Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η κατηγορία που περιλαμβάνει τις δαπάνες για την υγεία (φαρμακευτική και νοσοκομειακή περίθαλψη, παραϊατρικές υπηρεσίες) και για τον ατομικό ευπρεπισμό.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η κατηγορία που περιλαμβάνει τις δαπάνες για την υγεία (φαρμακευτική και νοσοκομειακή περίθαλψη, παραϊατρικές υπηρεσίες) και για τον ατομικό ευπρεπισμό.

Η συγκεκριμένη κατηγορία έχει δύο ιδιαιτερότητες που την διαφοροποιούν από τις υπόλοιπες καταναλωτικές δαπάνες, με εξαίρεση το τμήμα των δαπανών ατομικού ευπρεπισμού, το οποίο όμως αποτελεί το μικρότερο τμήμα στο σύνολο της κατηγορίας. Η πρώτη έγκειται στο γεγονός ότι η ζήτηση υπηρεσιών και προϊόντων υγείας δεν υπόκειται άμεσα στους νόμους της αγοράς (προσφορά και ζήτηση) και επομένως ο καταναλωτής δεν μπορεί να εκφράσει άμεσα προτίμηση ως προς την κατανάλωση ή μη των αγαθών και υπηρεσιών που εντάσσονται σε αυτή, αλλά και ως προς το ύψος της δαπάνης. Επιπλέον η συγκεκριμένη κατηγορία επηρεάζεται άμεσα από την ύπαρξη ή μη οργανωμένου συστήματος παροχών υγείας καθοριζόμενου από το εκάστοτε κράτος.

Πίνακας 1. Πραγματική καταναλωτική δαπάνη Υγείας και Ατομικού Ευπρεπισμού (σε euro/ecu κατά κεφαλήν – σταθερές τιμές του 1995).









1970

1980

1990

1995

1997

1999

2000

Γερμανία

225

309

435

500

490

500

:

Ισπανία

93

152

163

240

250

280

:

Ελλάδα

80

170

280

370

370

380

360

Ιρλανδία

94

114

210

220

230

230

250

Σουηδία

:

132

175

220

220

220

:

ΗΠΑ

1.126

1.689

2.146

2.449

2.653

:

:


Πηγή: Επεξεργασία στοιχείων Eurostat.

Πίνακας 2. Ποσοστό κατά κεφαλήν δαπάνης Υγείας και Ατομικού Ευπρεπισμού στη συνολική δαπάνη.




















1970-1974

1975-1979

1980-1984

1985-1989

1990-1994

1995-1999

2000

Αυστρία

:

2,2

2,3

2,5

2,9

3,2

:

Βέλγιο

2,4

3,0

3,1

3,4

3,7

4,0

:

Γερμανία

2,3

2,8

3,0

3,2

3,4

4,0

:

Δανία

2,0

1,8

1,8

2,2

2,5

2,4

:

Ισπανία

2,4

2,7

2,7

2,3

2,9

3,3

:

Φινλανδία

:

2,3

2,3

2,8

3,4

3,5

:

Γαλλία

2,6

2,7

2,8

3,1

3,5

3,7

:

Ελλάδα

2,7

2,7

3,4

3,9

4,8

5,5

5,0

Ιρλανδία

2,0

1,6

1,8

2,8

3,0

2,8

2,5

Ιταλία

1,2

1,4

1,7

2,0

2,6

3,2

3,2

Ιαπωνία

8,0

9,3

10,3

10,8

11,0

11,3

:

Λουξεμβούργο

5,6

6,9

7,0

7,2

7,3

7,3

:

Ολλανδία

2,6

3,2

3,6

3,5

3,6

3,9

:

Πορτογαλία

:

7,5

7,9

8,5

8,5

8,8

:

Σουηδία

:

:

1,3

1,4

1,8

2,3

:

Μ. Βρετανία

0,6

0,8

0,9

1,0

1,2

1,2

1,2

ΗΠΑ

9,9

11,2

13,2

14,8

17,3

17,8

:


Πηγή: Επεξεργασία στοιχείων Eurostat.

