Σε πρώτη φάση διερευνώνται οι εγχώριες και διεθνείς εξελίξεις σχετικά με την τελική κατανάλωση ειδών διατροφής, ποτών (αλκοολούχων και μη) και καπνού. Στην ομάδα αυτή δεν περιλαμβάνεται η κατανάλωση που γίνεται σε εστιατόρια.
Σε πρώτη φάση διερευνώνται οι εγχώριες και διεθνείς εξελίξεις σχετικά με την τελική κατανάλωση ειδών διατροφής, ποτών (αλκοολούχων και μη) και καπνού. Στην ομάδα αυτή δεν περιλαμβάνεται η κατανάλωση που γίνεται σε εστιατόρια.
Η σχετική συμμετοχή της δαπάνης αυτής της κατηγορίας στη συνολική καταναλωτική δαπάνη βαίνει μειούμενη. Τόσο στις ΗΠΑ όσο και στις ευρωπαϊκές χώρες υψηλού βιοτικού επιπέδου (Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Μ. Βρετανία, BENELUX, Σκανδιναβικές χώρες) εμφανίζει έντονη μείωση του μεριδίου της καθ’ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στις ΗΠΑ η συμμετοχή των δαπανών για τρόφιμα, ποτά και καπνό βρίσκεται στο χαμηλότερο ποσοστό σε σχέση με όλες τις υπόλοιπες χώρες (11,4% την περίοδο 1995-99), ενώ στις προαναφερθείσες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης το ποσοστό αυτό κατά την τελευταία πενταετία κυμαίνεται μεταξύ 16% και 22% της συνολικής καταναλωτικής δαπάνης. Ανάλογη τάση χαρακτηρίζει και την κατανάλωση στην Ιαπωνία, όπου το μερίδιο από 28,8% στις αρχές της δεκαετίας του ΄70 έφτασε στο 19,9% κατά τα τέλη της δεκαετίας του ΄90.
Πίνακας 1. Πραγματική καταναλωτική δαπάνη Ειδών Διατροφής, Ποτών και Καπνού (σε euro/ecu κατά κεφαλήν – σταθερές τιμές του 1995).
1970 |
1980 |
1990 |
1995 |
1997 |
1999 |
2000 |
|
Γερμανία |
1.627 |
2.017 |
2.257 |
2.050 |
2.040 |
2.110 |
: |
Ισπανία |
1.385 |
1.716 |
1.434 |
1.460 |
1.510 |
1.580 |
: |
Ελλάδα |
1.190 |
1.380 |
1.450 |
1.480 |
1.540 |
1.590 |
1.650 |
Ιρλανδία |
1.259 |
1.499 |
1.570 |
1.650 |
1.730 |
1.790 |
1.830 |
Σουηδία |
: |
1.933 |
1.916 |
1.930 |
1.930 |
1.970 |
: |
ΗΠΑ |
1.547 |
1.537 |
1.512 |
1.562 |
1.692 |
: |
: |
Πηγή: Επεξεργασία στοιχείων Eurostat. Πίνακας 2. Ποσοστό κατά κεφαλήν δαπάνης Ειδών Διατροφής, Ποτών και Καπνού στη συνολική δαπάνη.
1970-1974 |
1975-1979 |
1980-1984 |
1985-1989 |
1990-1994 |
1995-1999 |
2000 |
|
Αυστρία |
: |
23,4 |
21,3 |
19,7 |
17,5 |
15,6 |
: |
Βέλγιο |
28,6 |
25,3 |
22,5 |
21,9 |
19,5 |
17,8 |
: |
Γερμανία |
24,6 |
22,0 |
21,1 |
19,2 |
17,6 |
16,1 |
: |
Δανία |
28,4 |
25,6 |
24,2 |
21,4 |
20,0 |
18,3 |
: |
Ισπανία |
33,7 |
31,4 |
28,8 |
24,3 |
21,4 |
19,6 |
: |
Φινλανδία |
: |
29,3 |
27,6 |
25,3 |
23,5 |
19,5 |
: |
Γαλλία |
24,7 |
22,5 |
20,8 |
19,8 |
18,8 |
18,2 |
: |
Ελλάδα |
32,3 |
31,1 |
28,5 |
26,4 |
23,7 |
21,8 |
21,4 |
Ιρλανδία |
35,2 |
35,5 |
33,8 |
27,9 |
23,9 |
20,2 |
17,2 |
Ιταλία |
37,5 |
33,5 |
28,4 |
24,2 |
21,0 |
18,4 |
17,0 |
Ιαπωνία |
28,8 |
27,0 |
23,8 |
21,4 |
20,2 |
19,9 |
: |
Λουξεμβούργο |
27,4 |
25,0 |
23,7 |
21,5 |
18,5 |
18,2 |
: |
Ολλανδία |
27,4 |
23,6 |
22,2 |
18,6 |
17,2 |
15,7 |
: |
Πορτογαλία |
: |
37,8 |
35,2 |
31,0 |
26,4 |
24,2 |
: |
Σουηδία |
: |
: |
23,8 |
22,2 |
19,7 |
17,6 |
: |
Μ. Βρετανία |
32,6 |
30,8 |
27,6 |
23,6 |
20,9 |
18,9 |
17,5 |
ΗΠΑ |
17,9 |
16,7 |
14,9 |
12,9 |
11,9 |
11,4 |
: |
Πηγή: Επεξεργασία στοιχείων Eurostat. Πίνακας 3. Ποσοστό κατά κεφαλήν δαπάνης Ειδών Διατροφής και Μη Αλκοολούχων Ποτών στη συνολική δαπάνη.
