Το 1968, νεοϊδρυθείσα η εταιρεία, τοποθέτησε τα ομώνυμα προϊόντα της στην εγχώρια αγορά. Στην πρώτη εικοσαετία της λειτουργίας της τα ρύζια και τα όσπρια Αραπίνα κατέκτησαν την εμπιστοσύνη της ελληνικής οικογένειας, αποτελώντας την πρώτη της επιλογή.

«Στην πορεία, όμως, ειδικότερα στη δεκαετία του ’90, έγιναν μεγάλες ανακατατάξεις στην αγορά των τροφίμων -και στην παραγωγή και στα οργανωμένα δίκτυα λιανικής. Η είσοδος στους δύο κλάδους πολυεθνικών σχημάτων, οι συγχωνεύσεις και οι εξαγορές, άλλαξαν πλήρως το τοπίο της αγοράς. ‘Ολα αυτά επηρέασαν σημαντικά την τοποθέτηση των προϊόντων Αραπίνα, ωστόσο μέσα από τα λάθη μας αποκτήσαμε γνώση», λέει ο κ. Χρήστος Τσιρίκος, προσθέτοντας: «Εκείνη την εποχή είχα την ευθύνη των πωλήσεων της εταιρείας. Το 2000, από κοινού με τον αδελφό μου, Ανδρέα Τσιρίκο, αναλάβαμε το management της Αραπίνα ΑΕ με την εξαγορά του 100% των μετοχών της. Η πρώτη πρωτοβουλία μας ήταν να επενδύσουμε στη μεσογειακή διατροφή, επεκτείνοντας τη δράση της εταιρείας στη βρώσιμη ελιά και στο ελαιόλαδο, κυρίως στον τομέα της επαγγελματικής τυποποίησης. Το 2005 προχωρήσαμε στην εισαγωγή νέων προϊόντων, όπως το καλαμποκάλευρο, το νισεστέ και η ζάχαρη άχνη».

Σε ανοδική πορεία

«σελφ σέρβις»: Σήμερα ποια είναι η οικονομική θέση της Αραπίνα ΑΕ;

Χρήστος Τσιρίκος: Κρίνοντας από τα μεγέθη της το 2007, θα έλεγα ότι βαδίζουμε μέσα στους στόχους μας. Από το 2000 η εταιρεία μας ακολουθεί ανοδική κερδοφόρα πορεία. Ο τζίρος της πέρυσι έκλεισε στα 4,6 εκατ. ευρώ, ενώ τα καθαρά της κέρδη στα 340.000 ευρώ. Φέτος εκτιμούμε ότι οι πωλήσεις θα ξεπεράσουν τα 5 εκατ. ευρώ και τα καθαρά κέρδη τα 370.000 ευρώ.

«σ.σ.»: Να υποθέσουμε, δηλαδή, ότι η κρίση των τελευταίων μηνών δεν σας επηρέασε;

Χ.Τ.: Πιθανότατα όχι, κυρίως όμως διότι δραστηριοποιούμαστε στην κατηγορία των προϊόντων βασικής διατροφής -πάντα σε προσιτές τιμές- με αποτέλεσμα η κρίση να επιδρά στα μεγέθη μας λιγότερο σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις.

«σ.σ.»: Τι προβλέπει το business plan της εταιρείας για την επόμενη τριετία, σχετικά με τη την εξέλιξη των μεγεθών της;

Χ.Τ.: Το 2009 προσβλέπουμε σε τζίρο της τάξης των 7 εκατ. ευρώ και σε κέρδη κοντά στα 500.000 ευρώ. Το 2010 αναμένουμε νέα άνοδο των πωλήσεών μας στα 8,5 εκατ. ευρώ και των κερδών μας στα 640.000 ευρώ, ενώ το 2011 προσδοκούμε ότι ο τζίρος μας θα υπερβεί τα 10 εκατ. ευρώ, και τα κέρδη μας θα διαμορφωθούν στα 750.000 ευρώ. Θέλω να επισημάνω ότι τα καθαρά κέρδη μας είναι πιεσμένα, σε σχέση με τον τζίρο, λόγω των επενδύσεων που διενεργεί η εταιρεία. Μακροπρόθεσμα, ωστόσο, προσβλέπουμε σε αισθητή βελτίωση της κερδοφορίας.

