Διαρκές σήμα συναγερμού εκπέμπουν οι διεθνείς αναλυτές για την πορεία κυρίως ορισμένων από τις βασικότερες αγορές εμπορευμάτων, πρώτων υλών ή commodities, όπως αποκαλούνται στη χρηματοοικονομική ορολογία, ενόσω δεν διαφαίνεται η προοπτική αποκλιμάκωσης του ανατιμητικού κύματος, το οποίο εκτραχύνει η ενεργειακή κρίση, δοκιμάζοντας τις αντοχές της παγκόσμιας κοινωνίας και των κυβερνήσεών της.
Καύσιμα, μέταλλα και αγροτικά προϊόντα γίνονται αντικείμενο επενδυτικών συναλλαγών, διακανονισμών, στοιχημάτων ακόμα και «εξισορροπητικής κερδοσκοπίας» (arbitrage) στα διεθνή χρηματιστήρια εμπορευμάτων, από το Σικάγο ως το Τόκιο και από την ισπανική Χαάν, όπου δρα το μοναδικό χρηματιστήριο για τις τιμές του ελαιόλαδου, ως τη Μπολόνια, όπου καθορίζονται οι τιμές στο σκληρό σιτάρι, πρώτη ύλη των ζυμαρικών. Από τα «συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης», που αγοράζονται και πουλιούνται στα χρηματιστήρια, μέχρι την κούπα του καφέ και τη μακαρονάδα στο σπιτικό γεύμα, η διαδρομή είναι πολύ πιο περιπετειώδης απ’ όσο φαντάζεται κανείς. Για κάθε προϊόν που φτάνει στα ράφια του σούπερ μάρκετ, έχουν μεσολαβήσει αλυσίδες αξίας, που επηρεάζονται με σύνθετο τρόπο από τις διακυμάνσεις στις διεθνείς τιμές των αγορών πρώτων υλών.
ΕΕ: Στο κέντρο των επιπτώσεων της ενεργειακής κρίσης
Με τις τιμές της ενέργειας να ανεβαίνουν απρόβλεπτα, όσο σοβεί η κρίση μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας στα ανατολικά της ΕΕ –μια κρίση με παγκόσμιο γεωπολιτικό υπόβαθρο, καθώς πρόκειται για αναμέτρηση ουσιαστικά ΗΠΑ-Ρωσίας–, οι οικονομικοί αναλυτές προειδοποιούν ότι ήδη οι επιπτώσεις της είναι αισθητές στις αγορές των commodities. Η ΕΕ θα πληρώσει ακριβότερα από κάθε άλλον το «μάρμαρο» των επαπειλούμενων σκληρών κυρώσεων της Δύσης εις βάρος της Ρωσίας, αν εισβάλει στην Ουκρανία, καθώς θεωρείται βέβαιο ότι θα περιοριστεί περαιτέρω η ήδη μειωμένη τροφοδοσία της Ευρώπης με ρωσικό φυσικό αέριο. Η πολυεθνική ολλανδική τράπεζα ING επεξεργάζεται σενάρια αναταράξεων μικρής, μεσαίας ή μεγαλύτερης κλίμακας σε όλο το φάσμα των αγορών εμπορευμάτων, από την ενέργεια ως τον αγροδιατροφικό τομέα και τα μεταλλεύματα, ανάλογα με το εύρος μιας πιθανής πολεμικής κρίσης και των διεθνών αντιδράσεων.
Ο πλέον αδύναμος κρίκος σε αυτή την εξίσωση είναι η ευρωπαϊκή αγορά φυσικού αερίου, καθώς η Ρωσία καλύπτει περίπου το 40%-50% του συνόλου των σχετικών αναγκών της. Αλλά οι επιπτώσεις θα είναι σημαντικές και στις αγορές του αργού πετρελαίου, καθώς η Ρωσία είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας του προϊόντος μετά τη Σαουδική Αραβία. Τυχόν κυρώσεις εις βάρος της ρωσικής πετρελαιοβιομηχανίας θα προκαλούσαν διεθνείς ελλείψεις αργού πετρελαίου, σπρώχνοντας τις χρηματιστηριακές αγορές σε «bull run», ενώ η Ευρώπη θα ήταν και πάλι η πλέον εκτεθειμένη, αφού η Ασία –ειδικά η Κίνα– δεν αναμένεται να επηρεαστεί σοβαρά.