1970-1974 |
1975-1979 |
1980-1984 |
1985-1989 |
1990-1994 |
1995-1999 |
2000 |
|
Αυστρία |
: |
19,3 |
17,7 |
16,2 |
14,6 |
13,0 |
: |
Βέλγιο |
23,3 |
20,5 |
18,0 |
17,9 |
15,7 |
14,0 |
: |
Γερμανία |
19,0 |
17,2 |
16,4 |
14,8 |
13,5 |
12,2 |
: |
Δανία |
19,6 |
17,9 |
17,0 |
14,9 |
14,3 |
13,4 |
: |
Ισπανία |
: |
: |
: |
: |
: |
16,6 |
: |
Φινλανδία |
: |
22,7 |
21,2 |
18,9 |
16,7 |
13,8 |
: |
Γαλλία |
20,5 |
18,9 |
17,5 |
16,7 |
15,7 |
14,7 |
: |
Ελλάδα |
29,4 |
28,5 |
25,6 |
23,1 |
19,6 |
17,4 |
16,9 |
Ιρλανδία |
28,0 |
28,6 |
26,9 |
21,6 |
17,6 |
13,9 |
10,7 |
Ιταλία |
32,0 |
29,4 |
25,0 |
21,3 |
18,4 |
15,9 |
14,6 |
Λουξεμβούργο |
22,9 |
19,4 |
16,2 |
14,3 |
12,0 |
: |
: |
Ολλανδία |
22,0 |
18,7 |
17,6 |
14,7 |
13,6 |
12,4 |
: |
Πορτογαλία |
: |
33,9 |
31,6 |
26,7 |
22,0 |
20,0 |
: |
Σουηδία |
: |
: |
18,1 |
17,1 |
14,9 |
13,3 |
: |
Μ. Βρετανία |
20,2 |
19,1 |
16,5 |
13,6 |
12,0 |
10,6 |
9,6 |
ΗΠΑ |
14,3 |
13,5 |
12,0 |
10,3 |
9,5 |
: |
: |
Πηγή: Επεξεργασία στοιχείων Eurostat. Πίνακας 4. Ποσοστό κατά κεφαλήν δαπάνης Αλκοολούχων Ποτών και Καπνού στη συνολική δαπάνη.
1970-1974 |
1975-1979 |
1980-1984 |
1985-1989 |
1990-1994 |
1995-1999 |
2000 |
|
Αυστρία |
: |
4,2 |
3,6 |
3,5 |
2,8 |
2,7 |
: |
Βέλγιο |
5,3 |
4,8 |
4,5 |
4,0 |
3,7 |
3,8 |
: |
Γερμανία |
5,7 |
4,8 |
4,7 |
4,4 |
4,1 |
3,9 |
: |
Δανία |
8,8 |
7,7 |
7,3 |
6,5 |
5,7 |
4,9 |
: |
Φινλανδία |
: |
6,6 |
6,4 |
6,5 |
6,8 |
5,8 |
: |
Γαλλία |
4,2 |
3,6 |
3,3 |
3,1 |
3,1 |
3,4 |
: |
Ελλάδα |
2,9 |
2,6 |
2,9 |
3,3 |
4,1 |
4,4 |
4,5 |
Ιρλανδία |
7,3 |
6,9 |
6,9 |
6,3 |
6,3 |
6,3 |
6,5 |
Ιταλία |
5,5 |
4,1 |
3,4 |
3,0 |
2,6 |
2,5 |
2,4 |
Λουξεμβούργο |
4,5 |
5,7 |
7,4 |
7,2 |
6,9 |
: |
: |
Ολλανδία |
5,4 |
5,0 |
4,6 |
3,9 |
3,6 |
3,3 |
: |
Πορτογαλία |
: |
4,0 |
3,6 |
4,3 |
4,3 |
4,1 |
: |
Σουηδία |
: |
: |
5,8 |
5,1 |
4,8 |
4,2 |
: |
Μ. Βρετανία |
12,4 |
11,7 |
11,1 |
10,0 |
8,9 |
8,2 |
7,9 |
ΗΠΑ |
3,6 |
3,2 |
2,9 |
2,6 |
2,4 |
: |
: |
Πηγή: Επεξεργασία στοιχείων Eurostat.
Οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θεωρούνται αναπτυσσόμενες (Ιρλανδία, Ισπανία, Πορτογαλία και Ελλάδα) ακολουθούν την ίδια τάση, η οποία χαρακτηρίζεται από ταχεία πτώση του καταναλωτικού μεριδίου της δαπάνης για την κατηγορία αλκοολούχων ποτών και καπνού. Η Ελλάδα κατέχει την πρώτη θέση ανάμεσα στις εξεταζόμενες χώρες όσον αφορά το ύψος του καταναλωτικού μεριδίου που διοχετεύεται στη συγκεκριμένη κατηγορία (αντιπροσωπεύει το 21% περίπου της συνολικής δαπάνης του 2000). Αξίζει να σημειωθεί ότι στις αρχές της δεκαετίας του ’70 το ποσοστό αυτό ήταν κοντά στο 33%. Ωστόσο, εξαιτίας του υψηλού ποσοστού που καταλαμβάνει η συγκεκριμένη καταναλωτική δαπάνη στη συνολική, τα τελευταία έτη καταγράφεται υψηλή ετήσια κατά κεφαλήν καταναλωτική δαπάνη (1.650 ecu/euro το 2000).
Η μεταβολή της πραγματικής κατά κεφαλήν καταναλωτικής δαπάνης για την κατηγορία αυτή, μολονότι αυξητική, δεν ακολουθεί τους ρυθμούς αύξησης της πραγματικής συνολικής καταναλωτικής δαπάνης. Ο υψηλότερος ρυθμός αύξησης παρατηρείται κατά την περίοδο 1975-1979 (3,6%), η οποία ακολουθείται όμως από μία περίοδο μείωσης (-1,1% το 1980-1984). Τα τελευταία χρόνια καταγράφεται άνοδος της τάξης του 2,5% έναντι 3% της συνολικής πραγματικής δαπάνης.
Όπως προαναφέρθηκε, η μείωση του μεριδίου της συγκεκριμένης κατηγορίας στην Ελλάδα ακολουθεί τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Τα αίτια γι’ αυτή τη συνεχή πτώση μπορούν εν μέρει να αναζητηθούν στις δημογραφικές εξελίξεις που παρατηρούνται στη χώρα. Ειδικότερα, η σταδιακή αύξηση του πληθυσμού που ανήκει στην ηλικιακή ομάδα των 65 ετών και άνω, ως ποσοστό επί του συνολικού πληθυσμού, σε συνδυασμό με τη συρρίκνωση του μέσου μεγέθους του νοικοκυριού (λιγότερα μέλη λόγω αύξησης του κόστους ζωής), δικαιολογεί σε μεγάλο βαθμό τη συνεχή πτώση του μεριδίου. Επίσης οι αλλαγές στη δομή της αγοράς εργασίας τα τελευταία χρόνια (π. χ. αυξανόμενο ποσοστό γυναικών που εισέρχονται στην παραγωγική διαδικασία) αποτελούν ερμηνευτικό παράγοντα της μείωσης του καταναλωτικού μεριδίου των ειδών διατροφής εντός οικίας και των μη αλκοολούχων ποτών (χυμοί, αναψυκτικά, μεταλλικά νερά, κλπ.), το οποίο καταλαμβάνει βέβαια το μεγαλύτερο ποσοστό της ευρύτερης κατηγορίας που εξετάζεται. Είναι αξιοσημείωτο το ότι ορισμένες μεταβολές στη σύνθεση του ελληνικού νοικοκυριού, όπως είναι ο αυξανόμενος αριθμός των νοικοκυριών που αποτελούνται από ένα άτομο, καθώς και η αλλαγή των καταναλωτικών προτύπων σχετικά με τη διατροφή (προτίμηση σε έτοιμα φαγητά) συμβάλλουν στην πτωτική πορεία της σχετικής συμμετοχής της συγκεκριμένης κατηγορίας στο σύνολο της καταναλωτικής δαπάνης.
Η κατηγορία των αλκοολούχων ποτών (μπύρες, κρασί, κλπ.) και του καπνού εμφανίζει ιδιαίτερα δυναμική πορεία. Σε αντίθεση με την κατηγορία των ειδών διατροφής και των μη αλκοολούχων ποτών, η σχετική συμμετοχή των κατά κεφαλήν δαπανών της συγκεκριμένης κατηγορίας στο σύνολο παρουσιάζει αυξητική τάση, καθώς το ποσοστό κατά την τελευταία τριακονταετία σχεδόν διπλασιάσθηκε, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες χώρες, που παρουσιάζουν μείωση ή στην καλύτερη περίπτωση στασιμότητα. Ταυτόχρονα καταγράφεται σημαντικότατη αύξηση της κατά κεφαλήν πραγματικής καταναλωτικής δαπάνης. Συγκεκριμένα τις περιόδους 1970-1974 και 1975-1979 η αύξηση αυτή ανήλθε σε 10,7% και 14,2% αντιστοίχως. Πάντως τα τελευταία χρόνια η άνοδος είναι περιορισμένη και χαμηλότερη της ανόδου της συνολικής καταναλωτικής δαπάνης.