Αυτό τεκμαίρεται από την συνδυαστική ανάλυση της περίπλοκης ελληνικής και ευρωπαϊκής συγκυρίας, όχι ως κίνητρο δημιουργίας πλεονάσματος ανησυχιών, αλλά ως αποτέλεσμα νηφάλιας αποτίμησης της κατάστασης εκ μέρους του συνομιλητή μας, δρ. Χαράλαμπου Τσαρδανίδη, διευθυντή του Ινστιτούτου Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων και πανεπιστημιακού καθηγητή στον τομέα των Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών.
Το 2014 είναι κρίσιμο έτος για τη χώρα όχι μόνο διότι επίκειται η λήψη σημαντικών αποφάσεων σχετικών με την απομείωση του χρέους της, «αλλά γιατί η όποια αναπτυξιακή προοπτική της οικονομίας μας εξαρτάται ειδικά από το βάθος χρόνου, στο οποίο οι αποφάσεις αυτές θα προβλέπουν τη μείωση του χρέους. Διότι, έτσι όπως εφαρμόζεται η πολιτική αποπληθωρισμού, φρονώ ότι η οικονομία της χώρας δεν είναι σε θέση από μόνη της να μπει σε αναπτυξιακή τροχιά. Συνεπώς, απαιτείται εισροή ξένων επενδύσεων, οι οποίες, όμως, δεν προσελκύονται χωρίς εγγυήσεις ότι το χρέος βαίνει μειούμενο ή ότι θα εξυπηρετηθεί μακροπρόθεσμα. Έτσι μόνο θα αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των αγορών», εξηγεί ο κ. Χαράλαμπος Τσαρδανίδης, προσθέτοντας:
«Επίσης, το 2014 είναι έτος ευρωεκλογών και αυτοδιοικητικών εκλογών, μη αποκλειομένων, όμως, και των εθνικών. Εκτός, λοιπόν, του οικονομικού μας προβλήματος βρισκόμαστε μπροστά σε εν δυνάμει πολιτικό αδιέξοδο που, τουλάχιστον όπως φαίνεται, θα το δημιουργήσει η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης σταθερής πλειοψηφίας. Δεδομένου ότι η επαναληπτική προσφυγή στις κάλπες υπό τις παρούσες συνθήκες θα ήταν αδιανόητη, πολλοί οφείλουν να σκέφτονται σοβαρά τη διεθνή εμπειρία της εκπόνησης κυβερνητικών προγραμμάτων για κυβερνήσεις συνεργασίας από τις μεγαλύτερες πολιτικές δυνάμεις που αναδεικνύουν οι κάλπες –της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ στην περίπτωσή μας.
Μπορεί οι περισσότεροι να μη διανοούνται καν μια τέτοια συνεργασία, αλλά υπάρχουν και άνθρωποι που σκέφτονται ένα τέτοιο ενδεχόμενο σοβαρά. Βέβαια, κανείς δεν αγνοεί ότι στον ΣΥΡΙΖΑ, στο πλαίσιο του Αριστερού Ρεύματος, γίνεται μια σοβαρή συζήτηση για την πορεία της χώρας εκτός του ευρώ ή ότι η ηγεσία της ΝΔ συμπεριφέρεται ως μη ώφειλε απαξιωτικά στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η ανάδειξη, ωστόσο, της Χρυσής Αυγής ή οποιουδήποτε άλλου ακροδεξιού αντιευρωπαϊκού μορφώματος στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για την προοπτική σχηματισμού ενός «μεγάλου συνασπισμού». Να γιατί το 2014 πιστεύω ότι είναι κρίσιμο με όλη τη σημασία της λέξης».