Στο ίδιο πλαίσιο, οι εισαγωγές δημητριακών (σιταριού και καλαμποκιού) τελούν επίσης υπό διακινδύνευση, το ίδιο και ο τομέας της αγοράς αλουμινίου, προειδοποίει η ΙΝG, ενόσω η Οργάνωση Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ (FAO) κρούει τον κώδωνα κινδύνου για μια νέα διατροφική κρίση, καθώς οι τιμές των βασικών τροφίμων ανεβαίνουν διεθνώς. Παρά τη μικρή «διόρθωσή» τους προ διμήνου, κυρίως στους δείκτες σιτηρών και φυτικών ελαίων, συνολικά ο δείκτης τροφίμων του FAO παραμένει στα υψηλότερα επίπεδα από το 2011, τη χρονιά, δηλαδή, που οι διαδηλώσεις για το ψωμί στη Μέση Ανατολή πυροδότησαν την «Αραβική Άνοιξη».
Εντείνεται η αβεβαιότητα
«Το 2022 ξεκίνησε με αναταράξεις», επισημαίνεται για τον Φεβρουάριο στην μηνιαία επιθεώρηση Market Monitor του AMIS (Agricultural Market Information System), εποπτικού οργανισμού που συντονίζεται από διεθνείς φορείς (ΟΗΕ, Παγκόσμια Τράπεζα, ΟΟΣΑ, Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου κ.ά.) και διερευνά τις τάσεις της διεθνούς αγοράς σε βασικά αγροτικά προϊόντα, όπως ρύζι, καλαμπόκι, σιτάρι και σόγια. «Η ραγδαία επέκταση της παραλλαγής Omicron, οι υψηλές τιμές της ενέργειας, των ναύλων και των λιπασμάτων, σε συνδυασμό με τις γεωπολιτικές εντάσεις, επιτείνουν την αβεβαιότητα στις αγορές», σχολιάζουν οι αναλυτές του ΑΜIS. Η διαθεσιμότητα στα παγκόσμια αποθέματα σιτηρών παραμένει μειωμένη και οι προβλέψεις για τη σοδειά της σόγιας αναθεωρούνται προς τα κάτω εξαιτίας των αντίξοων καιρικών συνθηκών στη Νότια Αμερική, ενώ οι μακροοικονομικές πιέσεις αναμένεται να συνεχιστούν, μαζί με την αύξηση της ζήτησης. Οι ελπίδες εναποτίθενται στις νέες σοδειές στα μέσα του χρόνου, δηλαδή στην ευχή να είναι ικανοποιητικές, ώστε να αποκλιμακωθούν οι τιμές των τροφίμων και να ισορροπήσει η παγκόσμια αγορά, τονίζεται από τον AMIS.
Δείκτης PMI: Ιστορικό υψηλό δεκαετίας
Με ρυθμούς ρεκόρ αυξάνονται οι τιμές παραγωγού σε βασικά τρόφιμα, διαπιστώνεται στο τελευταίο ενημερωτικό δελτίο του Δείκτη Υπεύθυνων Προμηθειών (PMI) της IHS-Markit. Η διεθνής εταιρεία αναλυτών και συμβούλων επιχειρήσεων, που εξαγοράστηκε το 2021 από το γίγαντα χρηματοοικονομικών υπηρεσιών S&P Global, συνθέτει κάθε μήνα τους δείκτες PMI, καταγράφοντας τις οικονομικές τάσεις σε νευραλγικούς τομείς της αγοράς. Τα στοιχεία συλλέγονται μέσω ερωτηματολογίων, που απευθύνονται στους επικεφαλής των προμηθειών τριάντα χιλιάδων κορυφαίων εταιρειών σε σαράντα χώρες. Βάσει των στοιχείων που συνέλεξε τον Ιανουάριο και δημοσίευσε τον Φεβρουάριο, λοιπόν, προμηνύεται ραγδαία αύξηση στις διεθνείς τιμές των τροφίμων, οι οποίες, όπως σημειώνεται, «επηρεάζουν το σύνολο της οικονομίας, καθώς ευθύνονται για ένα σημαντικό μέρος του πληθωρισμού στις τιμές καταναλωτή, και είναι, άλλωστε, πολιτικά ανεπιθύμητες. Όχι μόνο επειδή είναι ορατές από τους πολλούς, αλλά και επειδή χτυπάνε πιο σκληρά τους πιο φτωχούς».
Ο σύνθετος Διεθνής Δείκτης Τιμών Παραγωγών και Υπευθύνων Προμηθειών Τροφίμων (Global Food Producer PMI Prices Charged Index) ανήλθε στις 63,6 μονάδες τον Ιανουάριο από τις 62,5 τον Δεκέμβριο. Πρόκειται για την υψηλότερη τιμή από το 2011. Κάθε πρόσθετη μονάδα άνω των 50 δείχνει άνοδο των τιμών. Ο σχετικός δείκτης, λοιπόν, παραπέμπει σε ρυθμούς ανόδου του πληθωρισμού στα τρόφιμα, που δεν έχουν παρατηρηθεί ξανά από την έναρξη των ερευνών το 2009. Τον Ιανουάριο υπήρξε μεν μια μικρή χαλάρωση των ρυθμών του πληθωρισμού στα κόστη εισροών των παραγωγών τροφίμων, αλλά η αύξηση παραμένει η δεύτερη υψηλότερη εδώ και μία δεκαετία, μετά το ρεκόρ τον Δεκέμβριο.
