Παρ' όλο που τα σούπερ μάρκετ κατέχουν μικρό μερίδιο επί των συνολικών πωλήσεων μπύρας, το τελευταίο διάστημα παρουσιάζονται αυξητικές τάσεις στο συγκεκριμένο κανάλι προώθησης του προϊόντος.
Παρ' όλο που τα σούπερ μάρκετ κατέχουν μικρό μερίδιο επί των συνολικών πωλήσεων μπύρας, το τελευταίο διάστημα παρουσιάζονται αυξητικές τάσεις στο συγκεκριμένο κανάλι προώθησης του προϊόντος.
Μετά τη μικρή αύξηση που παρατηρήθηκε στην αγορά της μπύρας το 2000, για το 2001 αναμένεται περαιτέρω αύξηση των πωλήσεων. Όπως σε πολλές άλλες κατηγορίες προϊόντων, τα στοιχεία που διατίθενται για την αγορά της μπύρας προέρχονται μόνο από τα καταστήματα τροφίμων (όπου και πραγματοποιεί μετρήσεις αγοράς η AC Nielsen). Ωστόσο, σύμφωνα με στελέχη εταιρειών του κλάδου, στα σούπερ μάρκετ πραγματοποιείται μόλις το 20% των συνολικών πωλήσεων. Παρ’ όλο που οι πωλήσεις στο συγκεκριμένο κανάλι κερδίζουν σταδιακά έδαφος, δεν παύουν να αντιπροσωπεύουν μόνο ένα κομμάτι της συνολικής αγοράς.
“Στροφή” των καταναλωτών
Στην ελληνική αγορά οι σημαντικότεροι καταναλωτές μπύρας εκτιμάται ότι παραμένουν οι νέοι ηλικίας 18-35 ετών. Σημαντική παράμετρος της αύξησης κατανάλωσης αποτελεί, όπως και στην περίπτωση του ελληνικού εμφιαλωμένου κρασιού και του ούζου, η στροφή των νεαρότερων ηλικιών από τα “σκληρά” αλκοολούχα ποτά (π.χ. ουίσκι, βότκα κλπ.) προς τη μπύρα και το κρασί. Η μπύρα, άλλωστε, που πραγματοποιεί περισσότερο από το 60% περίπου των πωλήσεών της τους μήνες Μάιο έως Σεπτέμβριο, χαρακτηρίζεται ως πιο ταιριαστό ποτό για τις θερμοκρασίες του ελληνικού καλοκαιριού. Αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό της μπύρας αποτελεί και ένα από τα μειονεκτήματά της. Πολλοί καταναλωτές εξακολουθούν να θεωρούν τη μπύρα περισσότερο αναψυκτικό παρά αλκοολούχο ποτό, γεγονός που επηρεάζει αρνητικά τις πωλήσεις της. Πράγματι, η μπύρα δεν αντιμετωπίζεται με τον ίδιο τρόπο από τον Ελληνα καταναλωτή η μπύρα όπως από άλλους λαούς που είναι παραδοσιακοί καταναλωτές της.
Η “μόδα” που διαδόθηκε τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα με τις μπυραρίες, βελτίωσε αισθητά την αντιμετώπιση του Έλληνα καταναλωτή απέναντι στη μπύρα. Από την άλλη, σημαντικά βοηθάει τις πωλήσεις μπύρας η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου της μέσης ελληνικής οικογένειας. Η διασκέδαση στο σπίτι με φαγητό και μπύρα ή άλλο ποτό δεν αποτελεί πια ανάγκη λόγω έλλειψης χρημάτων αλλά επιλογή. Έτσι, είναι συχνές οι συνευρέσεις φίλων στο σπίτι, γεγονός που επηρεάζει θετικά τις πωλήσεις του προϊόντος από τα σούπερ μάρκετ. Γι’ αυτό το λόγο αυξάνονται οι πωλήσεις μπύρας από τα καταστήματα τροφίμων τα τελευταία χρόνια, όπως εκτιμούν στελέχη εταιρειών του κλάδου. Παρ’ όλο που οι Έλληνες είναι “παραδοσιακοί” και στην επιλογή μπύρας και δύσκολα αλλάζουν μάρκα, αν γνωρίσουν κάτι νέο που τους ικανοποιεί γευστικά, αλλάζουν συνήθειες. Το απέδειξε το λανσάρισμα της “Mythos”, το 1997, που κέρδισε πολύ γρήγορα μερίδιο στην εγχώρια αγορά. Για το λόγο αυτό οι προβολές στα σούπερ μάρκετ για τη μπύρα θεωρούνται αναγκαίες για την κατάκτηση μεγαλύτερου μεριδίου αγοράς ή τη διατήρηση του υπάρχοντος.
