Η επιδιωκόμενη συμφωνία για το Δημοσιονομικό Πλαίσιο και το Σύμφωνο Ανάκαμψης στην ΕΕ επείγει, «καθότι το διακύβευμα είναι τόσο μεγάλο, ώστε μια μη συμφωνία θα σημαίνει ότι θα χάσουν όλοι και κυρίως η ΕΕ», τονίζει στο σελφ σέρβις ο κ. Χαράλαμπος Τσαρδανίδης, διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων. Επίσης, εξηγεί πώς και γιατί η Ελλάδα ως κράτος-μέλος της ΕΕ έχει τη δυνατότητα ανάσχεσης της τουρκικής επιβουλής, «αρκεί τα διαπραγματευτικά αντανακλαστικά μας να διαμορφώνονται κατόπιν βαθύτερης κατανόησης της στρατηγικής που η Τουρκία ακολουθεί και όχι στη βάση θεωρήσεων, σύμφωνα με τις οποίες οι κινήσεις της Άγκυρας εκφράζουν απελπισία».
Η συζήτησή μας ξεκίνησε με την ερώτηση κατά πόσο η πανδημία κι οι σφοδρές επιπτώσεις της στην οικονομία εντείνουν προϋπάρχουσες πολιτικοοικονομικές τάσεις ή τις αναδιαμορφώνουν στην ΕΕ, επιταχύνοντάς τες.
Όπως εξήγησε ο συνομιλητής μας, «υπάρχουν τάσεις διαμορφωμένες εδώ και χρόνια κι άλλες που κατά κάποιο τρόπο επιβεβαιώνονται στη συγκυρία του Covid-19 και επιταχύνονται λόγω του επείγοντος χαρακτήρα της αντιμετώπισης των επιπτώσεων της πανδημίας. Συνοπτικά σήμερα στην ΕΕ εξελίσσονται σκληρές και ταυτόχρονες διαπραγματεύσεις, διασυνδεόμενες αναπόφευκτα μεταξύ τους, σε δύο βασικά πεδία: Αφενός του νέου πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου 2021-2027, δηλαδή του προϋπολογισμού της ΕΕ –μια διαδικασία ούτως ή άλλως προγραμματισμένη και με καταγεγραμμένες τις συγκλίσεις και αντιθέσεις συμφερόντων των διαφορετικών ομάδων των κρατών-μελών της ΕΕ– και αφετέρου του έκτακτου Συμφώνου Ανάκαμψης από την ύφεση λόγω της πανδημίας, που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην πρότασή της το προσδιόρισε στα 750 δισ. ευρώ, δηλαδή σε 500 δισ. ευρώ σε επιχορηγήσεις και 250 δισ. σε δάνεια. Με επίκεντρο ιδίως την αντίδραση των τεσσάρων «φειδωλών» χωρών του βορρά σε κάθε ιδέα αμοιβαιοποίησης χρεών μεταξύ των εταίρων, οι βασικότερες αντιθέσεις συμφερόντων στην ΕΕ αντανακλώνται και στα δύο πεδία των διαπραγματεύσεων, χωρίς αυτό να αναιρεί την επίδραση στις συζητήσεις μιας ποικιλίας ειδικών οικονομικών και πολιτικών θεμάτων, που ενδιαφέρουν ξεχωριστά κάθε κράτος-μέλος».
Το επίδικο
σελφ σέρβις: Πάντως, η αντίδραση στη γαλλογερμανική πρωτοβουλία, καρπός της οποίας είναι η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το Σύμφωνο Ανάκαμψης, συσπειρώνει πια οκτώ κράτη-μέλη.
