Τυχόν παρεμβάσεις στο ζήτημα των «καθαρών τιμών» δεν θα επιφέρουν μειώσεις στο κόστος αγοράς των προϊόντων, διότι δεν υπάρχουν τα περιθώρια, επισημαίνει ο κ. Χρήστος Τσεντεμεΐδης, Country Director Distributor Markets & Brand Activation South East Europe της Johnson & Johnson και πρόεδρος (προμηθευτών-παραγωγών) του ECR Ελλάς. Εξάλλου, δηλώνει συντηρητικά αισιόδοξος για την πορεία της οικονομίας, τονίζοντας ότι οι ευκαιρίες ανάπτυξης για τους εγχώριους παραγωγούς υπάρχουν στις ξένες αγορές και τις διεθνείς πλατφόρμες και ότι έφτασε ο καιρός για την αναζήτηση ενός νέου μοντέλου συνεργασίας και ανάπτυξης στις σχέσεις βιομηχανίας-λιανεμπορίου.

Στην εναρκτήρια ερώτησή μας σχετικά με την αποτίμησή του για το 2018 και τις εκτιμήσεις του για την εξέλιξη της αγοράς τη νέα χρονιά ο κ. Χρήστος Τσεντεμεΐδης μας είπε: «Τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ότι το 2018 ήταν μια θετική χρονιά από άποψη τζίρου, αλλά κυρίως όγκου πωλήσεων. Η θετική αυτή πορεία τροφοδοτείται από τη σημαντική βελτίωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης, η οποία, βάσει των στοιχείων της Nielsen, έχει μια σταθερή ανοδική τάση από το τρίτο τρίμηνο του 2017. Το 2018 ήταν μια χρονιά ορόσημο για το οργανωμένο λιανεμπόριο, με σημαντικές αλλαγές στο συσχετισμό δυνάμεων και τη δημιουργία νέων ισορροπιών.

Είναι πολύ δύσκολο να προβλέψει κανείς την πορεία της αγοράς μας το 2019. Ενώ η καταναλωτική εμπιστοσύνη βελτιώνεται, η συζητούμενη οικονομική ανάπτυξη από την άποψη του ΑΕΠ δεν έχει αγγίξει ακόμη την πραγματική οικονομία. Πιο συγκεκριμένα, η ανεργία το 2019 για ακόμη μία χρονιά θα είναι σε μη αποδεκτά επίπεδα (18,1% κατά την πρόβλεψη του ΔΝΤ) και η φορολογία θα συνεχίσει να είναι υψηλή, περιορίζοντας το διαθέσιμο εισόδημα. Η πιο αισιόδοξη πρόβλεψη είναι ότι θα συνεχιστεί οριακά η αύξηση του τζίρου συγκριτικά με το 2018.

Αναζητώντας ένα νέο μοντέλο συνεργασίας
Το 2019 μπορεί να αποτελέσει σταυροδρόμι για τον κλάδο μας. Είναι σημαντικό να αναλογιστούμε, εάν το υπάρχον μοντέλο ενεργειών, που υιοθετήσαμε με την έναρξη της κρίσης, μπορεί να είναι το ίδιο αποτελεσματικό και τα επόμενα χρόνια. Κατά την άποψή μου πως όχι. Ο λόγος είναι ότι όλα αλλάζουν. Η γενιά των millennials, που ήδη έχει εισέλθει δυναμικά στον χώρο εργασίας, η μέγιστη διείσδυση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, οι ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών και το ηλεκτρονικό εμπόριο φέρνουν τεράστιες αλλαγές στον τρόπο που επικοινωνούμε, ενημερωνόμαστε και καταναλώνουμε. Εμείς στο ECR Ελλάς πιστεύουμε ότι η διερεύνηση και η κατανόηση αυτών των νέων δεδομένων, που αποτελούν ήδη το παρόν, μπορεί να δώσει τροφή για προβληματισμό και δημιουργική σκέψη και κατ’ επέκταση να οδηγήσει στη δόμηση ενός νέου μοντέλου συνεργασίας και ανάπτυξης, διασφαλίζοντας, παράλληλα, ότι μένουμε σταθεροί στο όραμά μας, που συνδέεται με τη μεγιστοποίηση της ικανοποίησης των καταναλωτών».