Η ΕΕ του «βλέποντας και κάνοντας»
σελφ σέρβις.: Ποιες θεωρείτε ότι είναι οι προθέσεις της ΕΕ έναντι της Ελλάδας;
Χαράλαμπος Τσαρδανίδης: Η ανάγνωση προθέσεων προϋποθέτει την εκδήλωσή τους σε μια ορισμένη κατεύθυνση. Δεν είμαι, λοιπόν, καθόλου σίγουρος ότι η Ευρώπη έχει μακροπρόθεσμα ξεκαθαρισμένη πολιτική ειδικά για την Ελλάδα. Αντίθετα, απ’ ότι έχει φανεί, η ευρωπαϊκή ηγεσία είναι του «βλέποντας και κάνοντας» κι αυτό είναι, ίσως, ό,τι πιο επικίνδυνο. Για παράδειγμα, από την μια πλευρά φέρεται με διαμορφωμένη πεποίθηση ότι η Ελλάδα πρέπει να παραμείνει στο ευρώ –για πλείστους λόγους, όχι μόνο οικονομικούς. Βλέπετε, τη χώρα μας σήμερα την ευνοεί η διεθνής συγκυρία της αστάθειας στην ευρύτερη περιοχή της, κυρίως με την κρίση στη Συρία και τα προβλήματα της Τουρκίας –στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται, άλλωστε, και το ζήτημα του ελέγχου των ενεργειακών πηγών της περιοχής. Από την άλλη πλευρά, όμως, ορισμένες ενέργειες και πολιτικές πρακτικές της ευρωπαϊκής ηγεσίας μπορεί να χαρακτηριστούν αντιφατικές.
Μας πιέζει, λόγου χάρη, φορτικά σε ό,τι αφορά την πιστή εφαρμογή του μνημονίου. Θέτει, επίσης, συνεχώς νέους όρους –απαιτεί λχ την κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού χωρίς ένδειξη κατανόησης, τη στιγμή που εγείρεται ζήτημα αντοχής της παρούσας κυβέρνησης σε τέτοιου είδους πιέσεις και απαιτήσεις. Δηλώνει ευθέως ότι μπορεί να υπάρξει ένα τρίτο μνημόνιο, πράγμα για το οποίο η ελληνική κυβέρνηση ανθίσταται, καθώς μια νέα δανειακή σύμβαση θα απαιτήσει νέες δεσμεύσεις, συνεπώς και νέα μέτρα, που είναι αδύνατο να περάσουν χωρίς ανατροπές στο πολιτικό σύστημα. Ταυτόχρονα, ενόσω το Grexit επανήλθε στον διεθνή τύπο, οι δυνάμεις που, όπως γνωρίζουμε πια, έβλεπαν το 2011 θετικά μια συντεταγμένη αποχώρηση της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, φαίνεται ότι επανέρχονται με την ίδια επιχειρηματολογία.
Ο κίνδυνος μιας ακροδεξιάς αποτελμάτωσης στην ΕΕ
σελφ σέρβις.: Τι σκέφτεστε για την ευρωπαϊκή στρατηγική μετά τις ευρωεκλογές, καθώς διαφαίνεται μια άνοδος της ακροδεξιάς στην Ευρώπη;
Χαράλαμπος Τσαρδανίδης: Παραδοσιακά το εκλογικό σώμα των χωρών-μελών αντιμετωπίζει τις ευρωεκλογές είτε μάλλον αδιάφορα είτε ως ευκαιρία εκτόνωσης απέναντι στους κατά περίπτωση χώρας κυβερνώντες. Φέτος τα πράγματα δεν θα είναι καθόλου έτσι. Όντως, στο πλαίσιο των αντιδράσεων κατά της σκληρής δημοσιονομικής πειθαρχίας και της ενεργοποίησης αμυντικών εθνικιστικών αντανακλαστικών με οικονομικό υπόβαθρο, διαπιστώνεται μια πρωτοφανής έξαρση του φαινομένου της «πατριωτικής» ακροδεξιάς σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες ταυτόχρονα: στη Γαλλία, την Ολλανδία, τη Νορβηγία, ακόμα και στην ίδια Γερμανία, αλλά και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Άρα ο φόβος που εκφράζεται από πολλούς ότι η σύνθεση της νέας Ευρωβουλής θα είναι εντελώς διαφορετική της σημερινής είναι βάσιμος και δείχνει την ανησυχία για την πιθανότητα αρνητικών εξελίξεων σε διπλή κατεύθυνση:
Αφενός, καθαυτή η ενίσχυση της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς ενδεχομένως θα λειτουργήσει ως πρόκριμα για την περαιτέρω διεύρυνση της παρουσίας της στα εθνικά κοινοβούλια. Επίσης, υπάρχει ο κίνδυνος η ευρωπαϊκή χριστιανοδημοκρατία να παρασυρθεί από την ατζέντα της ακροδεξιάς (πχ για το μεταναστευτικό, όταν είναι ευρύτερα αποδεκτό πια ότι η ΕΕ χρειάζεται τους μετανάστες για ποικίλους λόγους). Αφετέρου, μια ενισχυμένη ακροδεξιά στους εθνικούς και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς θα έχει ως συνέπεια την παρακώλυση ή την άρνηση της προώθησης αναγκαίων πολιτικών πρωτοβουλιών, με άμεση επίπτωση την αποτελμάτωση, την άρνηση της επίλυσης σημαντικών προβλημάτων της ΕΕ.