Χαράλαμπος Τσαρδανίδης: Σε αυτή τη φάση των διαπραγματεύσεων ο καθένας ζητά το μέγιστο, για να πάρει κάτι στο τέλος. Η εκδήλωση αντιδράσεων δεν σημαίνει πάντα ένα κοινό υπόβαθρο αιτουμένων μεταξύ όλων όσοι πιέζουν. Η Πολωνία, για παράδειγμα, η οποία έχει να λαμβάνει αρκετά χρήματα από το Δημοσιονομικό Πλαίσιο, αντιδρά περισσότερο για το μεταναστευτικό. Άρα τα πράγματα είναι πολύ περισσότερο σύνθετα. Εν πάση περιπτώσει, επειδή συζητούμε για τη γενική τάση, η βασική αντίδραση στα προτεινόμενα σχέδια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να αντλήσει πόρους, ταυτόχρονα, για το Δημοσιονομικό Πλαίσιο και για το Ταμείο Ανάκαμψης αποσκοπούν: το μεν Δημοσιονομικό Πλαίσιο να παρέχει τη δυνατότητα μεγαλύτερων επιστροφών σε κάποια κράτη-μέλη, ώστε να μην αυξάνουν οι ίδιοι πόροι τους κατά την εκτέλεσή του ως το 2027, το δε Σύμφωνο Ανάκαμψης, πρώτον, να μην είναι τετραετούς εφαρμογής, σύμφωνα με την πρόταση της Επιτροπής, αλλά βραχύτερης διάρκειας –διετούς προτάθηκε–, και δεύτερον, το συνολικό ποσό των επιχορηγήσεων να είναι μικρότερο του προτεινόμενου. Ως προς το τελευταίο, επειδή η Επιτροπή θα προσφύγει σε διεθνή δανεισμό με την εγγύηση όλων των κρατών-μελών για ν’ αντλήσει πόρους για το Ταμείο, αρκετές χώρες, με πρωταγωνίστριες τις τέσσερις του βορρά, φοβούνται μήπως εισαχθεί έτσι από την πίσω πόρτα η υπόθεση της αμοιβαιοποίησης του χρέους, την οποία ζητούν οι χώρες του Νότου, ένα φόβο που συμμερίζεται κι η Γερμανία. Επιπρόσθετα ζητούν εγγυήσεις ότι οι σχετικοί πόροι θα διατεθούν αποκλειστικά σύμφωνα με τους στόχους του Ταμείου (αναδιάρθρωση υγειονομικού συστήματος, ανάσχεση ανεργίας, καινοτομία, πράσινη ανάπτυξη κ.ά.) και ότι δεν θα σπαταληθούν κατά το ελληνικό παράδειγμα της προ μνημονίων περιόδου. Όλα αυτά, βέβαια, είναι ακόμα υπό διαπραγμάτευση.
Το διακύβευμα
σ. σ.: Ποιες είναι σχετικά οι προσδοκίες από τη γερμανική προεδρία, που ξεκίνησε μόλις την 1η Ιουλίου; Η καγκελάριος Μέρκελ πριν την αποχώρησή της από το πολιτικό προσκήνιο τον Σεπτέμβριο πιέζει να υπάρξει άμεσα συμφωνία.