Νέες επενδύσεις, νέες ιδέες

«σ.σ.»: Αναφερθήκατε στις επενδύσεις σας. Ποια είναι ακριβώς τα σχέδιά σας για την επόμενη τριετία;

Χ.Τ.: Η εταιρεία επένδυσε στην εξαγορά ενός ελαιουργικού συγκροτήματος έκτασης 60 στρεμμάτων, στη Στυλίδα, με σκοπό την παραγωγή ελαιολάδου και την επεξεργασία και τυποποίηση βρώσιμων ελαιών. Η αξία της επένδυσης ανήλθε στο 1,5 εκατ. ευρώ. Ταυτόχρονα, επενδύσαμε περί τα 5 εκατ. ευρώ στο κέντρο αποθήκευσης και διανομής στου Ρέντη, καθώς και σε πάγιες εγκαταστάσεις και μηχανολογικό εξοπλισμό υψηλής τεχνολογίας στον τομέα της επεξεργασίας και της τυποποίησης. Η συγκεκριμένη επένδυση υπολογίζουμε ότι θα ολοκληρωθεί έως το τέλος του έτους.

«σ.σ.»: Σε τι συνίστανται τα μελλοντικά επενδυτικά σας σχέδια;\

Χ.Τ.: Τουλάχιστον τώρα, δεν θα ήθελα να σας δώσω συγκεκριμένα στοιχεία, θα αρκεστώ μόνο να σας τονίσω ότι ήλθε η ώρα να επενδύσουμε σε νέες ιδέες και προϊόντα, με κύριο γνώμονα την κάλυψη των διατροφικών αναγκών της σύγχρονης οικογένειας.

Βρώσιμες ελιές και ελαιόλαδο «Αραπίνα»

«σ.σ.»: Ποια είναι τα μερίδια αγοράς της εταιρείας, και σε τι προσβλέπετε ως προς την εξέλιξή τους τα επόμενα χρόνια;

Χ.Τ.: Στο ρύζι, τα όσπρια, την ζάχαρη άχνη, το καλαμποκάλευρο και το νισεστέ κατέχουμε σήμερα σημαντική θέση, οπότε στόχος μας είναι να συνεχίσουμε να αναπτυσσόμαστε με ρυθμούς ταχύτερους του μέσου ρυθμού ανάπτυξης κάθε μιας κατηγορίας από αυτές. Στη βρώσιμη ελιά και στο ελαιόλαδο, μια αγορά παγκοσμίως αναπτυσσόμενη, επιδιώκουμε ένα επίπεδο ανάπτυξης που θα μας εδραιώσει σε αυτήν.

«σ.σ.»: Στον τομέα των εξαγωγών δραστηριοποιείστε;

Χ.Τ.: Προτεραιότητά μας θα συνεχίσει να είναι η ελληνική αγορά. Εξαίρεση αποτελούν το ελαιόλαδο και οι βρώσιμες ελιές. ‘Ηδη μελετούμε τον νέο μας λογότυπο και το πώς ειδικότερα το αντιλαμβάνονται οι καταναλωτές στο εξωτερικό, ώστε να λάβουμε τις αποφάσεις μας, στηριζόμενοι πάντα στο brand «Αραπίνα».

Διαφοροποιημένη ταυτότητα

«σ.σ.»: Ποια στοιχεία διαφοροποιούν τα προϊόντα της εταιρείας σας έναντι του ανταγωνισμού;

Χ.Τ.: Καταρχάς οι νέες συσκευασίες, κι αυτό γιατί είναι εμπνευσμένες από την ίδια τη φύση, με χαρακτηριστικά που προσδίδουν επιπρόσθετη αξία στην διατροφή, δίνοντας τη δυνατότητα στον καταναλωτή να βρει πληροφορίες για την διατροφική αξία του προϊόντος, με βάση τη συνιστώμενη ημερήσια πρόσληψή του, τη μέτρηση των μερίδων, καθώς και οδηγίες σχετικά με το πώς διατηρείται η φρεσκάδα του προϊόντος.