Εντελώς φυσιολογική η προώθηση της TTIP
σελφ σέρβις.: Υπό αυτές τις συνθήκες το προηγούμενο καλοκαίρι έγινε στην ΕΕ από τις ΗΠΑ μια πρόταση τεράστιου πολιτικοοικονομικού ενδιαφέροντος, σχετικά με την προώθηση ενός Υπερατλαντικού Συνεταιρισμού για το Εμπόριο και τις Επενδύσεις (ΤΤΙP) μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού. Γιατί τώρα, με τι οφέλη και τι ανταλλάγματα;
Χαράλαμπος Τσαρδανίδης: Τέτοιες πρωτοβουλίες πρέπει να τις αντιμετωπίζουμε με θετικό πνεύμα. Οι ΗΠΑ, τουλάχιστον μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’90, αρνούντο την υπογραφή εμπορικών συμφωνιών με την ΕΕ, και γενικότερα συστηματικά το οτιδήποτε σχετικό το παρέπεμπαν σε πολυμερές επίπεδο, δηλαδή στο πλαίσιο παλιά του GATT και νυν Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), με την προσδοκία πάντα της επίτευξης μεγαλύτερων παραχωρήσεων υπέρ τους. Πριν από λίγα χρόνια, όμως, άρχισαν να υιοθετούν την ιδέα των Ζωνών Ελευθέρων Συναλλαγών –όπως η NAFTA (μεταξύ ΗΠΑ, Καναδά, Μεξικού) ή η APEC (μεταξύ 21 χωρών του Ειρηνικού).
Στο πλαίσιο αυτής της στροφής τους, ήταν αναμενόμενο οι ΗΠΑ να επιδιώξουν τη συμφωνία για μια αντίστοιχη ζώνη και με την ΕΕ. Άλλωστε, η οικονομική ώσμωση των δύο πλευρών είναι αρκετά προχωρημένη. Μάλιστα, οι αμερικανικές επενδύσεις στην ΕΕ και οι ευρωπαϊκές στις ΗΠΑ είναι ήδη πολύ σημαντικές και βαίνουν συνεχώς αυξανόμενες. Γενικά, η έλλειψη προόδου στην οικονομική ολοκλήρωση μέσω της πολυμερούς συνεργασίας (ΠΟΕ) και η εν γένει αποδυνάμωσή της αντισταθμίζεται από τις διαπεριφερειακές συνεργασίες (μεταξύ κρατών και ομάδων κρατών), οι οποίες ως παγκόσμια τάση έχουν πολλαπλασιαστεί τα τελευταία χρόνια. Τέτοιου είδους συνεργασίες έχει ήδη η ΕΕ με τα κράτη της Λατινικής Αμερικής, όπως και με τον Καναδά. Επομένως, η εν αναμονή διασύνδεσή της με τις ΗΠΑ και η προώθησή της σήμερα είναι κάτι το εντελώς φυσιολογικό, χωρίς να τίθεται θέμα δημιουργίας πλεονεκτημάτων της μιας πλευράς εις βάρος της άλλης. Απεναντίας, οι σχετικές μελέτες επιβεβαιώνουν ότι η απελευθέρωση του εμπορίου και των επενδύσεων μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΕ θα ευνοήσουν πολλαπλά και τις δύο.
Πλήγμα κατά των ελληνικών εξαγωγών
σελφ σέρβις.: Υπάρχει, ωστόσο, το θέμα του «μαγνητισμού» των (χρηματοοικονομικών) επενδύσεων από τις ΗΠΑ συνεπεία της αλλαγής πολιτικής του δολαρίου. Σε ένα τέτοιο φαινόμενο η επίδραση της διαπεριφερειακής συνεργασίας ΗΠΑ-ΕΕ έχει, ίσως, δευτερεύοντα ρόλο, το ερώτημα, όμως, είναι πώς τούτο μπορεί να επηρεάσει την οικονομία της χώρας μας;
Χαράλαμπος Τσαρδανίδης: Εδώ κι έναν χρόνο διαφάνηκε ως τάση η αλλαγή της πολιτικής του δολαρίου –τώρα οι Αμερικανοί την υλοποιούν πιο αποφασιστικά. Σκοπός τους είναι να περιορίσουν την προσφορά δολαρίων, την οποία παρείχαν αφειδώς τα προηγούμενα χρόνια (tapering), καθώς στο πλαίσιο ακριβώς της ρευστότητας που έδωσε στην παγκόσμια οικονομία το δολάριο, πολλά κεφάλαια αναζήτησαν επενδυτικές ευκαιρίες στις αναδυόμενες αγορές, αφού εκεί οι προσδοκίες κερδών ήταν πολύ υψηλότερες απ’ ό,τι στις ΗΠΑ. Τώρα οι Αμερικανοί θέλουν την αντιστροφή αυτής της τάσης και θα το επιδιώξουν το 2014, σύμφωνα με όλες τις προβλέψεις, συρρικνώνοντας την προσφορά χρήματος και αυξάνοντας το επιτόκιο του δολαρίου, καθιστώντας το ελκυστικό για τους παγκόσμιους επενδυτές κεφαλαίου.