Χ. Τ.: Η Γερμανία θα δραστηριοποιηθεί έντονα και στα δύο πεδία, προκειμένου να υπάρξει συμφωνία το ταχύτερο. Βέβαια, η επιδιωκόμενη συμφωνία κανείς δεν περιμένει ότι θα ικανοποιεί τους πάντες. Όμως επείγει, καθότι το διακύβευμα είναι τόσο μεγάλο, ώστε μια μη συμφωνία θα σημαίνει ότι θα χάσουν όλοι και κυρίως η ΕΕ. Πράγματι, αν δούμε τα πράγματα στην παγκόσμια διάστασή τους, στο πλαίσιο του τριγώνου ισχύος ΗΠΑ-ΕΕ-Κίνας εξελίσσονται τάσεις, διαμορφωμένες προ πολλού, οι οποίες οδηγούν σε επιταχυνόμενη υποτίμηση του ρόλου της ΕΕ, εξαιτίας των εμπορικών διενέξεων μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ αλλά και ΕΕ και Κίνας και της μη υποστήριξης πλέον της πολυμέρειας στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις. Σημειωτέον ότι η επενδυτική επέκταση και δραστηριότητα της Κίνας ως διεθνούς δανειστή στριμώχνει την Ευρώπη, η οποία πλέον προσπαθεί να την ανακόψει με κάθε τρόπο, ενοχλούμενη, μεταξύ άλλων, και από την ήπιας ισχύος κινεζική παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο. Μ’ ένα λόγο, η Ευρώπη πλέον βρίσκεται σε μειονεκτική θέση. Οφείλει, λοιπόν, ν’ αποδείξει άμεσα ότι είναι σε θέση να στρέψει το τιμόνι στην κατεύθυνση της ανάπτυξης και μάλιστα με κεϋνσιανική πλεύση, έχοντας ήδη χάσει την ευκαιρία να το πράξει αυτό στην κρίση του 2008, με ευθύνη της Γερμανίας. Η πρόκληση για την ΕΕ είναι ν’ αποδείξει ότι μπορεί να διαχειριστεί την κρίση, ρίχνοντας χρήμα για να αναχαιτίσει την ύφεση, που τουλάχιστον για ένα διάστημα προβλέπεται οξύτατη, μη διακινδυνεύοντας περαιτέρω το ευρωπαϊκό εγχείρημα. Εντέλει τώρα περισσότερο από ποτέ χρειάζεται να αποδείξει ότι παίζει βαρύνοντα ρόλο στις διεθνείς υποθέσεις.
Σοκ από τις ανακατατάξεις στο διεθνές σύστημα
σ. σ.: Να το αποδείξει κυρίως έναντι της Κίνας;
Χ. Τ.: Ναι, διότι η ορμητικά αναπτυσσόμενη Κίνα στο σύγχρονο κόσμο, όπου οι δυτικοί ανταγωνιστές της, ιδίως οι ΗΠΑ, αναδιπλώνονται εσωστρεφώς, έχει την εξής ιδιαιτερότητα. Μπορεί μεν το Πεκίνο, χάριν της διεθνοποίησης των κινεζικών κεφαλαίων, να υπερασπίζεται σήμερα την παγκοσμιοποίηση και την απελευθέρωση των οικονομικών συναλλαγών όσο κανείς άλλος, αλλά αυτό γίνεται με όρους έντονου προστατευτισμού στο εσωτερικό της Κίνας, λόγω της φύσης του καθεστώτος, και με τη χρήση μέσων που απάδουν πολλές φορές προς τους κανόνες του διεθνούς ανταγωνισμού. Πολύ περισσότερο αυτό δημιουργεί προβλήματα στην ΕΕ, εφόσον ορισμένα κράτη-μέλη της, όπως η Πορτογαλία, η Ιταλία κ.ά., έλκουν κινεζικές επενδύσεις αντισταθμιστικά προς την πίεση των πολιτικών δημοσιονομικής σταθερότητας. Άρα ζούμε μια αμφίρροπη κατάσταση όχι αναφορικά με το μέλλον μόνο της Ευρώπης, αλλά με τη γενική τάση αναδιαμόρφωσης των ισορροπιών στο διεθνές σύστημα. Η αντίδραση στην παγκοσμιοποίηση, βλέπετε, δεν είναι θέμα απλώς και μόνον της επίδρασης του Τραμπ, αλλά εκδηλώνεται γενικά από τον ανεπτυγμένο κόσμο, γιατί ένα μεγάλο μέρος της βιομηχανικής του υποδομής δεν επωφελήθηκε μακροπρόθεσμα από την παγκοσμιοποίηση. Για παράδειγμα, ενώ η δυτική ακτή των ΗΠΑ ανέπτυξε τη δυνατότητα παγκόσμιας δράσης, μέσω των νέων υπηρεσιών, της καινοτομίας, της ηλεκτρονικής και της ρομποτικής, οι μεσοδυτικές πολιτείες, μετά τη μετεγκατάσταση των παραδοσιακών βιομηχανιών στην Ασία, δεν έχουν συνέλθει. Θυμηθείτε ότι και στην Ευρώπη πολύ προ του Τραμπ και του Μακρόν, ο Σαρκοζί μίλησε περί «οικονομικού πατριωτισμού». Αυτό που κάνει τη διαφορά μεταξύ του τότε και του σήμερα είναι, βέβαια, η απρόβλεπτη ιδιοσυγκρασία του Αμερικανού προέδρου, που μεγεθύνει τα υπαρκτά ρήγματα, αυξάνοντας τις αβεβαιότητες.