Βασικός παράγοντας που επιδρά πληθωριστικά στις τιμές των τροφίμων, είναι η επιδείνωση των συνθηκών στην εφοδιαστική αλυσίδα από την έναρξη της πανδημίας. Τον Ιανουάριο φέτος οι ελλείψεις στην αλυσίδα τροφοδοσίας χειροτέρεψαν, ένδειξη ότι «η πρόσφατη απότομη άνοδος του πληθωρισμού στις τιμές των τροφίμων μπορεί να μην έχει φτάσει ακόμα στο ζενίθ, μολονότι βρίσκεται σε ιστορικό υψηλό δεκαετίας», επισημαίνεται στην έρευνα της Markit. Συγκεκριμένα, ο υποδείκτης της PMI, που αναφέρεται στο χρόνο παράδοσης των εμπορευμάτων από τους παραγωγούς, δείχνει πρωτοφανείς καθυστερήσεις τον Ιανουάριο, που δεν έχουν παρατηρηθεί προ πανδημίας. Η προοπτική της συνέχισης της ανόδου των τιμών στα τρόφιμα τους επόμενους μήνες συνιστά πολλαπλή απειλή, τόσο για τις οικονομικές όσο και για τις πολιτικές εξελίξεις, τονίζεται στην έρευνα, στην οποία επισημαίνεται ως πρώτος κίνδυνος η νέα άνοδος του τιμάριθμου, καθώς το κόστος των τροφίμων ανακλάται άμεσα στο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή κάθε χώρας.
Στο πλαίσιο αυτό, ως επίπτωση των εξελισσόμενων πληθωριστικών πιέσεων περιγράφεται η σκλήρυνση της νομισματικής πολιτικής εκ μέρους των κεντρικών τραπεζών. Ως δεύτερος σημαντικός κίνδυνος επισημαίνεται η δυσανάλογη επιβάρυνση κυρίως των νοικοκυριών χαμηλού εισοδήματος, καθότι οι δαπάνες για τη διατροφή αποτελούν το συγκριτικά μεγαλύτερο μέρος των συνολικών δαπανών διαβίωσης αυτών ακριβώς των νοικοκυριών. Σε συνδυασμό με τις αυξήσεις στην ενέργεια, που επίσης πλήττουν περισσότερο τους ασθενέστερους, οι αυξήσεις ρεκόρ στις τιμές των τροφίμων «συνιστούν δυνητική απειλή για τη σταθερότητα πολλών χωρών, με τρόπο που δεν έχουμε δει εδώ και πολλά χρόνια», τονίζεται στο πόρισμα της έρευνας.
Tζορτζ Ραψομανίκη, FAO: Πολυπαραγοντική η εκτόξευση
στις τιμές των τροφίμων O οικονομολόγος κ. Tζορτζ Ραψομανίκης, Senior Economist στο τμήμα Ανάλυσης Αγορών και Εμπορευμάτων του FAO, επικεφαλής της ομάδας Commodity Markets and Development, στη σύντομη δήλωσή του στο «σελφ σέρβις» αποδίδει τις ραγδαίες αυξήσεις στις τιμές βασικών τροφίμων σε ένα εκτεταμένο συνδυασμό παραγόντων. «Συντελούν οι αντίξοες καιρικές συνθήκες, όπως το φαινόμενο Λα Νίνια και οι τυφώνες, η αυξημένη διεθνώς ζήτηση –κυρίως της Κίνας, αλλά και της Ινδίας, όπως και του Μεξικού–, οι υψηλές τιμές των λιπασμάτων, ιδιαίτερα των αζωτούχων και φωσφορικών, οι υψηλές τιμές ασφαλώς της ενέργειας, ιδίως του φυσικού αερίου, και βεβαίως τα υψηλά μεταφορικά κόστη, το «μποτιλιάρισμα» στις εφοδιαστικές αλυσίδες και η έλλειψη εμπορευματοκιβωτίων –ειδικά για κρεατικά και οπωροκηπευτικά», μας είπε.
Διαβάστε επίσης:
Mάικλ Ταμβάκης, University Of London: Αλληλοσυνδεόμενες οι προκλήσεις της αγοράς των commodities