Μια τέτοια εξέλιξη θα δημιουργήσει αρκετά προβλήματα σε πολλές από τις αναδυόμενες οικονομίες και ειδικά σε μία από όσες μας ενδιαφέρουν άμεσα, την τουρκική, η οποία ήδη ασθμαίνει εξαιτίας της πολιτικής ρευστότητας –της εσωτερικής και του περιγύρου της. Πράγματι, η αξία της τουρκικής λίρας έχει χάσει αρκετά σε σχέση με το δολάριο, ενώ αποσύρονται κεφάλαια από το χρηματιστήριο της Κωνσταντινούπολης. Η συγκυρία, λοιπόν, της αύξησης των αμερικανικών επιτοκίων θα υπονομεύσει περαιτέρω την ευάλωτη τουρκική οικονομία.
Κατ’ επέκταση μια σημαντική καθήλωση της ανάπτυξης στη γειτονική χώρα θα έχει δυσμενείς συνέπειες στο εξωτερικό εμπόριο της Ελλάδας, δεδομένου ότι η Τουρκία έχει γίνει ο καλύτερος πελάτης των εξαγωγών της χώρας, ξεπερνώντας την Ιταλία και τη Γερμανία. Αν λάβετε υπόψιν σας, παραδείγματος χάριν, ότι οι ελληνικές εξαγωγές πετρελαιοειδών αποτελούν το 70% των ελληνικών εξαγωγών προς την τουρκική αγορά, ο κίνδυνος για τη μείωση του γενικού δείκτη των εξαγωγών μας –αν όχι για την αντιστροφή του σε αρνητικές ενδείξεις– και δη σε μια περίοδο κόπωσης των ελληνικών εξαγωγών, είναι προφανής.
σελφ σέρβις.: Αρκετοί μιλούν περί πρεμούρας για την οριστικοποίηση της συμφωνίας συνεργασίας ΗΠΑ-ΕΕ πριν την αλλαγή της σύνθεσης των ενωσιακών οργάνων. Ποια είναι η δική σας εκτίμηση;
Χαράλαμπος Τσαρδανίδης: Έχει κάποια βάση αυτό που ακούγεται, δεδομένου ότι επιφορτισμένη με τέτοιου είδους διαπραγματεύσεις εκ μέρους της ΕΕ είναι η Commission –ειδικότερα η Επιτροπή 133 επί εμπορικών θεμάτων της Ένωσης. Είναι φυσικό να υπάρχει η ευχή για την ολοκλήρωση της συμφωνίας από τη σύνθεση του οργάνου που χειρίστηκε εξ αρχής τη διαπραγμάτευση. Δεν θα εκπλαγώ αν η συμφωνία κλείσει σχετικά νωρίς. Βέβαια, επειδή «ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες», κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει την πιθανή περίπτωση να προκύψουν εμπόδια –και λαμβανομένου υπόψιν του ότι εκ μέρους της ΕΕ η κοινότητα θέσεων πρέπει να εκφραστεί από 27 διαφορετικές χώρες-μέλη…
Τα κρίσιμα ερωτήματα του 2014
σελφ σέρβις.: Η χώρα μας έχει να προσβλέπει σε κάτι άμεσα θετικό, είτε από την προώθηση της TTIP είτε απ’ ο,τιδήποτε άλλο, σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις, την κάμψη της ανεργίας, την υποχώρηση της ύφεσης…;
Χαράλαμπος Τσαρδανίδης: Ως προς τις επενδύσεις οι φιλοδοξίες μας ήταν πολύ μεγαλύτερες. Όμως, προϊόντος του χρόνου μειώθηκαν, καθώς οι ιδιωτικοποιήσεις δεν προχωρούν, επομένως η εξυπηρέτηση του χρέους καθυστερεί. Στο μεταξύ, οι επενδυτές χωρίς σταθεροποίηση της οικονομίας, ενόσω δεν φαίνεται ότι αγγίξαμε το ναδίρ της πτώσης, ώστε να υπολογίζουν σε κάποια προοπτική ανάπτυξης, δεν συγκινούνται. Ως προς την ανεργία, ακόμα κι αν υπάρξουν εισροές κεφαλαίων ή έστω και μια μικρή άνοδος του ΑΕΠ, οι περισσότεροι εκτιμούν ότι θα συνεχίσει να αυξάνεται –ίσως, με μικρότερους ρυθμούς.