Η στρατηγική της «Γαλάζιας Πατρίδας»
σ. σ.: Η πολιτική υπόσταση της ΕΕ κατά πόσο μπορεί –ή εντέλει αδυνατεί;– να παρέχει ασφάλεια στην Ελλάδα έναντι των επιδιώξεων της Τουρκίας να διευρύνει την επιρροή της στην Ανατολική Μεσόγειο εις βάρος της εθνικής κυριαρχίας δυο χωρών-μελών της, της Ελλάδας και της Κύπρου; Η «Γαλάζια Πατρίδα» δεν είναι πια απλώς αφήγημα…
Χ. Τ.: Η βασική αδυναμία της ΕΕ εντοπίζεται ακριβώς στην απουσία κοινής εξωτερικής πολιτικής και άμυνας. Ούτε κοινός ευρωπαϊκός στρατός υπάρχει ούτε η εξωτερική πολιτική της ΕΕ φημίζεται για τη συγκρότησή της –το δείχνουν, άλλωστε, οι σχετικές αντιφάσεις. Η ΕΕ «παρακολουθεί» γεγονότα στον περίγυρό της, δεν τα διαμορφώνει. Είναι διαδεδομένη ευρέως στη χώρα μας η πολιτική άποψη, την οποία επ’ ουδενί λόγο συμμερίζομαι, ότι η Τουρκία βρίσκεται σε αμυντική θέση και σε διεθνή απομόνωση κι ότι η διεθνής κινητικότητά της δεν είναι παρά αντιπερισπασμός του καθεστώτος Ερντογάν για εσωτερική κατανάλωση. Μολονότι ο Ερντογάν βρίσκεται σε δυσάρεστη θέση, κυρίως λόγω της επιδείνωσης της τουρκικής οικονομίας και της εσωτερικής του αμφισβήτησης στα δυτικά παράλια της χώρας και στα μεγαλύτερα αστικά κέντρα της, την πρωτοβουλία των κινήσεων την έχει αυτός και κάθε άλλο παρά απομονωμένος είναι, όπως φαίνεται πριν απ’ όλα από τις απευθείας σχέσεις του με τις ΗΠΑ και τη Ρωσία. Εξάλλου, το αφήγημα της «Γαλάζιας Πατρίδας» δεν αφορά μόνο το κόμμα του, αλλά όλο το αντιπολιτευόμενο εθνικιστικό πολιτικό φάσμα της Τουρκίας, το οποίο μάλιστα υπερακοντίζει σε εθνικιστικές αξιώσεις, κατηγορώντας τον Ερντογάν για ενδοτικότητα απέναντί μας. Η εμπλοκή της Τουρκίας στη Λιβύη κι οι συμφωνίες που υπεγράφησαν εις βάρος της Ελλάδας, η αντιφατικότητα κι η προκλητικότητά της δεν είναι συμπτώματα σύγχυσης, αλλά εκδηλώσεις της στρατηγικής της «Γαλάζιας Πατρίδας», που έχει δύο σκέλη: Αφενός να αποτραπούν η Ελλάδα, η Κύπρος, το Ισραήλ κι έμμεσα η Αίγυπτος από μια κοινή συναινέσει συμφωνία καθορισμού των ΑΟΖ τους κατά τρόπο που θα αποκλείεται η Τουρκία από την Ανατολική Μεσόγειο, και αφετέρου να εμπεδωθεί η θέση της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο ως περιφερειακής δύναμης.
