Οι ηγεσίες των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων κατακλύζονται σήμερα διαρκώς από άγνωστους κινδύνους για την πορεία τους. Καθώς οι βιώσιμες επιχειρηματικές πρακτικές γίνονται ένα αυστηρό κανονιστικό πλαίσιο, οι ηγεσίες πρέπει πλέον να επικεντρώνονται όχι μόνο στη βραχυπρόθεσμη, αλλά και στη μεσομακροπρόθεσμη κερδοφορία και παραγωγικότητά τους, άρα και στο αποτύπωμα που αφήνουν οι επιχειρήσεις και οι αλυσίδες αξίας τους στους ανθρώπους και το περιβάλλον.

Στο πλαίσιο αυτό, βασικό ρόλο για τη διαχείριση κινδύνων έχουν, δίπλα στους διευθύνοντες συμβούλους και τα διοικητικά συμβούλια, οι Chief Sustainability Officers (CSO).

Η πρόσφατη έγκριση της Οδηγίας της ΕΕ για τη δέουσα επιμέλεια στην εταιρική βιωσιμότητα (CSDDD) είναι η τελευταία και αναμφισβήτητα πιο σημαντική ρυθμιστική εξέλιξη, που αποσκοπεί στην αναμόρφωση των επιχειρηματικών πρακτικών για την υποστήριξη κι όχι την υπονόμευση της βιωσιμότητας. Στο πλαίσιο αυτό, απαιτεί πλέον από τις μεγάλες εταιρείες να αξιολογούν και να αντιμετωπίζουν τις επιπτώσεις των δραστηριοτήτων τους στους ανθρώπους και το περιβάλλον στις αλυσίδες αξίας τους, συμβάλλοντας στην εξασφάλιση ισότιμων όρων ανταγωνισμού για τους ηγέτες της βιωσιμότητας.
Η CSDDD επιδιώκει να εναρμονίσει τις απαιτήσεις δέουσας επιμέλειας ως απάντηση στους ελαφρώς διαφορετικούς σχετικούς νόμους στη Γαλλία και τη Γερμανία (και τους υπό σχεδιασμό παρόμοιους νόμους στο Βέλγιο, τις Κάτω Χώρες και την Ισπανία). Με τον καθορισμό κοινού κατώτατου ορίου για τη δέουσα επιμέλεια ως προς τη βιωσιμότητα, η CSDDD θα εξασφαλίσει ισότιμους όρους ανταγωνισμού μεταξύ των εταιρειών που δραστηριοποιούνται στην ΕΕ, αν και η ευελιξία που παρέχεται στα κράτη-μέλη να υπερβούν τις απαιτήσεις της, αφήνει περιθώρια για ορισμένες συνεχιζόμενες διαφορές.

Η CSDDD σχεδιάστηκε, επίσης, για να διαδραματίσει ουσιαστικό και συμπληρωματικό ρόλο στην αρχιτεκτονική βιωσιμότητας της ΕΕ. Μαζί με την Οδηγία για την υποβολή εκθέσεων βιωσιμότητας από τις εταιρείες (CSRD), η CSDDD αποτελεί μέρος της πολιτικής της ΕΕ για την προώθηση «μιας οικονομίας στην υπηρεσία των ανθρώπων», σχετίζεται με τους στόχους της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας και συμπληρώνει την CSRD.

Η ευρεία προσέγγιση δέουσας επιμέλειας της CSDDD θα πρέπει, επίσης, να εξεταστεί παράλληλα με άλλους πιο στενά εστιασμένους κανονισμούς της ΕΕ, όπως οι κανονισμοί για τα ορυκτά, τις μπαταρίες και την ξυλεία, αλλά και ο κανονισμός της ΕΕ για την απαγόρευση των προϊόντων που κατασκευάζονται με καταναγκαστική εργασία. Ο κανονισμός της ΕΕ για τα «προϊόντα μηδενικής αποψίλωσης» το αναγνωρίζει αυτό, ενόσω αναμένεται ότι οι πιο συγκεκριμένες απαιτήσεις δέουσας επιμέλειας για την αποψίλωση των δασών θα συγκλίνουν με τις γενικές υποχρεώσεις δέουσας επιμέλειας της CSDDD.