Όμως, τα κρίσιμα ερωτήματα παραμένουν: Η κοινωνία θα αντέξει την προοπτική αύξησης των φόρων, που την επόμενη χρονιά θα είναι αρκετά αυξημένοι για επιχειρηματίες και μη; Ποια θα είναι η συνέπεια των απαιτήσεων κάλυψης του χρηματοδοτικού και δημοσιονομικού κενού της χώρας ως το 2016; Μήπως ένα νέο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα, συνοδευόμενο αναπόφευκτα και δεσμευτικά από τη λήψη νέων μέτρων; Θα ζητηθεί, άραγε, η υπογραφή του ΣΥΡΙΖΑ, όπως προηγουμένως της ΝΔ και του ΛΑΟΣ, ως προϋπόθεση για τη χορήγηση νέων πιστώσεων; Και ένα ακόμα ερώτημα: Είναι σε θέση η οικονομία μας να δημιουργήσει ακόμα μεγαλύτερα πλεονάσματα του φετινού, με ετήσια μεγέθη της τάξης του 4% και 4,5% του ΑΕΠ κατά τις προβλέψεις του συμφωνημένου προγράμματος μέχρι το 2016, πράγμα που οι πλείστοι των παρατηρητών θεωρούν αδύνατον;
Εν προκειμένω, απλώς επισημαίνω ότι οι δανειστές μας ενδεχομένως δεν θα συμφωνήσουν ως προς το αδιαμφισβήτητο των ικανοτήτων της χώρας να παράγει ακόμα μεγαλύτερο πρωτογενές πλεόνασμα το 2014, οπότε επανερχόμαστε με εντονότερη αγωνία για τις απαντήσεις στη θεματολογία των προηγούμενων ερωτημάτων, η οποία σε κάθε περίπτωση θα μας απασχολήσει στην εξέλίξη του έτους.
Επιχειρηματική ασφυξία και μικροπολιτικοί υπολογισμοί
Στο μεταξύ, το κακό είναι ότι η ελληνική επιχειρηματική τάξη βρίσκεται στα όριά της, υποφέροντας από τη χρόνια έλλειψη ρευστότητας, το υψηλό κόστος ενέργειας, τα υψηλά επιτόκια δανεισμού, το γραφειοκρατικό βάρος, την κόπωση των εξαγωγών κλπ. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, η ανταγωνιστικότητά της δεν μπορεί να βελτιωθεί κατά το προσδοκώμενο. Και το αποκαρδιωτικό είναι ότι ο μικροπολιτικός υπολογισμός εξακολουθεί να ακυρώνει τις προσπάθειες του εξωτερικού παράγοντα να αναδιαρθρώσει τις αναποτελεσματικές δομές μας. Πάρτε ως παράδειγμα την περίπτωση της αναδιάρθρωσης, με τη στήριξη Ολλανδών τεχνοκρατών, της Οικονομικής Γραμματείας του ΥΠΕΞ –της τόσο σημαντικής για την ανταγωνιστική τόνωση του εξωτερικού μας εμπορίου.
