«Η πανδημία μεγέθυνε υπερβολικά την ανεργία, αλλά και τα χρέη της χώρας. Συνεπώς προοιωνίζεται ύφεση, με δυσμενείς συνέπειες για την αγοραστική δύναμη. Θα περάσει καιρός για να επανέλθουμε στην κανονικότητα. Στο πλαίσιο αυτό, τα επόμενα χρόνια οι αγορές θα στηριχτούν περισσότερο στις χαμηλές τιμές και λιγότερο στην υψηλή ποιότητα παρά το γεγονός ότι η πανδημία ενίσχυσε το καταναλωτικό ενδιαφέρον για την υγιεινή διατροφή και την αξία της ζωής», τονίζει ο κ. Χρήστος Αποστολόπουλος, πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Γαλακτοκομικών Προϊόντων, ΣΕΒΓΑΠ.

Οι δυσκολίες για την παραγωγή, τους συντελεστές τής εργασίας και τη διακίνηση των προϊόντων των περίπου 800 παραγωγικών επιχειρήσεων γαλακτοκομίας –ετήσιου τζίρου περίπου 2 δισ. ευρώ–, λόγω της τήρησης των μέτρων προστασίας, που αυξάνουν την πολυπλοκότητα των διαδικασιών και το κόστος εδώ κι ένα χρόνο, είναι προφανείς. «Οι δραματικές επιπτώσεις από την παράλυση της αγοράς ho.re.ca. πλήττουν κυρίως επιχειρήσεις του κλάδου, που είναι προσανατολισμένες περισσότερο ή αποκλειστικά στην τροφοδοσία αυτής της αγοράς. Όμως, η ζήτηση στην οργανωμένη λιανική τονώθηκε πέρυσι γύρω στο 10%, αντισταθμίζοντας μερικώς τις απώλειες. Στις εξαγωγές τα πράγματα εξελίχθηκαν καλύτερα, καθώς τα δύο βασικά μας προϊόντα, η φέτα και το γιαούρτι, είχαν αύξηση πωλήσεων 8% και 15% αντίστοιχα συγκριτικά με το 2019. Ωστόσο, εξήγαμε σε χαμηλότερες τιμές –π.χ. η φέτα εξήχθη πέρυσι κατά 10 λεπτά το κιλό φτηνότερα από το 2019–, δεδομένου ότι οι εξαγωγές μας ήταν σε μεγάλο βαθμό εξαναγκαστικές παρά στοχευμένες», επισημαίνει ο συνομιλητής μας.

«Οι επενδύσεις των περισσότερων επιχειρήσεων καθυστέρησαν τραγικά όχι μόνο για πρακτικούς λόγους, αλλά και εξαιτίας της αβεβαιότητας για τη μελλοντική τους απόδοση. Οι όποιες επενδύσεις υλοποιήθηκαν ως σύνολο, απέχουν από το αναγκαίο για τον κλάδο σε μια εποχή γοργών αλλαγών. Από την άλλη πλευρά, οι σημαντικές επενδύσεις στην επικοινωνία, αν και αναγκαστικού χαρακτήρα λόγω της αύξησης των ηλεκτρονικών συναλλαγών και επικοινωνιών, συνιστά μια θετική όψη αυτής της δυσμενούς συγκυρίας, με την έννοια ότι επιταχύνονται αναμενόμενες εξελίξεις. Μια άλλη, ωστόσο, πολύ σοβαρή όψη των επιπτώσεων της πανδημίας είναι η μείωση του αριθμού των κτηνοτρόφων, λόγω της συμπίεσης των περιθωρίων κέρδους τους, εξαιτίας των συνθηκών, που εξώθησε πολλούς από αυτούς στην εγκατάλειψη του επαγγέλματος. Έτσι, δημιουργήθηκε μια ένδεια πρώτης ύλης στην αγορά, που εκτίναξε την τιμή του γάλατος άνω του 15%, πράγμα στο οποίο συνέτεινε, άλλωστε, η αύξηση των εξαγωγών», εξηγεί ο κ. Αποστολόπουλος.

