Το 2024 θα είναι με μαθηματική βεβαιότητα το θερμότερο έτος που έχει καταγραφεί ποτέ, καταρρίπτοντας το ρεκόρ του 2023, όπως επιβεβαιώνει η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Κλιματικής Αλλαγής Copernicus. Το σημαντικότερο είναι ότι για πρώτη φορά η μέση ετήσια θερμοκρασία του πλανήτη θα έχει ξεπεράσει το ψυχολογικό όριο των 1,5 βαθμών Κελσίου πάνω από τα επίπεδα της προβιομηχανικής εποχής, πράγμα που από μόνο του καθιστά όλο και πιο δύσκολη έως ακατόρθωτη την επίτευξη του μακροπρόθεσμου στόχου της Συμφωνίας του Παρισιού για το Κλίμα.

Για την παγκόσμια αγορά των commodities, των βασικών πρώτων υλών και εμπορευμάτων –από την ενέργεια, τα ορυκτά και τα μέταλλα έως τα αγροδιατροφικά προϊόντα–, σημαίνει ότι έχουμε περάσει, πιθανόν οριστικά και αναπόδραστα, σε ένα νέο στάδιο. Οι κλιματικοί κίνδυνοι –οι ξηρασίες, οι πλημμύρες, οι ακραίες θερμοκρασίες κοκ– θα παίζουν όλο και πιο κρίσιμο ρόλο στη διαμόρφωση της παραγωγής, της ζήτησης και των τιμών.

Αν και πολλές μεγάλες επιχειρήσεις έχουν πλέον ενσωματώσει στην ανάλυση κινδύνων τον παράγοντα του κλίματος, που συνδέεται άμεσα με τις διαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα, η θωράκιση απέναντι στις προδιαγεγραμμένες κρίσεις δεν είναι εύκολη υπόθεση.

Σύμφωνα με την τελευταία παγκόσμια έρευνα επιχειρηματικών στελεχών της Price Water House Coopers (PwC) κατά το 47% οι CEO έχουν πάρει «προδραστικά» (προληπτικά) μέτρα για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής στο θέμα της προστασίας των υποδομών, του προσωπικού, της εναλλαγής προμηθευτών και της διανομής των προϊόντων. Όμως αυτά δεν αρκούν. Κατά το σενάριο της PwC εκτιμάται ότι η παραγωγή εννιά βασικών commodities απειλείται σοβαρά εξαιτίας της ανόδου της θερμοκρασίας, με τους κινδύνους να αυξάνονται εκθετικά όσο δεν αντιστρέφεται η κλιματική αλλαγή, βάσει της αντιμετώπισης των ανθρωπογενών αιτίων της.

Η κλιματική κρίση είναι ήδη παρούσα
Το καλαμπόκι, το ρύζι και το σιτάρι είναι οι τρεις βασικές καλλιέργειες, που παρέχουν το 42% της παγκόσμιας θερμιδικής αξίας της διατροφής των ανθρώπων. Από αυτά το ρύζι είναι το πιο ευπαθές, καθώς το 87% της παγκόσμιας παραγωγής του κινδυνεύει μακροπρόθεσμα από το θερμικό στρες και την ξηρασία, με ορίζοντα το 2050. Ήδη σήμερα άνω του 75% της παγκόσμιας παραγωγής ρυζιού προέρχεται από καλλιέργειες σε συνθήκες αισθητού ή σημαντικού θερμικού κινδύνου, πράγμα που δείχνει ότι δεν έχει σημασία μόνο ο κίνδυνος καθαυτός, αλλά κι ο τρόπος που προσαρμόζονται στην απειλή του οι παραγωγοί.

Αντίστοιχα, η άνοδος της θερμοκρασίας θέτει μακροπρόθεσμα σε διακινδύνευση έως και το 37% της παγκόσμιας παραγωγής σιτηρών και το 27% της παραγωγής καλαμποκιού.