Η ευκαιρία της νέας τελωνειακής ένωσης ΕΕ-Τουρκίας
Στη λογική αυτή ο Ερντογάν, που τα έφερε βόλτα στο Ιράκ και τη Συρία, απομόνωσε τους Κούρδους κι έβαλε πόδι στη Λιβύη ως σύμμαχος της νόμιμης κυβέρνησής της, ενδιαφέρεται ασφαλώς να τη συμμερισθούν και ευρωπαϊκές δυνάμεις. Αλλά υπάρχουν και δυνάμεις, όπως η Γαλλία, που αντιτίθενται στα τουρκικά σχέδια. Πολύ περισσότερο, όμως, υπάρχει η τουρκική επιδίωξη για μια νέα συμφωνία τελωνειακής ένωσης με την ΕΕ, στο πλαίσιο της οποίας δεν μπορεί να παρακαμφθεί η ελληνική άποψη, όπως συνέβη με τη Λιβύη στη διάσκεψη του Βερολίνου –έστω κι αν το αποτέλεσμά της ήταν ήσσονος σημασίας.
Επομένως, στην αναμενόμενη διαπραγμάτευση για τον εκσυγχρονισμό-ενδυνάμωση της τελωνειακής ένωσης ΕΕ-Τουρκίας, που θα περιλαμβάνει και τις υπηρεσίες, η Ελλάδα θα μπορούσε να συνδέσει με προσδοκίες ωφέλειας την αντίδρασή της στη διαρκή τουρκική αμφισβήτηση με το συμφέρον της Τουρκίας να κλείσει θετικά για την οικονομία της τη διαπραγμάτευση. Και δεν θα είναι η πρώτη φορά. Στο παρελθόν πολλές φορές η Ελλάδα με σημαντικές πρωτοβουλίες της ανάγκασε την Άγκυρα σε αναδίπλωση. Ενδεικτικά μόνο θυμηθείτε την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ –μια τεράστια επιτυχία–, τις πρωτοβουλίες του 1999 στο Ελσίνκι πάλι για την Κύπρο και του 2003 για την ένταξη των Δυτικών Βαλκανίων στην ΕΕ κ.ά. Άρα έχουμε τη δυνατότητα ανάσχεσης της τουρκικής επιβουλής ως χώρα-μέλος της ΕΕ, αρκεί τα διαπραγματευτικά αντανακλαστικά μας να διαμορφώνονται κατόπιν βαθύτερης κατανόησης της στρατηγικής που η Τουρκία ακολουθεί και όχι στη βάση θεωρήσεων, σύμφωνα με τις οποίες οι κινήσεις της Άγκυρας εκφράζουν απελπισία. Από την άλλη πλευρά, δεν πρέπει να εκπλαγούμε, αν δούμε ξαφνικά να εκδηλώνεται εκ μέρους της Τουρκίας ακόμα και διάθεση συνδιαλλαγής με την Ελλάδα. Διότι η στρατηγική της δεν περιλαμβάνει εκ προοιμίου μόνο ενέργειες που συνιστούν πρόκληση, όπως οι γεωτρήσεις στην ελληνική ΑΟΖ.
σ. σ.: Αν και αυτές αναμένονται σύντομα, σύμφωνα με τις επίσημες διαβεβαιώσεις της τουρκικής πλευράς.
Χ. Τ.: Δεν θα εκπλαγώ καθόλου, αν δούμε αλλαγή στάσης. Θυμηθείτε ότι ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών χαιρέτησε το σύμφωνο Ιταλίας-Ελλάδας για τις ΑΟΖ των δύο χωρών.