Η διττή κρίση, σε δημόσια υγεία και οικονομία, συντελεί στην ενίσχυση των τάσεων συγκέντρωσης του κλάδου; «Εν μέρει μόνο, διότι υπάρχουν πολλές μεσαίες επιχειρήσεις με καλή θέση στην αγορά –ορισμένες από αυτές έχουν αμιγώς εξαγωγικό προσανατολισμό, άρα δεν απειλούνται. Επομένως υπάρχει μέλλον για τις μεσαίες και μικρότερες επιχειρήσεις του κλάδου», απαντά ο πρόεδρος του ΣΕΒΓΑΠ. Ταυτόχρονα, εκφράζει την ανησυχία του για τη χρηματοδοτική ενίσχυση των επιχειρήσεων, δεδομένου ότι «επείγουν οι επενδύσεις τους, εφόσον η διεύρυνση των ηλεκτρονικών συναλλαγών κι επικοινωνιών αλλάζουν το εμπόριο, ώστε, έχοντας την τραπεζική στήριξη, να προσαρμοστούν το ταχύτερο».

Το άγος της καπηλείας του ονόματος προέλευσης
Ο συνομιλητής μας τονίζει ότι τόσο οι επιχειρήσεις όσο και η πολιτεία πρέπει άμεσα να δώσουν μείζονα έμφαση στο branding των ελληνικών γαλακτοκομικών προϊόντων, επειδή «οι εξαγωγές μας οφείλουμε να αποφέρουν σημαντικά κέρδη, δηλαδή αντίθετα προς τα ισχύοντα. Διότι είναι αδιανόητο λ.χ. η φέτα να πωλείται προς 5 ευρώ το κιλό και το ροκφόρ, που παράγεται με τα ίδια μηχανήματα και την ίδια πρώτη ύλη, να πωλείται τέσσερις ή πέντε φορές περισσότερο». Όπως εξηγεί, η συνεισφορά της πολιτείας είναι αναγκαία σε δύο επίπεδα: Αφενός της πάταξης των κάθε είδους παρατυπιών στην παραγωγή, που δυσφημούν τον κλάδο, επιτρέποντας να μένει η εντύπωση πως π.χ. «αφού όλα τα λευκά τυριά είναι το ίδιο, γιατί το όνομα «φέτα» να μην είναι κοινό;» και αφετέρου κυρίως της μέριμνας διεθνώς για την αύξηση της προστιθέμενης αξίας των προϊόντων του.

«Οι τιμές των δύο βασικών προϊόντων μας, του γιαουρτιού και της φέτας, είναι εξευτελιστικές για το ύψος της ποιότητάς τους σε σύγκριση με αντίστοιχα ανταγωνιστικά διεθνώς προϊόντα», τονίζει ο κ. Αποστολόπουλος, προσθέτοντας: «Το έργο που αναλογεί στην πολιτεία αναφορικά με τη διεθνή κατοχύρωση της μοναδικότητας της ταυτότητάς τους είναι πολύ μεγάλο και κρίσιμο, διότι είναι απαράδεκτο να μην τίθεται το σχετικό θέμα, στο πλαίσιο των συμφωνιών της ΕΕ με τρίτες χώρες. Είναι σκανδαλώδες χώρες όπως ο Καναδάς, η Ν. Αφρική, το Βιετνάμ κ.ά. να μπορούν, βάσει συμφωνιών, να παράγουν τυρί με την ονομασία «φέτα»! Μόνο η Κίνα αποδέχτηκε τη μοναδικότητα της ελληνικής φέτας και απαγόρευσε τη χρήση του ονόματός της σε δικές της παραγωγές τυροκομικών. Άλλο τόσο είναι παράλογο το διεθνώς παραγόμενο «ελληνικό γιαούρτι» να έχει ετήσιο τζίρο περί τα 2 δισ. ευρώ, αλλά μόλις το ένα δεκάκις χιλιοστό αυτού του τζίρου είναι των Ελλήνων παραγωγών του! Πρόκειται για απροσχημάτιστη καπηλεία του ονόματος του προϊόντος και για τεράστια εθνική αποτυχία να το προστατεύσουμε από τους καταχραστές του. Δεν χρειάζεται καν να είναι ΠΟΠ το προϊόν για να δηλωθεί η ταυτότητά του, εφόσον καθαυτή η ονομασία του «ελληνικό» δηλώνει προέλευση και τοπικότητα, την οποία και καπηλεύονται ασύστολα ποικίλοι διεθνείς παραγωγοί, παραπλανώντας καταφανώς τους καταναλωτές και καταπατώντας κάθε έννοια δικαίου.