Ανάλογοι κίνδυνοι υπάρχουν σε ό,τι αφορά και την παραγωγή κρίσιμων ορυκτών (σπάνιες γαίες και διάφορα μέταλλα) αναγκαία στις κατασκευές, τις μεταφορές, την παραγωγή ηλεκτρονικών προϊόντων και τις τεχνολογίες καθαρής ενέργειας, άρα και για την «πράσινη» μετάβαση. Η άνοδος της θερμοκρασίας και η έλλειψη νερού μπορεί να πλήξει ως και το 62% της παραγωγής σιδήρου και βωξίτη, από τον οποίο παράγεται το αλουμίνιο. Εκτεθειμένο σε κλιματικούς κινδύνους είναι ως και το 72% της παραγωγής κοβαλτίου και λιθίου. Το λίθιο, ο αποκαλούμενος «λευκός χρυσός του 21ου αιώνα», περιέχεται στις μπαταρίες των ηλεκτρικών οχημάτων και των κινητών τηλεφώνων, όπως και στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Για την εξόρυξη κάθε τόνου λιθίου απαιτούνται δύο εκατομμύρια τόνοι νερού. Σημειωτέον ότι το 36% των κοιτασμάτων του βρίσκονται στην Λατινική Αμερική, που ήδη πλήττεται από την ξηρασία. Μέχρι το 2035 περισσότερο του 50% της παγκόσμιας παραγωγής λιθίου θα απειλείται από την ξηρασία. Υπό διακινδύνευση τίθεται, επίσης, έως και το 52% της παγκόσμιας παραγωγής χαλκού, όπως και το 26% της παραγωγής ψευδαργύρου. Πρόκειται για τρομακτικά ποσοστά, που αντιστοιχούν στις χειρότερες δυνατές προβλέψεις, παρέχοντας, ωστόσο, ένα μέτρο για την κατανόηση της κλίμακας των μακροπρόθεσμων κινδύνων. Επιπλέον, στο πλαίσιο των σχετικών προβλέψεων, έχουν ληφθεί συνδυαστικά υπόψιν οι πιθανές επιπτώσεις όχι μόνο στις καλλιέργειες ή τις εξορύξεις καθαυτές, αλλά και στην καταπόνηση των εργαζομένων σε ορυχεία και αγροτικές εργασίες, λόγω της συνεχούς έκθεσής τους στις ασυνήθιστα υψηλές θερμοκρασίες.

Αν και τα δυστοπικά σενάρια της PwC φαντάζουν πολύ μακρινά σαν ενδεχόμενα, στην πραγματικότητα οι κίνδυνοι είναι ήδη εδώ. Μεγάλες εταιρείες, όπως η Nestle και η Pepsico στον τομέα των τροφίμων, έχουν στρατηγικές αντιμετώπισης των κινδύνων της κλιματικής αλλαγής. Η μείωση της χρήσης νερού στις καλλιέργειες, η διαφοροποίηση στους προμηθευτές των πρώτων υλών, η αναζήτηση βιώσιμων μεθόδων, όπως η αναγεννητική γεωργία, είναι κάποιες από τις σχετικές «πράσινες» πρακτικές που υιοθετούνται. Άλλες λιγότερο διαφημισμένες μέθοδοι εμπλέκουν τη χρήση φυτοπροστευτικών για ασθένειες που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή. Από μια άλλη σκοπιά η τεχνολογική καινοτομία μπορεί να αυξήσει την παραγωγικότητα, αλλά απαιτεί μεγάλες επενδύσεις.

H θωράκιση έναντι της κλιματικής αλλαγής και των επιπτώσεών της στην παραγωγή τροφίμων και τη διατροφική επάρκεια αφορά και τις αλυσίδες σούπερ μάρκετ. Η PwC στη φετινή έκθεσή της για τα commodities αναφέρεται σε μεγάλη αλυσίδα σούπερ μάρκετ της Γαλλίας, που διεξήγαγε στοχευμένη χρηματοοικονομική έρευνα για τους κλιματικούς κινδύνους σε βασικά αγροδιατροφικα προϊόντα, με ορίζοντα εικοσαετίας. Η έρευνα πρώτα κατέγραψε ποια είναι τα είδη με τις μεγαλύτερες πωλήσεις, εντόπισε τους κύριους προμηθευτές τους και μελέτησε τις πιθανές επιπτώσεις στην παραγωγή τους, ανάλογα με τα διαφορετικά σενάρια κλιματικής αλλαγής ανά περιοχή.

Τι θα απασχολήσει την αγορά το 2025
Στα ελληνικά σούπερ μάρκετ τα νωπά τρόφιμα είναι πιο εκτεθειμένα στις αυξομειώσεις των τιμών. Αυτό καταγράφεται και στο τελευταίο δελτίο τιμών του ΙΕΛΚΑ, σύμφωνα με το οποίο, ενώ τον Νοέμβριο διαπιστώθηκε οριακή ετήσια μείωση των τιμών κατά 0,7%, στο νωπό κρέας και τα φρέσκα οπωροκηπευτικά υπήρξαν αυξήσεις, αν και συγκρατημένες, της τάξης του 2%. Η διαφοροποίηση στους προμηθευτές και οι εισαγωγές οπωροκηπευτικών από ευρωπαϊκές και τρίτες χώρες κατάφεραν να περιορίσουν τις ανατιμήσεις σχεδόν στο ήμισυ των ποσοστών που έδωσε η ΕΛΣΤΑΤ για τον Νοέμβριο. Όμως, πρόκειται για ένα ακανθώδες ζήτημα, καθώς οι αθρόες εισαγωγές επιβαρύνουν το ισοζύγιο, ενώ οι καταναλωτές προτιμούν τα ντόπια προϊόντα.
Οι τιμές του ελαιόλαδου, που ήταν το πλέον φλέγον θέμα το 2024, λόγω της συμβολής του στον πληθωρισμό των τροφίμων, φαίνεται πώς θα αποκλιμακωθούν περαιτέρω το 2025. Η αυξημένη παραγωγή του στον ευρωπαϊκό νότο επιδρά στη μείωση των τιμών παραγωγού, η οποία αναμένεται ότι θα περάσει σταδιακά στις τιμές λιανικής, συμβάλλοντας στην περεταίρω αποκλιμάκωση του γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή.