Η εφαρμογή της CSDDD απαιτεί καινοτομία
Οι παραδοσιακές νομικές στρατηγικές μετριασμού του κινδύνου δεν θα ανταποκρίνονται πλέον στις προσδοκίες των ενδιαφερόμενων μερών (κοινωνία και αγορά), τα οποία θα έχουν την εξουσία να εγείρουν άμεσες αξιώσεις αποζημίωσης κατά των εταιρειών. Για να παραμείνουν επίκαιρα και ανταγωνιστικά τα εταιρικά στελέχη, πρέπει να αναγνωρίσουν ότι η συμμόρφωση με την CSDDD ωθεί σε πλήρη εταιρικό μετασχηματισμό, οδηγώντας σε βελτιωμένα αποτελέσματα για τους ανθρώπους και τον πλανήτη και στην επίτευξη των προοπτικών βιωσιμότητας, ενισχύοντας μακροπρόθεσμα την αξία κάθε εταιρείας.

Το εφαρμοστικό πλαίσιο της CSDDD
Στις 24 Μαΐου 2024 εγκρίθηκε επίσημα η CSDDD, που φέρνει μια νέα εποχή για τη δέουσα επιμέλεια σε ό,τι αφορά το περιβάλλον και τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Τα κράτη-μέλη της ΕΕ έχουν προθεσμία δύο ετών να ενσωματώσουν την CSDDD στο εθνικό τους δίκαιο. Αυτές οι υποχρεώσεις για τις επιχειρήσεις που έχουν συσταθεί στην ΕΕ, θα εφαρμοστούν σταδιακά: Το 2027 από τις εταιρείες προσωπικού άνω των 5.000 ατόμων και κύκλου εργασιών από 1,5 δισ. ευρώ. Το 2028 από τις εταιρείες προσωπικού άνω των 3.000 ατόμων και κύκλου εργασιών από 900 εκατ. ευρώ και το 2029 από τις εταιρείες προσωπικού άνω των 1.000 εργαζομένων και κύκλου εργασιών από 450 εκατ. ευρώ.

Εκτιμάται ότι άνω των 5.000 εταιρειών της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων εταιρειών του χρηματοπιστωτικού τομέα, επηρεάζονται άμεσα. Έμμεσα επηρεάζονται αμέτρητες άλλες, καθώς οι υποχρεώσεις διαχείρισης των επιπτώσεων που συνδέονται με τους επιχειρηματικούς εταίρους, κλιμακώνονται μέσω των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού, λόγω των αυξημένων συμβατικών απαιτήσεων και αιτημάτων για πληροφορίες σχετικά με τη βιωσιμότητα.

Οι εταιρείες πρέπει να «γνωρίζουν και να δείχνουν» πώς αντιμετωπίζουν τις δυσμενείς επιπτώσεις από τις δραστηριότητές τους, με αστικές ευθύνες και οικονομικές κυρώσεις για όσους δεν συμμορφώνονται. Το πεδίο εφαρμογής της δέουσας επιμέλειας εκτείνεται στις ίδιες δραστηριότητες, στην αλυσίδα εφοδιασμού (έως τις πρώτες ύλες) και στις κατάντη δραστηριότητες μεταφορών, αποθήκευσης και διανομών. Αυτό σημαίνει τον προσδιορισμό και την αξιολόγηση των πραγματικών και δυνητικών επιπτώσεων κάθε εταιρείας στα ανθρώπινα δικαιώματα και το περιβάλλον και συναφώς την ανάληψη δράσεων σχετικών με την πρόληψη, τον μετριασμό των επιπτώσεων, της αποκατάστασης των ζημιών, αλλά και λογοδοσίας των εταιρειών. Ενώ οι κατάντη επιπτώσεις (π.χ. που συνδέονται με την τελική χρήση προϊόντων και υπηρεσιών) είναι ως επί το πλείστον εκτός πεδίου εφαρμογής, έως το 2026 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναμένεται ότι θα υποβάλει έκθεση σχετικά με το κατά πόσον απαιτούνται προσαρμοσμένες απαιτήσεις δέουσας επιμέλειας για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες και τις επενδυτικές δραστηριότητες.