Με βάση αυτές τις παρατηρήσεις προκύπτει ότι οι χώρες, ανεξάρτητα από το επίπεδο του κατά κεφαλήν εισοδήματος, εμφανίζουν διαφοροποιήσεις ως προς το επίπεδο των ιδιωτικών δαπανών αυτής της κατηγορίας σε σχέση με τη συνολική. Συγκεκριμένα στις ΗΠΑ καταγράφεται το υψηλότερο και διαχρονικά αυξανόμενο ποσοστό δαπανών υγείας ως προς τη συνολική δαπάνη (17,8% την περίοδο 1995-1999), καθώς το κόστος της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης επιβαρύνει εξολοκλήρου τον τελικό καταναλωτή. Σημαντικά υψηλό ποσοστό και ανοδική τάση χαρακτηρίζει την οικονομία τόσο της Ιαπωνίας όσο και της Πορτογαλίας (11,3% και 8,8% αντιστοίχως την περίοδο 1995-99).

Αντίθετα χαμηλά ποσοστά παρατηρούνται στη Μ. Βρετανία, στη Σουηδία και στη Δανία, όπου υπάρχουν καλά οργανωμένα εθνικά συστήματα υγείας και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης με σημαντική συμμετοχή του κράτους. Τέλος, αυξητικές τάσεις καταγράφονται στις δαπάνες της συγκεκριμένης κατηγορίας τόσο στην Ισπανία όσο και στην Ελλάδα. Μ’ όλα ταύτα τα ποσοστά κινούνται σε χαμηλά επίπεδα, αν και μελλοντικά αναμένεται περαιτέρω αύξηση και υποκατάσταση των δημοσίως παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας από ιδιωτικές. Το σχετικό μερίδιο στην Ελλάδα παρουσιάζει σημαντική άνοδο (από 2,7% την περίοδο 1970-1974 στο 5% το 2000), ενώ παράλληλα καταγράφεται δεκαπλασιασμός της πραγματικής κατά κεφαλήν καταναλωτικής δαπάνης της κατηγορίας. Ωστόσο σε αντίθεση με τις προηγούμενες περιόδους, την τελευταία πενταετία εκτιμάται στασιμότητα.

Συμπερασματικά λοιπόν η Ελλάδα φαίνεται να ακολουθεί τη γενικότερη τάση που επικρατεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία χαρακτηρίζεται από αυξανόμενα ποσοστά συμμετοχής της κατηγορίας των δαπανών για την υγεία και τον ατομικό ευπρεπισμό στο σύνολο των καταναλωτικών δαπανών. Η αυξητική τάση, που παρατηρείται και στην ελληνική οικονομία, είναι αποτέλεσμα δύο παραγόντων: της ανάπτυξης του ιδιωτικού τομέα παροχής υπηρεσιών υγείας και της δυναμικής που χαρακτηρίζει τον κλάδο των φαρμάκων τα τελευταία χρόνια.

Στην Ελλάδα, σε αντίθεση με τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Σουηδία, Μ. Βρετανία), ο δημόσιος τομέας υγείας, αν και καταλαμβάνει μεγαλύτερο μερίδιο σε σχέση με τον ιδιωτικό τομέα παροχής υπηρεσιών υγείας, δεν έχει καταφέρει μέχρι σήμερα να προσφέρει αποδοτικές και πιο ανταγωνιστικές υπηρεσίες. Εκτός όμως από την ουσιαστική συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα παροχής υπηρεσιών υγείας, στη συνολική αύξηση των δαπανών υγείας συμβάλλει σημαντικά και η μεγέθυνση της κατηγορίας που περιλαμβάνει δαπάνες για φαρμακευτικά προϊόντα. Το φαινόμενο της αύξησης των δαπανών για φάρμακα παρατηρείται σε όλες τις χώρες-μέλη με την Ελλάδα να μην αποτελεί εξαίρεση. Παράλληλα σε υψηλά επίπεδα κινείται και η κρατική χρηματοδότηση για νοσοκομειακή και ιατρική περίθαλψη. Η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη ως ποσοστό του ΑΕΠ βαίνει αυξανόμενη τα τελευταία χρόνια. Η μέση τιμή των φαρμάκων, σύμφωνα με την ανάλυση του Δείκτη Τιμών Φαρμάκων, ακολουθεί πτωτική πορεία.