Ήδη, όπως αποτυπώνεται στα νέα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο πληθωρισμός των τροφίμων έχει περάσει σε δεύτερη μοίρα. Το μεγάλο αγκάθι είναι πλέον οι ανατιμήσεις στις υπηρεσίες. Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι τα αυξημένα κόστη και οι υψηλές τιμές είναι παρελθόν, είτε για τους καταναλωτές είτε για τα σούπερ μάρκετ. Οι εκρηκτικές αυξήσεις στα τιμολόγια της ενέργειας αναμένεται ότι θα αυξήσουν τα λειτουργικά κόστη των επιχειρήσεων, επηρεάζοντας, τουλάχιστον εν μέρει, ανοδικά τις τιμές λιανικής. Αντίστοιχα, οι τιμές των προϊόντων που θα απασχολήσουν περισσότερο τη νέα χρονιά τη μεταποίηση, το εμπόριο τροφίμων και τη μαζική εστίαση είναι του καφέ, του κακάο και δευτερευόντως της ζάχαρης, επηρεάζοντας κατ’ επέκταση όλη η γκάμα των σοκολατοειδών, των ζαχαρωδών και των προϊόντων του πρωινού.

Ο καφές βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα, καθώς σημειώνονται ιστορικά υψηλές τιμές και ρεκόρ 45ετίας. Οι διεθνείς χρηματιστηριακές τιμές των κόκκων Αrabica αυξήθηκαν κατά 80% ως τον Δεκέμβριο φέτος, ενώ στο ίδιο ύψος αύξησης έφτασαν ήδη τον περασμένο Σεπτέμβριο και οι τιμές της ποικιλίας Robusta. Η κλιματική αλλαγή είναι ο βασικός παράγοντας που ενοχοποιείται για τη μείωση της παραγωγής τους, άρα και για την αύξηση των τιμών τους. Η Βραζιλία, κύρια χώρα παραγωγής του Αrabica μαζί με την Κολομβία, αντιμετώπισε φέτος το δίμηνο Αυγούστου-Σεπτεμβρίου τη χειρότερη ξηρασία των τελευταίων εβδομήντα ετών. Οι έντονες βροχοπτώσεις που ακολούθησαν έβαλαν σε κίνδυνο την άνθηση των καλλιεργειών, που θα δώσουν την επόμενη σοδειά. Παρόμοια προβλήματα αντιμετωπίζει το Βιετνάμ, ο μεγαλύτερος παραγωγός κόκκων Robusta, υποφέροντας από την εναλλαγή έντονων ξηρασιών και βροχοπτώσεων. Στο πλαίσιο αυτό, το 2025 αναμένεται νέα άνοδος των τιμών του προϊόντος στα σούπερ μάρκετ, πιθανόν διψήφιου ποσοστού. Ήδη ένας από τους μεγαλύτερους προμηθευτές παγκοσμίως, η JDE Peet’s (Jacobs Dowe Egberts), έχει ανακοινώσει αυξήσεις των τιμών χονδρικής 30% στο πρώτο τρίμηνο του 2025.

Ο γρίφος των βορειοαμερικανικών δασμών
Ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες αβεβαιότητας σχετικά με τη διακύμανση των τιμών των commodities το 2025 σχετίζεται με την έναρξη της προεδρικής θητείας του Τραμπ, μετά την ορκωμοσία του στις 20 Ιανουαρίου. Η απειλή για την επιβολή οριζόντιων δασμών στις εισαγωγές των ΗΠΑ, που για την Ευρώπη μπορεί να κυμανθούν μεταξύ 10% και 20%, δεν ξέρουμε ακόμα πώς ακριβώς και σε τι βαθμό θα υλοποιηθεί. Πάντως, οι πρώην συνεργάτες του εκλεγμένου προέδρου έχουν προειδοποιήσει τους ευρωπαίους αξιωματούχους, μέσω δηλώσεών τους στο Politico, ότι «δεν πρόκειται για μπλόφα, πρέπει να πάρετε σοβαρά υπόψιν τα πράγματα».