Ξεπεράστηκε το όριο ελαστικότητας της τιμής/αύξησης όγκου πωλήσεων

    σελφ σέρβις: Πόσο εύκολο είναι για τους εγχώριους παραγωγούς να επενδύουν στην καινοτομία, δραστηριοποιούμενοι σε μια χώρα της οποίας η οικονομία απαξιώθηκε την τελευταία δεκαετία;

Χρήστος Τσεντεμεΐδης: Τα τελευταία χρόνια της κρίσης, η επένδυση στην καινοτομία μπήκε σε δεύτερη προτεραιότητα, δεδομένου ότι ο κλάδος μας εστίασε στο να προσφέρει τα προϊόντα και τις υπηρεσίες του σε πολύ πιο προσιτές τιμές στον καταναλωτή μας. Τα αποτελέσματα δικαίωσαν την στρατηγική αυτή, καθώς το ποσοστό των πωλήσεων των επωνύμων προϊόντων σε πολλές κατηγορίες παραμένει πολύ υψηλό, με τους δύο στους τρεις Έλληνες να πιστεύουν στη σχέση ποιότητας-τιμής που προσφέρουν. Η επιλογή αυτή, όμως, έχει τα όριά της από άποψη αποτελεσματικότητας. Στις περισσότερες κατηγορίες έχουμε ξεπεράσει το όριο της ελαστικότητας της τιμής-αύξησης όγκου πωλήσεων. Γι’ αυτό και βλέπουμε σταδιακά μία μεταστροφή και επένδυση σε νέα προϊόντα και υπηρεσίες. Μια ειδική αναφορά οφείλω στην «έκρηξη» καινοτομιών εκ μέρους πολλών νέων Ελλήνων παραγωγών κυρίως στον χώρο των τροφίμων, οι οποίοι αποβλέπουν στην προώθηση των προϊόντων τους στις διεθνείς αγορές. Εδώ εντοπίζονται δύο δυσκολίες. Η πρώτη αφορά την απουσία επενδυτικών κεφαλαίων (Venture Capitals), που θα βοηθήσουν στη χρηματοδότηση των νέων ελληνικών δυναμικών start ups. Η δεύτερη αφορά την έλλειψη διαθέσιμων δανειακών κεφαλαίων από την πλευρά των τραπεζών.

    σ. σ.: Σε τι βαθμό έχει επηρεαστεί η στελέχωση των επιχειρήσεων, που έχουν παρουσία στην Ελλάδα, από το κύμα του brain drain;

Χ. Τ.: Μισό εκατομμύριο Έλληνες έφυγαν στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης. Το brain drain δεν επηρεάζει μόνο τις επιχειρήσεις ως όλον, αλλά αποτελεί ένα αρνητικό κοινωνικό και δημογραφικό φαινόμενο για την πατρίδα μας, που εύχομαι να αναστραφεί σύντομα με την βελτίωση της οικονομίας και τη μείωση της ανεργίας. Ως προς τις επιπτώσεις του στην στελέχωση των επιχειρήσεων, είναι αλήθεια ότι τα τελευταία χρόνια διαπιστώνονται στον κλάδο μας δυσκολίες εξεύρεσης κατάλληλου και κατηρτισμένου ανθρώπινου δυναμικού.

Συντηρητικά αισιόδοξος

    σ. σ.: Είναι δυνατόν παραγωγοί κι έμποροι να ελπίζουν σε μια θετική πορεία, ενόσω απευθύνονται σε νοικοκυριά με απαξιωμένα εισοδήματα και σε μια νέα γενιά εργαζομένων, που κατά το 30% αμείβονται με λιγότερα των 500 ευρώ μηνιαίως;

Χ. Τ.: Με δεδομένη τη θετική αύξηση στον κλάδο το 2018 και με την προοπτική πιθανής περαιτέρω αύξησης το 2019 θέλω να είμαι συντηρητικά αισιόδοξος. Η χώρα μας έχει ανάγκη την έξοδο από την πολύχρονη ύφεση, με τόλμη για επενδύσεις σε νέα προϊόντα και υπηρεσίες. Ειδικά οι παραγωγικοί τομείς που συνδέονται με διεθνείς αγορές, μέσω των εξαγωγών τους, έχουν κάθε λόγο να είναι αισιόδοξοι για το μέλλον. Στο μεταξύ, νέες μορφές εμπορίου, όπως το ηλεκτρονικό εμπόριο, προσφέρουν ήδη μέσα από εξελιγμένες πλατφόρμες, όπως οι Amazon και Alibaba, εύκολη και οικονομική πρόσβαση σε εκατοντάδες εκατομμύρια καταναλωτών, ενώ γίνονται πηγή έμπνευσης νεοφυών επιχειρήσεων.