Η «ουσία» της CSDDD
Η CSDDD θεσπίζει μια ξεχωριστή κανονιστική υποχρέωση για τις εταιρείες, να υιοθετούν και να εφαρμόζουν σχέδια κλιματικής μετάβασης, που περιλαμβάνουν επιστημονικά τεκμηριωμένους, χρονικά δεσμευτικούς στόχους, οι οποίοι καλύπτουν τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου πεδίου 1, 2 και 3 για το 2030 –εφεξής κάθε πενταετία έως το 2050. Αυτό ευθυγραμμίζεται με την υποχρέωση δημοσιοποίησης σχεδίων κλιματικής μετάβασης, βάσει της Οδηγίας της ΕΕ για την υποβολή εκθέσεων εταιρικής βιωσιμότητας (CSRD), προχωρώντας περαιτέρω, καθώς απαιτεί από τις εταιρείες να εγκρίνουν και να εφαρμόζουν τέτοια σχέδια, δημιουργώντας μια de facto υποχρέωση διεξαγωγής δέουσας επιμέλειας για το κλίμα, δηλαδή για την αξιολόγηση και την αντιμετώπιση των επιπτώσεων των δραστηριοτήτων κάθε εταιρείας στο κλίμα. Η CSDDD αναγνωρίζει την αλληλεξαρτώμενη φύση της ανθρώπινης υγείας, των κατοικίδιων και άγριων ζώων, των φυτών και του ευρύτερου περιβάλλοντος, απαιτώντας από τις εταιρείες να αντιμετωπίζουν την υποβάθμιση του περιβάλλοντος, που επιδρά δυσμενώς στα ανθρώπινα δικαιώματα.

Η φύση της CSDDD θα απαιτήσει από πολλές επιχειρήσεις να προχωρήσουν πέρα από τις τρέχουσες πρακτικές ή να επισημοποιήσουν και να επεκτείνουν τις εθελοντικές πρακτικές τους σε νέα ζητήματα και τομείς των αλυσίδων αξίας τους. Οι εταιρείες θα πρέπει να συνεργάζονται με τα επηρεαζόμενα ενδιαφερόμενα μέρη –για παράδειγμα, με τους εργαζομένους, τις τοπικές κοινότητες, τους καταναλωτές και τους οργανισμούς περιβάλλοντος και ανθρωπίνων δικαιωμάτων– για τον εντοπισμό και τη διαχείριση των αρνητικών εξωτερικοτήτων κάθε επιχείρησης και των σχέσεών τους. Αυτό απαιτεί μια ώριμη προσέγγιση της υπόθεσης «διαφάνεια», πράγμα που σημαίνει ότι δεν αρκεί η αποκάλυψη των ζητημάτων ή η ανάληψη πρωτοβουλιών που άνετα μπορεί να μοιράζεται μια εταιρεία, αλλά ότι πρέπει να είναι ανοιχτή στην κριτική των ενδιαφερόμενων μερών και στον έλεγχο για ό,τι δεν λειτουργεί ακόμα.

Η συμμόρφωση με την CSDDD συνεπάγεται την επιχειρηματική κατανόηση της έννοιας «δέουσα επιμέλεια». Όχι ως επιχειρηματικής δέουσας επιμέλειας (δηλ. για τον εντοπισμό των επιχειρηματικών κινδύνων στις συναλλαγές) ή της παραδοσιακής περιβαλλοντικής δέουσας επιμέλειας (δηλ. σχετικά με την κατά νόμο συμμόρφωση προς αποφυγή της περιβαλλοντικής μόλυνσης), αλλά ως δέουσας επιμέλειας εστιασμένης σε όλες τις επιπτώσεις της δραστηριότητας μιας εταιρείας στους ανθρώπους και τον πλανήτη, στην κατεύθυνση μιας μόνιμης προτεραιότητας για την αντιμετώπιση των πιο σοβαρών και πιθανότερων επιπτώσεων σε όλη την αλυσίδα αξίας της εταιρείας ανεξαρτήτως του επιχειρηματικού κινδύνου.

Προετοιμασία για την εφαρμογή της CSDDD
Δεδομένης της παγκόσμιας εμβέλειας της CSDDD, οι εταιρείες εντός κι εκτός ΕΕ ενθαρρύνονται να προετοιμαστούν ως προς α) την αξιολόγηση της ευθυγράμμισης με τα παγκόσμια πρότυπα δέουσας επιμέλειας, β) την καθιέρωση ισχυρής διακυβέρνησης και εποπτείας από τα ΔΣ των εταιρειών, γ) την ανάπτυξη εμπειρογνωμοσύνης και την προώθηση της διαλειτουργικής συνεργασίας, ε) τη χαρτογράφηση του τοπίου και στ) την ανάπτυξη χάρτη πορείας για την εφαρμογή της CSDDD.