπόθεση για τη γέννηση του νέου. Αν όλα πάνε καλά, με την έλευσή του ξυπνά η μνήμη της δικής μας αρχής.

Θυμόμαστε τι σημαίνει να είσαι απαλλαγμένος από  προθέσεις, καλές ή κακές, περίεργος για τα πάντα, δεκτικός σε κάθε ερέθισμα και χαμογελαστός, ακόμη και χωρίς εμφανή λόγο. Εξετάζοντας λοιπόν το 2015 ως μια χρονική ενότητα, όπως έχουμε μάθει να κάνουμε, δεν μπορεί παρά να σημειώσουμε τις τόσες εντάσεις που έφερε στη ζωή μας, τις ελπίδες και τις διαψεύσεις, τις προκλήσεις και τις αλλαγές, με μια πρωτοφανή ταχύτητα εναλλαγής των γεγονότων, αιτία κι αποτέλεσμα όλων των παραπάνω. Απ’ αυτό που αποκαλούμε «κεντρική πολιτική σκηνή», εκεί που παίζεται το έργο της διακυβέρνησης της χώρας, έως τα καθ’ υμάς –με την έννοια του χώρου που καλύπτει δημοσιογραφικά το περιοδικό– τίποτα δεν έμεινε το ίδιο.

Στην αγορά, βασικό στοιχείο του πολιτισμού μας, όχι βέβαια με την έννοια που είχε στην πόλη της αρχαίας Αθήνας, αλλά με τη σημερινή, της διαμόρφωσης ισορροπιών εξουσίας στο πεδίο των εμπορικών συναλλαγών και των εργασιακών σχέσεων, οι εντάσεις αυξήθηκαν και ο ανταγωνισμός οξύνθηκε. Είμαστε πιθανότατα στην αρχή εξελίξεων που θα αλλάξουν ριζικά το τοπίο μέσα σε λίγα χρόνια.
Ένα άλλο στοιχείο που αξίζει να αναφερθεί εδώ είναι η «αγάπη» για τις νέες, μικρές επιχειρήσεις, δημιούργημα νέων ανθρώπων, με μια πρωτότυπη προσέγγιση του αντικειμένου τους, αλλά και με απαραίτητη προϋπόθεση, σύμφωνα με την αγορά, να εξελιχθούν σε κάτι μεγαλύτερο και κερδοφόρο.

Το νέο, λοιπόν, αντιμετωπίζεται από την αγορά ως άξιο προσοχής όταν είτε έχει στοιχεία που μπορούν να αξιοποιηθούν από παλιότερους οργανισμούς είτε διαθέτει τη δυνατότητα άμεσης μεγέθυνσης και μετατροπής, με την κατάλληλη υποστήριξη, στο γνωστό, μεγάλο οργανισμό, που αποκτά
σιγά σιγά πολλά από τα χαρακτηριστικά του παλιού. Κι όσο κι αν μιλάμε για το πόσο σημαντικές είναι οι μικρού ή μικρομεσαίου μεγέθους επιχειρηματικές πρωτοβουλίες, δοξάζουμε τελικά τη μεγέθυνση και τα γνώριμα χαρακτηριστικά της φθοράς. Τώρα που όλα αλλάζουν, όταν μεγάλες επιχειρήσεις έχουν συχνά μεγαλύτερα προβλήματα από τις μικρές, όταν υπάρχει πάντα κάποιος μεγαλύτερος που θα διακρίνει από ψηλά τις «ευκαιρίες», είναι ίσως μια ευκαιρία να επαναξιολογήσουμε τη θέση μας απέναντι στο νέο.

Το νέο δεν μπορεί να ορίζεται ως τέτοιο απλώς βάσει της ημερομηνίας γέννησής του, αλλά κυρίως από το εάν ανατρέπει ό,τι είναι πια έωλο και δεν μπορεί να σταθεί ούτε μπροστά σε μια αξιολόγηση βάσει των ίδιων των στρατηγικών αρχών ενός παλιού οργανισμού και των ανθρώπων που τον διοικούν. Για το ποια θα είναι η νέα μορφή επιχειρηματικότητας που θα λύσει τους δεσμούς με ξεπερασμένες εμμονές του παρελθόντος, μόνο σκέψεις μπορούμε να έχουμε. Αυτό που γνωρίζουμε είναι πως οι διαχειριστές των επιχειρηματικών αντιφάσεων, ακόμη κι όταν οι ίδιοι δεν μπορούν να τις δουν, νιώθουν πως τους οδηγούν σε τοίχο. Και δεν αρκεί μια Πρωτοχρονιά για να γίνουν έστω οι ρωγμές που θα επιτρέψουν τη θέαση του μέλλοντος.