Σημαντική κατηγορία, τόσο από την άποψη της αναγκαιότητάς της για τη διαβίωση όσο και ως προς τη συμμετοχή της στη συνολική καταναλωτική δαπάνη, είναι αυτή των δαπανών για στέγαση, ύδρευση, καύσιμα και φωτισμό

Σημαντική κατηγορία, τόσο από την άποψη της αναγκαιότητάς της για τη διαβίωση όσο και ως προς τη συμμετοχή της στη συνολική καταναλωτική δαπάνη, είναι αυτή των δαπανών για στέγαση, ύδρευση, καύσιμα και φωτισμό.

Καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του ύψους της δαπάνης αυτής παίζουν οι δαπάνες πραγματικών και τεκμαρτών ενοικίων ακινήτων, επισκευών και συντήρησης ακινήτων, καυσίμων, ύδρευσης και ηλεκτρισμού. Η κυρίαρχη τάση που αποτυπώνεται κατά την εξεταζόμενη περίοδο είναι ανοδική, ενώ σε όλες τις χώρες το ποσοστό συμμετοχής της κατηγορίας αυτής στη συνολική καταναλωτική δαπάνη είναι ιδιαίτερα υψηλό.

Πίνακας 1. Πραγματική καταναλωτική δαπάνη Στέγασης, Ύδρευσης, Καυσίμων και Φωτισμού (σε euro/ecu κατά κεφαλήν – σταθερές τιμές του 1995).









1970

1980

1990

1995

1997

1999

2000

Γερμανία

1.700

2.454

3.073

2.910

3.030

3.110

:

Ισπανία

758

945

972

1.050

1.080

1.150

:

Ελλάδα

370

840

1.150

1.160

1.200

1.270

1.290

Ιρλανδία

522

626

1.050

1.170

1.270

1.360

1.430

Σουηδία

:

3.102

3.243

3.310

3.300

3.310

:

ΗΠΑ

1.688

2.115

2.250

2.485

2.691

:

:


Πηγή: Επεξεργασία στοιχείων Eurostat.

Στις ΗΠΑ η συμμετοχή της συγκεκριμένης κατηγορίας στη συνολική δαπάνη ακολουθεί οριακά φθίνουσα πορεία, ενώ στην Ιαπωνία παρουσιάζει έντονη τάση ανόδου. Αλλά και στην Ευρωπαϊκή Ένωση παρατηρείται αύξηση των δαπανών για στέγαση, ύδρευση, καύσιμα και φωτισμό, μολονότι υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις εντός των κρατών-μελών της ως προς το ύψος της δαπάνης. Ειδικότερα διαπιστώνονται ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα στις Σκανδιναβικές χώρες, όπως στη Σουηδία, στην οποία κατά την περίοδο 1995-1999 καταγράφεται μερίδιο ύψους 32,3%. Ανοδική τάση και υψηλά ποσοστά συμμετοχής παρουσιάζουν επίσης η Γερμανία και η Γαλλία.

Πίνακας 2. Ποσοστό κατά κεφαλήν δαπάνης Στέγασης, Ύδρευσης, Καυσίμων και Φωτισμού στη συνολική δαπάνη.




















1970-1974

1975-1979

1980-1984

1985-1989

1990-1994

1995-1999

2000

Αυστρία

:

13,1

16,3

17,4

16,9

19,5

:

Βέλγιο

17,7

19,5

23,0

22,6

22,5

24,1

:

Γερμανία

17,3

19,0

21,4

22,3

21,3

24,1

:

Δανία

19,4

23,2

26,6

26,2

28,0

27,4

:

Ισπανία

18,1

16,5

16,9

14,5

14,2

14,7

:

Φινλανδία

:

19,0

19,4

18,4

22,7

25,5

:

Γαλλία

17,3

17,9

19,7

21,0

22,8

24,1

:

Ελλάδα

17,8

15,7

16,1

16,5

17,3

17,5

17,0

Ιρλανδία

11,6

10,7

11,6

13,8

15,4

17,1

19,2

Ιταλία

14,7

13,6

14,9

16,1

17,9

19,6

19,4

Ιαπωνία

16,2

16,5

18,5

19,0

20,2

20,8

:

Λουξεμβούργο

17,2

18,4

19,7

20,6

19,8

19,8

:

Ολλανδία

13,5

15,0

18,6

19,3

19,8

21,3

:

Πορτογαλία

:

6,8

5,4

7,3

10,2

10,6

:

Σουηδία

:

:

25,9

25,3

30,4

32,3

:

Μ. Βρετανία

15,0

15,7

17,5

16,9

18,5

18,5

18,3

ΗΠΑ

18,3

18,6

19,6

18,9

18,3

18,1

:


Πηγή: Επεξεργασία στοιχείων Eurostat.

Επιπλέον στις χώρες που έχουν χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο σε σχέση με το μέσο ευρωπαϊκό, όπως στην Ισπανία, την Πορτογαλία, την Ιρλανδία και την Ελλάδα, παρατηρούνται μικτές τάσεις. Συγκεκριμένα, στην Ισπανία η τάση είναι αρνητική και το ποσοστό συμμετοχής της κατηγορίας στο σύνολο ανέρχεται σε 14,7%, ενώ στην Πορτογαλία παρατηρείται ανοδική τάση με το ποσοστό να προσεγγίζει το 10,6% (το χαμηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση). Όσον αφορά την Ελλάδα, η τάση είναι οριακά αρνητική με διακυμάνσεις, αφού από 17,8% την περίοδο 1970-1974 έφτασε το 2000 στο 17%. Το ποσοστό αυτό εκτιμάται οριακά κατώτερο του μέσου ευρωπαϊκού με τάσεις σταθεροποίησης. Εντούτοις η πραγματική καταναλωτική δαπάνη κατά την εξεταζόμενη περίοδο έχει σχεδόν τριπλασιασθεί, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται θετικοί ρυθμοί μεταβολής, οι οποίοι είναι ιδιαίτερα υψηλοί κατά τη δεκαετία του ’70.