Όσο περνάει ο χρόνος, ενόσω παραμένουμε απαθείς, λες και πρόκειται απλώς για κοινή συνταγή προϊόντος κι όχι για τοπικό προϊόν, τόσο χειρότερα γίνονται τα πράγματα, αφού η παρανομία εμπεδώνεται σαν κανονικότητα… Έχουμε υποχρεωθεί ως Έλληνες παραγωγοί να βρισκόμαστε σε διαρκείς δικαστικούς αγώνες σε Αγγλία, Σιγκαπούρη, Χιλή…, αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί! Το ζήτημα πρέπει να επιλυθεί με πολιτικούς όρους στις διακρατικές σχέσεις, ώστε να πάρει επιτέλους το προϊόν την αξία που πραγματικά του αναλογεί, αυξάνοντας το μερίδιό του στον εθνικό πλούτο!».

Η παράδοξη ιστορία των εισφορών στον ΕΛΓΟ Δήμητρα
Ολοκληρώνοντας τη συνομιλία μας με τον πρόεδρο του ΣΕΒΓΑΠ, μας ενημέρωσε και για την εξής παράδοξη ιστορία του κόσμου της ελληνικής βιομηχανίας γαλακτοκομικών προϊόντων: «Οι επιχειρήσεις μας είναι γνωστό ότι συνεισφέρουν ετησίως στον οργανισμό ΕΛΓΟ Δήμητρα ένα ανταποδοτικό τέλος, προκειμένου να τους το επιστρέφει υπό τη μορφή υπηρεσιών ελέγχου της ποιότητας του γάλατος που χρησιμοποιούν –ελέγχου που ούτως ή άλλως τον επιτελούν οι ίδιες, οπότε ο οργανισμός ουσιαστικά τον επιβεβαιώνει. Η εισφορά αυτή αθροιστικά είναι γύρω στα 5 εκατ. ευρώ το χρόνο. Ωστόσο, το κόστος των ελέγχων του οργανισμού ανέρχεται σε ποσό μικρότερο ακόμα και του ενός δεκάτου των εισφορών μας. Αυτή η θηριώδης χρηματική διαφορά, λοιπόν, δυστυχώς είτε αξιοποιείται για εντελώς διαφορετικούς σκοπούς, πράγμα καταφανώς παράνομο, εφόσον δεν πρόκειται για φόρο (οπότε τη διάθεσή του θα την αποφάσιζε αυτοδίκαια το κράτος), αλλά για ανταποδοτικό τέλος, είτε αποθεματοποιείται. Έτσι, ο οργανισμός σήμερα έχει απόθεμα κλαδικών εισφορών άνω των 30 εκατ. ευρώ, καθ’ ον χρόνον εμείς πασχίζουμε για την προώθηση των προϊόντων μας και τη νομική υποστήριξή τους διεθνώς, προκειμένου να αμυνόμαστε στις επιθέσεις καπηλείας της ελληνικότητάς τους».

Κι η πολιτεία τι κάνει; «Ανταποκρίνεται με καθυστερήσεις. Περιμένω την απάντηση του αρμόδιου υπουργού εδώ και σαράντα ημέρες. Μας άκουσε μεν καλοπροαίρετα, αλλά οι πράξεις έχουν σημασία…».

Διαβάστε και τις άλλες συνεντεύξεις του αφιερώματος εδώ:

https://selfservice.gr/agis-pistiolas-ella-dika-mas-i-epideinosi-enteinei-tis-anisychies/

https://selfservice.gr/sofoklis-panagiotou-eez-epistrofi-stin-kanonikotita-meta-to-2023/

https://selfservice.gr/giannos-benopoulos-eek-skeptikismos-gia-tin-epiousa/

https://selfservice.gr/dimitris-mentekidis-sefymen-programmatismos-evdomada-tin-evdomada/