Η στρατηγική της εργαλειοποίησης του προσφυγικού-μεταναστευτικού
σ. σ.: Αδράχνοντας, πάντως, την ευκαιρία να επισημάνει την αποδοχή εκ μέρους μας μιας μικρότερης επήρειας της νήσου Οθωνοί στην ελληνική ΑΟΖ, προφανώς ως προδικασμένο υπέρ των τουρκικών επιδιώξεων να μειωθεί η επήρεια του Καστελόριζου και, κυρίως, όχι μόνο αυτού…
Χ. Τ.: Όταν συμφωνείς την περιορισμένη επήρεια των Στροφάδων και των Διαπόντιων νήσων στην χάραξη της ΑΟΖ με την Ιταλία, θα είναι παράδοξο να μη την το συζητάς στην περίπτωση του Καστελόριζου, που βρίσκεται δίπλα στις τουρκικές ακτές. Αλλά το ενδιαφέρον εδώ είναι η εκδήλωση μιας άλλης πτυχής της τουρκικής στρατηγικής έναντί μας, που αποβλέπει στην «απονομιμοποίηση» του αξιώματος της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, ότι ανέκαθεν πορευόμαστε με γνώμονα την τήρηση του Διεθνούς Δικαίου κι ότι αντίθετα η Τουρκία το παραβιάζει συστηματικά. Οι Τούρκοι, λοιπόν, επιχειρούν να αντιστρέψουν τους όρους, εμφανίζοντας την Ελλάδα ως παραβάτη της διεθνούς νομιμότητας, πράγμα που εκφράστηκε στην πρόσφατη εργαλειοποίηση του προσφυγικού-μεταναστευτικού στον Έβρο.
Στην προκειμένη περίπτωση ο σκοπός της Τουρκίας δεν ήταν αορίστως μια μαζική «εισβολή» μεταναστών στην Ελλάδα, αλλά, μεταξύ άλλων, να καταδειχθεί διεθνώς ότι η Ελλάδα, αρνούμενη την ελεύθερη μετακίνηση και αποδοχή μεταναστών με το κλείσιμο των συνόρων της, παραβιάζει τους σχετικούς διεθνείς κανόνες σε αντίθεση προς αυτήν, που φιλοξενεί τρία εκατομμύρια πρόσφυγες και μετανάστες. Κι αν μη τι άλλο πέτυχε τη δημιουργία αρνητικών εντυπώσεων και πολλών ερωτηματικών σχετικά με την τήρηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων εκ μέρους μας, καθώς η Ελλάδα για ένα μήνα έπαψε να δέχεται αιτήματα ασύλου όσων κατάφεραν να περάσουν τα σύνορά της. Γι’ αυτό η Ελλάδα σήμερα επιδιώκει, στη διαπραγμάτευση ενός νέου πλαισίου για την ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική, να τεθούν νέα υπό ειδικές περιστάσεις κανονιστικά όρια στις προσφυγικές ροές, προσπαθώντας ουσιαστικά να υπερασπίσει τα σύνορά της και ως ευρωπαϊκά σύνορα. Επιδιώκει, δηλαδή, την αναπροσαρμογή ορισμένων πτυχών των σχετικών ευρωπαϊκών υποχρεώσεών μας, που απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο και τις ευρωπαϊκές συμβάσεις.
σ. σ.: Πότε αναμένεται η ανακοίνωσή του από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή;
Χ. Τ: Το νέο πλαίσιο, επειδή ως αντικείμενο διαπραγμάτευσης συσχετίζεται με τις διαπραγματεύσεις για το Δημοσιονομικό Πλαίσιο και το Σύμφωνο Ανάκαμψης, έπεται της συμφωνίας στα δύο αυτά πεδία.
σ. σ.: Συνεπώς αναμένονται λογής συμψηφισμοί και ετερογενείς συγκλίσεις.
