Άνοδο αξίας πωλήσεων κατά 1,7% σημείωσαν στο δωδεκάμηνο του 2024 τα όσπρια, στο σύνολο όλων των κατηγοριών ανεξαιρέτως, σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία της Circana για τις πωλήσεις στο ελληνικό οργανωμένο λιανεμπόριο. Ανάλογα με τις υποκατηγορίες οσπρίων που περιλαμβάνει η Circana στις μετρήσεις της, πρώτα σε απόλυτη αξία κατανάλωσης ήρθαν το 2024 τα φασόλια, με συνολική αξία πωλήσεων 19,1 εκατ. ευρώ και ακολουθούν τα φασόλια, όλων των τύπων φασολιού, στα 14,93 εκατ. ευρώ συνολικά. Έπειτα, έπονται τα ρεβύθια με πωλήσεις αξίας 6,8 εκατ. ευρώ από τα ελληνικά σούπερ μάρκετ. Ακολουθεί το πληγούρι, που μετριέται ως όσπριο από τη Circana, με αξία 1,42 εκατ. ευρώ και μετά βρίσκεται η φάβα, σε όλες τις υφές της και όλους τους τύπους συσκευασίας, με αξία πωλήσεων που υπερβαίνει τα 1,17 εκατ. ευρώ. Οι πωλήσεις σίτου (σιτάρι ανεπεξέργαστο) υπολογίστηκαν σε €908.424, ακολουθούν τα κουκιά, με πωλήσεις ύψους €27.709, διαθέτοντας σαφώς λιγότερα τελικά σημεία πώλησης στην οργανωμένη λιανική και τέλος, τα μπιζέλια, με τζίρο έτους, ύψους €9.316 μόλις.
Η σημασία των οσπρίων ιδιωτικής ετικέτας
Τα όσπρια ιδιωτικής ετικέτας σημείωσαν οριακή κάμψη συνολικής αξίας πωλήσεων κατά 0,1% το 2024, από τα 24,14 εκατ. ευρώ του 2023, σε 24,12 εκατ. ευρώ κατά τη χρονιά που μας πέρασε. Παραμένουν όμως πολύ ψηλά σε μερίδιο σε σχέση με το σύνολο πωλήσεων της αγοράς των οσπρίων στο ελληνικό οργανωμένο λιανεμπόριο: Το 2022 καταλάμβαναν ελάχιστα παραπάνω από το 50% της συνολικής αξίας πωλήσεων, το 2023 βρέθηκαν στο 51,6% και το 2024 το ολοκλήρωσαν με σχετικό μερίδιο ύψους 50,75%. Εμφανίζονται διαρκώς μικρότερα νέα brands οσπρίων, συνήθως ντόπιας, τοπικής και περιφερειακής, ελληνικής παραγωγής, αλλά, από την άλλη, οι συμφωνίες των προμηθευτών οσπρίων με τους λιανέμπορους όλο και αυξάνονται για παραγωγή και τυποποίηση σε ιδιωτική ετικέτα. Ολοένα και περισσότερες αλυσίδες πωλούν στα ράφια τους όσπρια ιδιωτικής ετικέτας. Ταυτόχρονα, επεκτείνουν τις ήδη υπάρχουσες σχετικές κατηγορίες ιδιωτικής ετικέτας.
Τα όσπρια αποτελούν κατηγορία όπου τα σούπερ μάρκετ ποντάρουν για να αναδείξουν τη φροντίδα τους προς τον τελικό καταναλωτή. Μόνο τυχαίο δεν είναι ότι στη συντριπτική πλειονότητα των σχετικών διαφημιστικών σποτ για τις ιδιωτικές ετικέτες των αλυσίδων σούπερ μάρκετ φιγουράρουν τα όσπρια. Η μικρή κάμψη στη συνολική αξία πωλήσεων του έτους του 2024 αφορά τη δυνατότητα που έχουν οι λιανέμποροι, βάσει των συμφωνιών τους με τους διάφορους προμηθευτές, να διατηρήσουν ανταγωνιστική την τιμή των προϊόντων κάτω από την ιδιωτική ετικέτα του ο καθένας. Κατ’ όγκο, άλλωστε, τα στοιχεία της Circana δείχνουν ότι η κατηγορία των οσπρίων ιδιωτικής ετικέτας αναπτύχθηκε στο πλήρες δωδεκάμηνο 2024, κατά 0,8%, ενώ η συνολική κατηγορία οσπρίων, συμπεριλαμβάνοντας και τις επώνυμες μάρκες, μίκρυνε, έστω και για λίγο, κατά 0,5%. Η συνολική αύξηση αγοράς οσπρίων, δεδομένης και της συμπερίληψής τους στα σύγχρονα πρότυπα υγιεινής διατροφής που προωθούνται, δεν είναι ανάλογη του αναμενομένου, καθώς η -μικρή- αύξηση κατ’ ουσία αφορά μόνο την ιδιωτική ετικέτα. Από την άλλη, συχνά γιατροί και διατροφολόγοι αποθαρρύνουν ως προς την καθημερινή κατανάλωση οσπρίων και υποστηρίζουν ότι δεν ενδείκνυται. Ίσως η σχετική βραδύτητα αύξησης πωλήσεων να σχετίζεται και με την αντίστοιχη αύξηση κατανάλωσης κρέατος, βάσει διαφορετικών κοινωνικών προτύπων, σε μια υποκατηγορία που δεν είναι και τόσο δημοφιλής γαστρονομικά και υπέφερε και από ανατιμήσεις στο ράφι κατά την περσινή χρονιά.
Χαμηλότερες οι ανατιμήσεις στις φακές το 2024, έπεσε η μεσοσταθμική τιμή της φάβας στο ράφι
Οι φακές ανέβηκαν στα 14,93 εκατ. ευρώ αξίας πωλήσεων από το ράφι του σούπερ μάρκετ το 2024, κατά 1,3%, καθώς ο αντίστοιχος αριθμός για το 2023 διαμορφώθηκε σε 14,74 εκατ. ευρώ. Όμως οι φακές είχαν και άνοδο όγκου πωλήσεων στο δωδεκάμηνο 2024, από 5.524 τόνους, σε 5.546 τόνους προϊόντος.
Η φάβα εμφάνισε μείωση αξίας πωλήσεων κατά 1,7% το 2024, από 1,45 εκατ. ευρώ, σε 1,42 εκατ. ευρώ, με σχεδόν αμελητέα μείωση όγκου -κατά λιγότερο από 250 κιλά- κάτι που δείχνει υποχώρηση της τιμής φάβας ανά κιλό στο ελληνικό οργανωμένο λιανεμπόριο το 2024.
Πρώτη δημοσίευση της είδησης στο καθημερινό newsletter FOODReporter