Ανοδος 6% σε αξία
Οι συνολικές πωλήσεις μπύρας ανήλθαν σε 39,6 δισ. δρχ. το 2000, παρουσιάζοντας άνοδο περίπου 6% έναντι του 1999, που διαμορφώθηκαν σε 37,6 δισ. δρχ. Αντίστοιχα, ο όγκος πωλήσεων το 2000 διαμορφώθηκε σε 78,3 εκατ. λίτρα έναντι 75,8 εκατ. λίτρα το 1999 (στοιχεία AC Nielsen που αφορούν μόνο στα καταστήματα τροφίμων).
- Η εποχικότητα εξακολουθεί να χαρακτηρίζει την κατανάλωση του συγκεκριμένου ποτού, αφού εκτιμάται ότι πάνω από το 60% της κατανάλωσης γίνεται από το Μάιο έως το Σεπτέμβριο, καθώς η μπύρα θεωρείται και αναψυκτικό, γεγονός που αυξάνει τη ζήτησή της κατά τους θερινούς μήνες. Άλλη παράμετρος της αύξησης της ζήτησης της μπύρας τη συγκεκριμένη περίοδο θεωρείται η προσέλευση τουριστών από χώρες που παραδοσιακά καταναλώνουν πολλή μπύρα.
- Το μεγαλύτερο ποσοστό κατανάλωσης, ύψους 80%, πραγματοποιείται στη λεγόμενη “κρύα” αγορά (δηλαδή εστιατόρια, ταβέρνες, γενικά μέρη στα οποία γίνεται άμεση κατανάλωση) σύμφωνα με εκτιμήσεις στελεχών εταιρειών του κλάδου- ενώ το 15-20% των πωλήσεων πραγματοποιείται στα σούπερ μάρκετ. Σταδιακά, ωστόσο, η δεύτερη κατηγορία φαίνεται να κερδίζει έδαφος.
- Η μπύρα που γευστικά καλύπτει περισσότερο τον Έλληνα καταναλωτή θεωρείται ότι είναι η lager, που κατέχει μερίδιο αγοράς περίπου 95% (π.χ. η Mythos, η Heineken και η Amstel). Το υπόλοιπο μερίδιο αγοράς καλύπτεται από τις εγχώρια παραγόμενες μπύρες και τις εισαγόμενες. Η αγορά της μπύρας, σύμφωνα με στοιχεία της αγοράς, κινείται σε τρεις υποκατηγορίες όσον αφορά στην κατανάλωση: η πρώτη κατηγορία καλύπτει τις λεγόμενες mass (μαζικές, χαμηλής τιμής) μπύρες. Η δεύτερη καλύπτεται από την κατηγορία premium με υψηλότερη τιμή (όπως η Kaiser), ενώ η τρίτη κατηγορία, που αντιπροσωπεύει ποσοστό περί του 6% της συνολικής κατανάλωσης, αφορά στις εισαγόμενες μπύρες, που καταναλώνονται κατά κύριο λόγο σε μπαρ και μπυραρίες.
Αθηναϊκή Ζυθοποιία
Με τα δύο βασικά προϊόντα, τη Heineken και την Amstel, η Αθηναϊκή Ζυθοποιία κατέχει σημαντικό μερίδιο στην εγχώρια αγορά μπύρας, ενώ διακινεί πολλές ακόμη ετικέτες του προϊόντος. Η Amstel είναι μπύρα lager με περιεκτικότητα σε αλκοόλ 5%. Έχει παρουσία στην Ελλάδα για περισσότερα από 30 χρόνια αλλά γεννήθηκε στο Άμστερνταμ το 1870 και πήρε το όνομά της από τον ποταμό Amstel της πόλης.
Η Heineken είναι μπίρα lager με περιεκτικότητα σε αλκοόλ 5%. Η συγκεκριμένη μπύρα διαθέτει παρουσία σε περισσότερες από 200 χώρες του κόσμου και είναι ιδιαίτερα αγαπητή στην Ευρώπη.
Στις ετικέτες μπύρας της Αθηναϊκής Ζυθοποιίας συμπεριλαμβάνονται και οι εξής:
- Άλφα: lager μπύρα με ελαφριά γεύση και περιεκτικότητα σε αλκοόλ 5%.
- Buckler: μπύρα non alcohol με ελάχιστη περιεκτικότητα σε αλκοόλ (0,5%).
- Carib: lager με περιεκτικότητα σε αλκοόλ 5,2%.
- Desperados: lager μπύρα με άρωμα tequila και περιεκτικότητα σε αλκοόλ 5,9%.
- Amstel bock: δυνατή μαύρη μπύρα τύπου bock με περιεκτικότητα σε αλκοόλ 7%.
- Amstel light: ξανθιά μπύρα τύπου lager με αλκοόλ 3,5%.
- Αmstel gold: ξανθιά μπύρα lager με έντονη γεύση και αλκοόλ 7%.
- Coors: lager μπύρα αμερικανικής προέλευσης με αλκοόλ 5%.
- Fischer: ξανθιά μπύρα τύπου pilsener με αλκοόλ 5%.