Χ. Τ.: Ναι, λόγου χάρη ενώ με την Αυστρία βρισκόμαστε απέναντι σε όσα αφορούν και τα δύο κεφαλαιώδη πεδία της διαπραγμάτευσης στην ΕΕ σήμερα, στο μεταναστευτικό οι θέσεις μας, ξεκινώντας από διαφορετικές αφετηρίες, συγκλίνουν.
Το ελληνο-αιγυπτιακό παζάρι των ΑΟΖ
σ. σ.: Τι προμηνύει η δυστοκία του καθορισμού των ΑΟΖ Ελλάδας και Αιγύπτου;
Χ. Τ.: Ανέκαθεν η ελληνική προτεραιότητα έναντι κάθε συζήτησης με την Τουρκία για τον καθορισμό των ΑΟΖ ήταν να προηγηθεί μια σχετική συμφωνία με την Αίγυπτο. Ενώ παλιότερα απορρίπταμε την αιγυπτιακή πρόταση για μερική οριοθέτηση των ΑΟΖ, σήμερα η ελληνική στάση φαίνεται να την υιοθετεί. Έτσι, ιδιαίτερα μετά το τουρκολυβικό μνημόνιο, η Αίγυπτος διατηρεί ένα διαπραγματευτικό πλεονέκτημα, καθώς η Ελλάδα είναι η χώρα που βιάζεται να υπάρξει με το Κάιρο συμφωνία για την ΑΟΖ. Πρόκειται για μια σκληρή διαπραγμάτευση, ένα σύνθετο παίγνιο ισχύος εκ των πραγμάτων μάλλον αδιάφορο σχετικά με τυχόν κοιτάσματα φυσικού αερίου, δεδομένου ότι η πτώση των τιμών πετρελαίου και φυσικού αερίου ακυρώνουν μακροπρόθεσμα τις επενδύσεις των διεθνών εταιρειών όχι για άντληση, αλλά ούτε καν για έρευνα.
Τον άπλωσε πολύ τον τραχανά της…
σ. σ.: Η υποψία για μια ταχεία ενδεχομένως εκδίπλωση της στρατηγικής της «Γαλάζιας Πατρίδας» δεν ενισχύεται, άραγε, από την αποχώρηση –ακριβώς λόγω της πετρελαϊκής κρίσης– της Σαουδικής Αραβίας και των Εμιράτων από το αραβικό μέτωπο ανάσχεσης της τουρκικής επέκτασης κι επιρροής, στο οποίο μετέχει κι η Αίγυπτος περισσότερο σαν «αντι-Ερντογάν» εταίρος;
Χ. Τ.: Η Τουρκία στη Μέση Ανατολή είναι όντως απομονωμένη, αν εξαιρεθούν το Κατάρ και η Λιβύη, όπου έχει στρατιωτική παρουσία. Ο κίνδυνος, ωστόσο, γι’ αυτήν είναι ότι έχει απλώσει πολύ τον τραχανά, περισσότερο ίσως από τους πόρους που διαθέτει για να στηρίξει τη στρατηγική της. Μπορεί μεν να έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων, αλλά δεν είναι βέβαιο ότι, κινούμενη αντίθετα προς την κεμαλική στρατηγική της μη εμπλοκής στα ζητήματα της Μέσης Ανατολής, θα της βγει σε καλό αυτή η πολυπραγμοσύνη της. Έχει απέναντί της την Αίγυπτο, τη Ρωσία, το Ισραήλ, την Ελλάδα προπάντων. Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα δικαιωθούν οι προσδοκίες της. Μπορεί στη διαμάχη στη Λιβύη να κατάφερε να γίνει παράγοντας επίλυσης του θέματος, αλλά όλοι τώρα προσπαθούν να πάρουν θέση στη σχετική διαπραγμάτευση κι όλοι συζητούν με όλους. Άλλο τόσο όλοι μπορεί να πολεμήσουν με όλους…