Φθηνότερες οι τιμές στην Ελλάδα

    σ. σ.: Λιανεμπόριο και βιομηχανία διατείνονται ότι διαθέτουν στην κατανάλωση τα προϊόντα τους σε τιμές χαμηλότερες έναντι άλλων μεγάλων ευρωπαϊκών αγορών. Ισχύει άραγε το ίδιο, όταν στη σχετική ανάλυση λαμβάνεται υπόψιν η παράμετρος «εισόδημα»;

Χ. Τ.: Την απάντηση δίνουν τα διαθέσιμα στοιχεία και πιο συγκεκριμένα τα αποτελέσματα της επαναλαμβανόμενης εξαμηνιαίας έκθεσης του ΙΕΛΚΑ. Η έρευνα παρουσιάζει τα αποτελέσματα οργανωμένης σύγκρισης τιμών, στο τυπικό καλάθι αγορών των σούπερ μάρκετ στην Ελλάδα τον Δεκέμβριο 2018, συγκριτικά με το αντίστοιχο αγγλικό, γαλλικό, ισπανικό και πορτογαλικό. Η έρευνα δείχνει, λοιπόν, ότι το μέσο καλάθι είναι ακριβότερο παντού συγκριτικά με αυτό της Ελλάδας. Ως προς το επίπεδο των τιμών σε σχέση με το εισόδημα θέλω να επισημάνω ότι τα περισσότερα αγαθά στην Ελλάδα είναι εισαγόμενα ή χρησιμοποιούν εισαγόμενες πρώτες ύλες, οπότε τα περιθώρια διαφοροποίησης των τιμών τους από αυτές της Δυτικής Ευρώπης είναι σχετικά περιορισμένα. Όμως, στα προϊόντα εγχώριας παραγωγής, όπως τα οπωροκηπευτικά, οι τιμές είναι κατά πολύ φθηνότερες από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Οι τιμές στο ράφι είναι «πεντακάθαρες»

    σ. σ.: Εδώ και χρόνια μεταξύ αγοράς και αρμόδιων υπουργείων γίνεται λόγος για τις «καθαρές» τιμές, δηλαδή για το πραγματικό κόστος κτήσης των αγαθών από το λιανεμπόριο. Θεωρείτε ότι είναι εφικτός ο υπολογισμός τους;

Χ. Τ.: Οι τιμές που υπάρχουν στα ράφια των καταστημάτων είναι «πεντακάθαρες». Είναι το αποτέλεσμα μίας ανοιχτής, ιδιαίτερα ανταγωνιστικής αγοράς, που διαμορφώνει ελεύθερα τις τιμές της, με μοναδικό στόχο να προσφέρει το καλύτερο προϊόν και να κερδίσει την προτίμηση του καταναλωτή. Είναι αυτός, ο καταναλωτής, που τελικά επιλέγει το συνδυασμό ποιοτικών προϊόντων / υπηρεσιών και βέλτιστης τιμής, που ανταποκρίνεται ικανοποιητικότερα στις ανάγκες του. Το ΙΕΛΚΑ στην τελευταία του έρευνα που δημοσίευσε τον Φεβρουάριο του 2018, δείχνει ότι οι καταναλωτές τα τελευταία χρόνια αξιολογούν όλο και πιο θετικά την παρεχόμενη αξία σε σχέση με την τιμή που λαμβάνουν κατά τις αγορές τους από τα σούπερ μάρκετ. Σε ό,τι αφορά τις σχετικές συζητήσεις σε πολιτικό επίπεδο, όπως είπατε, δεν φαίνεται να υπάρχουν κατά την άποψή μου τα περιθώρια περαιτέρω μείωσης των τιμών, ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο θα αποτυπώνονται οι τιμές αγοράς στο τιμολόγιο.