‘Ενα ακόμη στοιχείο της διαφοροποίησής μας σχετίζεται με την ευαισθησία μας για την διατροφή των καταναλωτών, η όποια πηγάζει από το εταιρικό όραμά μας «να συμβάλουμε σημαντικά στην ποιοτική διατροφή, θεωρώντας τη ζωή ως υπέρτατη αξία». Αυτή ακριβώς στάθηκε το βασικό κίνητρό μας για τη δημιουργία του Προγράμματος Ενημέρωσης Ελλήνων Αγροτών «5 λεπτά». Οκτώ συσκευασίες ρυζιού και οσπρίων θα φέρουν το σήμα «5 λεπτά», που αντιστοιχεί σε ποσό, το οποίο θα συγκεντρώνεται και θα διατίθεται για την εκπαίδευση των Ελλήνων αγροτών.

Σημαντικό είναι ότι το κόστος των 5 λεπτών επιβαρύνει μόνο την εταιρεία. Τέλος, αποδίδουμε υπερβολική σημασία στην ποιότητα. Το σύστημα ιχνηλασιμότητας που εφαρμόζουμε είναι τόσο «έξυπνο», ώστε γνωρίζουμε ανά πάσα στιγμή τη θέση των προϊόντων μας. Επιπρόσθετα, πραγματοποιούμε συνεχείς εργαστηριακούς, χημικούς και μικροβιολογικούς ελέγχους. Οι προαναφερόμενες διαδικασίες μάς έχουν εξασφαλίσει την πιστοποίηση EN ISO 22000:2005 από την TUV Hellas, που δίνεται για πρώτη φορά στον κλάδο ρυζιού-οσπρίων.

Ψυχραιμία!

«σ.σ.»: Η διεθνής κρίση που πλήττει και την εγχώρια αγορά θεωρείτε ότι επηρεάζει γενικότερα την κατανάλωση τροφίμων;

Χ.Τ.: Θεωρώ ότι η κρίση είναι εισαγόμενη, και γι’ αυτό θα συνιστούσα ψυχραιμία. Σαφώς και επηρεάζεται ο κλάδος τροφίμων, άλλα σε μικρότερο βαθμό από άλλους κλάδους. Οι δαπάνες για τα τρόφιμα είναι οι τελευταίες που περικόπτει ο καταναλωτής.

«σ.σ.»: Πώς σχολιάζετε τις παρεμβάσεις του Υπουργείου Ανάπτυξης για τη συγκράτηση των ανατιμήσεων;

Χ.Τ.: Η εμπιστοσύνη του καταναλωτή προς τις επιχειρήσεις είναι σημαντικό στοιχείο για την ελληνική οικονομία και την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας. Θα έλεγα, λοιπόν, ότι κάθε παρέμβαση της πολιτείας πρέπει να αποσκοπεί στην ενίσχυση της κοινής ωφέλειας καταναλωτών και επιχειρήσεων και πάνω απ’ όλα να υπακούει στους κανόνες της ελεύθερης αγοράς.

Η ακρίβεια

«σ.σ.»: Υπάρχει ακρίβεια στην αγορά;

Χ.Τ.: Πιστεύω ότι το κόστος διαβίωσης έχει ακριβύνει, ειδικά από το 2002, οπότε ενταχθήκαμε στην οικονομία του ευρώ. Εκείνη την περίοδο δεν έγινε σωστή διαχείριση του νέου νομίσματος, με αποτέλεσμα κάποιοι να ωφεληθούν και κάποιοι όχι. Για παράδειγμα, η δικιά μας αγορά έχασε.

«σ.σ.»: Και ο καταναλωτής;

Χ.Τ.: Σίγουρα μειώθηκε η αγοραστική του δύναμη. Αλλά και ως μεσογειακός λαός οι ‘Ελληνες δεν κάναμε σωστή διαχείριση των εισοδημάτων μας, οπότε το πρόβλημα διογκώθηκε.

«σ.σ.»: Πώς σχολιάζετε τη δράση των καρτέλ;

Χ.Τ.: Για τα προϊόντα μας δεν τίθεται τέτοιο θέμα. Η τιμή τους τελεί υπό διαπραγμάτευση στο χρηματιστήριο εμπορευμάτων, οπότε εκ των πραγμάτων αποκλείεται η εναρμόνιση συμπεριφορών. Το ίδιο ισχύει και για το λιανεμπορικό ράφι, όπου ο ανταγωνισμός είναι σκληρός.

Το άρθρο δημοσιεύεται στο τεύχος 378 του περιοδικού «σελφ σέρβις» (εκδόσεις Comcenter).