Η στρατηγική που ενδεχομένως θα ακολουθήσει ο Τραμπ είναι να μην διαπραγματευθεί απευθείας με τις Βρυξέλλες, αλλά προσπαθώντας να «σπάσει» το ευρωπαϊκό μέτωπο, να προσεγγίσει κάθε χώρα ξεχωριστά. Σε αυτό το σενάριο η Ελλάδα έχει να ελπίζει ότι μπορεί να εξαιρεθεί από την επιβολή δασμών, ιδίως σε αγροδιατροφικά προϊόντα όπως το ελαιόλαδο, πράγμα που συνέβη και στην πρώτη θητεία Τραμπ (2017-2021).

Η αγορά των ΗΠΑ απορροφά το 4,2% των συνολικών μας εξαγωγών, ήτοι 2,1 δισ. ευρώ το 2023 επί συνόλου 50 δισ. ευρώ. Όμως, είναι ο τρίτος σημαντικότερος πελάτης μας μετά Ιταλία και την Γερμανία, οι οποίες εισάγουν εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα αξίας 6 και 3,5 δισ. ευρώ αντίστοιχα.

Τα βασικά προϊόντα του τομέα των τροφίμων-ποτών που εξάγουμε στις ΗΠΑ είναι νωπά και επεξεργασμένα τρόφιμα, πράγμα που καθιστά ιδιαίτερα σημαντική την αγορά τους για τον κλάδο. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Συνδέσμου Εξαγωγέων Βορείου Ελλάδας (ΣΕΒΕ), η Ελλάδα εξάγει στις ΗΠΑ τρόφιμα αξίας άνω του 0,55 δισ. ευρώ –το μεγαλύτερο μέρος τους αφορά παρασκευάσματα λαχανικών και φρούτων και φτάνει τα 280 εκατ. ευρώ. Σε λίπη και έλαια (κυρίως ελαιόλαδο) εξάγουμε 77 εκατ. ευρώ, σε γαλακτοκομικά όπως η φέτα 68 εκατ. ευρώ, σε ψάρια 30 εκατ. ευρώ, σε ποτά 23 εκατ. ευρώ και καρπούς 37 εκατ. ευρώ. Σημειώνουμε ότι η μεγαλύτερη αξία των ελληνικών εξαγωγών στις ΗΠΑ αφορά τα παράγωγα ορυκτών καυσίμων και τις ύλες ασφαλτώσεων (400 εκατ. ευρώ) και το αργίλιο (110 εκατ. ευρώ).

Πάντως, ο πρόεδρος του ΣΕΒΕ, κ. Συμεών Διαμαντίδης, σε πρόσφατη συνέντευξη Τύπου δήλωσε αισιόδοξος ότι η προεδρία Τραμπ δεν θα ανακόψει την ανοδική πορεία των ελληνικών εξαγωγών στις ΗΠΑ, επισημαίνοντας πως ήδη υφίστανται δασμοί στις εισαγωγές ελληνικών τροφίμων στις ΗΠΑ, αλλά είναι μικροί, ενόσω σήμερα η ζήτηση της αμερικανικής αγοράς για τα προϊόντα μας είναι τεράστια.

Όμως, ακόμα κι αν υπάρξει δασμολογική εύνοια εκ μέρους των Αμερικανών για τα ελληνικά προϊόντα, πράγμα καθόλου σίγουρο, οι δευτερογενείς επιπτώσεις είναι αναπόφευκτες. Μία από αυτές σχετίζεται με πιθανή μείωση των εξαγωγών μας στην Γερμανία, η αυτοκινητοβιομηχανία της οποίας θα πληγεί καίρια από τους «δασμούς Τραμπ», ενόσω η κλυδωνιζόμενη οικονομία της φλερτάρει με την ύφεση. Ένας άλλος κίνδυνος σχετίζεται με την αύξηση του κόστους των κινεζικών εισαγωγών. Η Κίνα είναι σίγουρο ότι θα επιβάλλει οικονομικά αντίποινα, αφού κυρίως εναντίον της κηρύσσεται ο εμπορικός πόλεμος του Τραμπ, που απειλεί με δασμούς 60%-100% τα προϊόντα της! Ήδη οι επιπλέον δασμοί που αποφάσισε να επιβάλλει η ΕΕ στα ηλεκτροκίνητα οχήματα made China ύψους ως 35% ανοίγουν ένα «διμέτωπο» εμπορικό πόλεμο με την Κίνα, με απρόβλεπτες συνέπειες παγκοσμίως.