Ο κ. Κ. Χατζιδάκης εξήγγειλε τον Δεκέμβριο του 2012 ένα σχέδιο αναδιάρθρωσής της, προβλέποντας τη μεταφορά όλων των σχετικών διευθύνσεων και διπλωματών από το ΥΠΕΞ στο ΥΠΑΑΝ, χωρίς όμως να έχει κατανοήσει ακριβώς τις προϋποθέσεις και τις συνέπειες αυτής της αλλαγής. Οι Ολλανδοί, τονίζοντας μεν την αναγκαιότητα της ενιαίας εποπτείας όλων των υπηρεσιών από ένα υπουργείο, επεσήμαιναν τη διαφορά μεταξύ διαμόρφωσης της σχετικής πολιτικής, που πρέπει να ανήκει σε έναν φορέα, και της εποπτείας της υλοποίησής της, που πρέπει να ασκείται από άλλον. Στον βαθμό, που το ΥΠΑΑΝ επιχείρησε να χαράσσει όχι μόνο την εξαγωγική πολιτική, αλλά γενικότερα την οικονομική διπλωματία, μια υπόθεση που ανήκει σαφώς στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, το σχετικό σύστημα παραμένει αποτελματωμένο και ανεπίδεκτο μεταρρυθμίσεων…
TIP: Η ΣΥΝΕΝΩΣΗ ΤΩΝ ΑΓΟΡΩΝ ΔΥΟ ΚΟΛΟΣΣΩΝ
Οι διαπραγματεύσεις για τη Συμφωνία του Υπερατλαντικού Συνεταιρισμού για το Εμπόριο και τις Επενδύσεις (ΤΤΙP) μεταξύ ΗΠΑ- ΕΕ ξεκίνησαν τον Ιούλιο του 2013. Η TTIP αποσκοπεί στην απελευθέρωση του εμπορίου μεταξύ των δύο εταίρων, με την ελαχιστοποίηση ή άρση των δασμολογικών και μη επιβαρύνσεων στα αγροτικά και βιομηχανικά προϊόντα, στην κατάργηση των ρυθμίσεων για τις κρατικές προμήθειες, τις επενδύσεις και τα ενεργειακά προϊόντα, στην αλλαγή των κανονισμών και των προτύπων για την υγιεινή και ασφάλεια των προϊόντων και στην προστασία της ιδιωτικής ζωής και των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.
Αθροιστικά σήμερα ΕΕ και ΗΠΑ παράγουν περίπου το 50% του ακαθάριστου παγκόσμιου προϊόντος, διεξάγουν το 30% του παγκοσμίου εμπορίου προϊόντων και αντίστοιχα το 40% των υπηρεσιών, διενεργούν περίπου το 20% των παγκόσμιων άμεσων ξένων επενδύσεων και συγκεντρώνουν το 75% του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού τομέα. Σημειώνεται ότι στις ΗΠΑ σήμερα η ΕΕ έχει επενδύσει το 35,2% των άμεσων ξένων επενδύσεων (έναντι 24,1% στις εκτός ΕΕ ευρωπαϊκές χώρες) και ότι περίπου το 75% των εμπορικών ανταλλαγών μεταξύ ΗΠΑ- ΕΕ αφορά στους κλάδους των τροφίμων-ποτών, της αυτοκινητοβιομηχανίας, των χημικών-καλλυντικών-φαρμάκου και των ηλεκτρικών προϊόντων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μείωση έως κατάργηση των δασμών δείχνουν οι εξαγωγείς των ΗΠΑ, ιδιαίτερα των αγροτικών προϊόντων.
Κλειδί για την εξάλειψη των μη δασμολογικών επιβαρύνσεων θα αποτελέσει η, χωρίς προϋποθέσεις, αμοιβαία αναγνώριση της καταλληλότητας των προϊόντων και της αδειοδότησης της λειτουργίας των επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών, πράγμα που ενδιαφέρει διακαώς αμερικανικές πολυεθνικές εταιρείες όπως η Monsanto και η KFC, τις αεροπορικές βιομηχανίες (δεδομένου ότι η ΕΕ έχει θεσπίσει αυστηρότερους κανόνες για τις εκπομπές καυσαερίων), τις αυτοκινητοβιομηχανίες κλπ. Την επίτευξη της TTIP επιδιώκουν πρωταγωνιστικά η Ένωση Γερμανικών Τραπεζών και ιδιαίτερα η Deutsche Bank, που αφού ενισχύθηκε με δισεκατομμύρια. δολάρια από τη Fed το 2009, τώρα αντιδρά ακόμη και στις χαλαρές ρυθμίσεις του Κανόνα Volcker, απαιτώντας τη μη ανάμειξη των ρυθμιστικών αρχών των ΗΠΑ στην επιτόπια λειτουργία των ξένων τραπεζών (οι μη δασμολογικές επιβαρύνσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα είναι σαφώς υψηλότερες για τις ευρωπαϊκές τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στις ΗΠΑ…).