Η έκπτωση της κοινωνικής ευημερίας ως προϊόν της οικονομικής κρίσης προφανώς εγείρει την δυσπιστία της κοινωνίας έναντι γενικά των φορέων και θεσμών, που εγγυώνται ακριβώς την προστασία της ευημερίας και των δικαιωμάτων των πολλών.

Από την οικονομική κρίση στην κρίση εμπιστοσύνης

Γι’ αυτό η οικονομική κρίση αναπόφευκτα εκδηλώνεται και ως κοινωνική κρίση. Στο πλαίσιο αυτό, η αύξηση του σκεπτικισμού των καταναλωτών, τόσο για το παρεχόμενο επίπεδο ασφάλειας των προϊόντων της βιομηχανίας τροφίμων-ποτών όσο και για το κύρος των εθνικών και υπερεθνικών θεσμών που την εγγυώνται, είναι το πρόσθετο βάρος που σηκώνουν σήμερα όσοι προασπίζονται και επικαλούνται την ασφάλεια των τροφίμων, ασχέτως του αν η ειλικρίνειά τους τεκμαίρεται από το έλλογο συμφέρον τους να πλειοδοτούν διαρκώς με επιτυχία σε εξετάσεις επάρκειας και εντιμότητας.

Η συγκυρία διατροφικών σκανδάλων, όπως αυτή της διάθεσης προϊόντων κρέατος αλόγου με την ψευδεπίγραφη ετικέτα «μοσχαρίσιο» –έστω κι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν ετέθη κατά κύριο λόγο θέμα διακινδύνευσης της δημόσιας υγείας ή ακόμα κι αν μια σχετική πρόνοια ελέγχων DNA φάνταζε μέχρι πρότινος εντελώς εκτός πεδίου λογικής πρόβλεψης– επισημαίνει σε όλους τους κρίκους της εφοδιαστικής αλυσίδας και στις ελεγκτικές δημόσιες αρχές το πόσο εύκολα ο σκεπτικισμός μπορεί σήμερα να μετατραπεί σε κρίση εμπιστοσύνης προς τη βιομηχανία για την ασφάλεια των τροφίμων.

Για την υπέρβαση τέτοιου είδους κρίσεων (ορατών μάλλον στα στοιχεία πωλήσεων των στοχοποιημένων επιχειρήσεων ή κατηγοριών τροφίμων παρά στον δημόσιο λόγο) δεν αρκούν οι στερεότυπες αντιδράσεις μέσω της μαζικής διαφήμισης εκ μέρους μεμονωμένων επιχειρήσεων. Κι αυτό γιατί το υπόβαθρό τους είναι αμφίπλευρο: Στο στόχαστρο της καταναλωτικής καχυποψίας δεν βρίσκεται μόνο η εγκυρότητα των επιχειρήσεων, αλλά και η δομική ανεπάρκεια του δημόσιου συστήματος ελέγχων να την εγγυηθεί.

Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι οι όποιες πρόοδοι στο θεσμικό επίπεδο ακυρώνονται από τη μείωση των δημόσιων δαπανών για τη συντήρηση αξιόπιστων μη γραφειοκρατικών μηχανισμών ελέγχου. Παρεμπιπτόντως, η έμφαση των δημόσιων αρχών σε «τιμωρίες»,, που προσλαμβάνουν χαρακτήρα διαπόμπευσης, παρά στη συστηματική προληπτική δράση –κι αυτό χάριν επικοινωνιακής υπεραναπλήρωσης της επιδεινούμενης ανεπάρκειάς τους– επιτείνει μάλλον την κρίση εμπιστοσύνης παρά τη θεραπεύει… 

Κατά πόσο, άραγε, είναι εφικτό οι επιχειρήσεις του κλάδου τροφίμων-ποτών να ομονοήσουν στην ανάληψη πρωτοβουλίας έναρξης δημόσιου διαλόγου με τους φορείς των καταναλωτών, προκειμένου να επαναπροσδιοριστεί το πλαίσιο της εμπιστοσύνης στο κρίσιμο πεδίο της ασφάλειας των τροφίμων ως κοινού τόπου, δηλαδή τόπου εκκίνησης της κάθε μεμονωμένης προσπάθειας προϊόντος και μάρκας να κερδίσει την καταναλωτική εμπιστοσύνη στα επιμέρους πεδία που αυτό επιλέγει να διαφοροποιείται; Την απάντηση αξίζει, τουλάχιστον, να τη διανοηθούν κυρίως όσοι είναι πεισμένοι ότι η «επόμενη ημέρα» της οικονομικής κρίσης ανήκει αυτοδίκαια στην αυτορρύθμιση της αγοράς…