Ζυθοποιία Μπουτάρη
Το πιο δημοφιλές προϊόν της ζυθοποιίας είναι η “Μύθος”, που λανσαρίστηκε το 1997 και ανέτρεψε την κατανομή μεριδίων στην ελληνική αγορά μπύρας. Η εταιρεία διαθέτει στην αγορά τις εξής ετικέτες:
- Μύθος: η πρώτη ελληνική μπύρα της αγοράς με ελληνικό όνομα, δημιουργήθηκε μετά από έρευνα των αναγκών και συνηθειών του Έλληνα καταναλωτή και αξιοποίηση της εμπειρίας και της γνώσης των σημαντικότερων ευρωπαϊκών σχολών μπύρας (ιρλανδική, γερμανική, δανική, γαλλική). Είναι ξανθιά τύπου lager με αλκοολικό βαθμό 5%.
- Carlsberg: ξανθιά μπύρα, τύπου lager, με ιδιαίτερη πυκνότητα αφρού, παράγεται σε 73 ζυθοποιεία σε όλο τον κόσμο και διατίθεται σε περισσότερες από 178 χώρες. Στην Ελλάδα εισάγεται από την Κύπρο και την Ελληνική Ζυθοποιία Φωτιάδης.
- Foster’s: ξανθιά μπύρα τύπου lager. Κατάγεται από την Αυστραλία και παράγεται στη Μεγάλη Βρετανία. Είναι η πρώτη σε πωλήσεις μπύρα στη Μ. Βρετανία, ενώ διατίθεται σε περισσότερες από 140 χώρες.
- Kaiser: διεθνώς ο κυριότερος εκφραστής της γερμανικής σχολής pilsner, είναι η πρώτη μπύρα pils στην Ελλάδα και καταναλώνεται σε περισσότερες από 60 χώρες του κόσμου.
- Henninger: μπύρα τύπου lager από τη Βαυαρία, που άρχισε να παράγεται στην Ελλάδα το 1970.
- Guinness: ιρλανδική μαύρη μπύρα τύπου stout, αποτελεί την πρώτη μαύρη μπύρα σε πωλήσεις στον κόσμο. Εισάγεται στην Ελλάδα από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, ενώ διατίθεται σε περισσότερες από 130 χώρες.
- Kilkenny: ιρλανδική κόκκινη μπύρα τύπου ale, λανσαρίστηκε στην αγορά το Δεκέμβριο του 1999 και διατίθεται σε βαρέλι.
Τύποι μπύρας
Ο βασικός παράγοντας ταξινόμησης των κατηγοριών μπύρας είναι το είδος της ζύμης που χρησιμοποιείται για την παραγωγή τους. Οι δύο κυριότερες κατηγορίες είναι η lager και η ale. Πολλές υποκατηγορίες μπύρας διακρίνονται με βάση το χρώμα, τη γεύση και τον τρόπο παρασκευής ή ακόμη και τον τόπο προέλευσής της. Ειδικότερα:
Lager: οι μπύρες τύπου lager κατάγονται από τη βόρεια Ευρώπη και αποτελούν το 90% της παγκόσμιας κατανάλωσης μπύρας. Περιέχουν μαγιά η οποία μετά τη ζύμωση κατακάθεται στον πυθμένα του δοχείου ζύμωσης. Υποκατηγορίες της είναι, μεταξύ άλλων, η Pilsener/Pils και η Bock. Η Pilsener/Pils αντιπροσωπεύει το 75% της παγκόσμιας κατανάλωσης μπύρας αποτελώντας την κυριότερη υποκατηγορία της lager. Παρασκευάστηκε για πρώτη φορά στο Pilsen της Βοημίας, στην Τσεχία, το 1824, απ’ όπου και πήρε το όνομά της.
Ale: οι τύπου Ale είναι μπύρες στις οποίες μετά τη ζύμωσή τους η μαγιά ανεβαίνει στην επιφάνειά τους. Υποκατηγορίες τους είναι μεταξύ άλλων η Red Ale, η Weiss και η Stout. Η Red Ale χαρακτηρίζεται από το χαρακτηριστικό κόκκινο χρώμα της και παρασκευάζεται κυρίως στο Βέλγιο, την Ιρλανδία και τις ΗΠΑ. Οι μπύρες Weiss, από την άλλη, έχουν ως κύριο συστατικό το σιτάρι, ενώ διαθέτουν χαρακτηριστικό “θολό” χρώμα, καθώς οι περισσότερες δεν φιλτράρονται, με αποτέλεσμα να παραμένουν υπολείμματα μαγιάς στη φιάλη. Οι μπύρες Stout γεννήθηκαν στην Ιρλανδία στα μέσα του 18ου αιώνα και έγιναν το εθνικό ποτό των Ιρλανδών. Διαθέτουν τέσσερις τύπους (Dry, Sweet, Double και Imperial).