Μεταξύ μιας αρνητικής απάντησης, που όλοι την απεύχονται δαμάζοντας τον φόβο και την ανησυχία τους με σκληρή προσπάθεια, και μιας ανεπιφύλακτα θετικής απάντησης, που την τολμούν λίγοι, προβάλουν οι προϋποθέσεις κι οι περιορισμοί, η αισιοδοξία κι ο σκεπτικισμός. Τρεις διακεκριμένοι εκπρόσωποι της αγοράς σχολιάζουν τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων «μπορεί» η ελληνική επιχείρηση να τα βγάλει πέρα στη φουρτούνα της κρίσης χρέους της χώρας, όπως το έθεσε ο guest editor στο παρόν τεύχος μας.

Ανησυχία, αυτοσυγκράτηση, αλλά και ενεργητικότητα
Θεόδωρος Ρουσόπουλος, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Alterra

«Οι εξαγωγές είναι, ίσως, το μόνο σταθερό στήριγμα της ελληνικής παραγωγικής επιχείρησης σήμερα, αλλά το ευρύτερο και περίπλοκο ζήτημα της κρίσης χρέους που ταλαιπωρεί τη χώρα, αναπόφευκτα υπερβαίνει τις επιδιώξεις κάθε επιχείρησης, καθορίζοντάς τις σε πολύ μεγάλο βαθμό.

Η Alterra, ευτυχώς, από το ξεκίνημά της βάσισε τη δραστηριότητά της (μεταποίηση οπωροκηπευτικών) στις εξαγωγές, οι οποίες αποδίδουν σήμερα περίπου το 72% του τζίρου της, ενώ σταδιακά αναπτύσσει τις πωλήσεις της στην εγχώρια αγορά του λιανεμπορίου (σήμερα τα σούπερ μάρκετ αποδίδουν περίπου το 10% του τζίρου της), των ho.re.ca. και της εγχώριας βιομηχανίας τροφίμων.

Συνολικά ο τζίρος μας πέρυσι αυξήθηκε συγκριτικά με το 2009 κατά 16,5%, πράγμα ασφαλώς θετικό, αλλά μόνο συγκριτικά με το τι συμβαίνει στη χώρα μας κι όχι ως προς τις δυνατότητές μας υπό άλλες συνθήκες. Στο πλαίσιο αυτό, το πενταετές επενδυτικό μας σχέδιο κρίνουμε σήμερα ότι είναι αρκετά φιλόδοξο, οπότε η εξέλιξή του είναι μεν σταθερή, αλλά με επιβράδυνση, καθώς πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος των περιπετειών εξαιτίας της κατάστασης του τραπεζικού μας συστήματος.

Κυρίως αυτό που χρειαζόμαστε, όμως, σήμερα είναι ένα σταθερό περιβάλλον, πράγμα που δυστυχώς δεν υπάρχει. Ο ιδιωτικός τομέας αφήνεται να πασχίζει σε ένα πλαίσιο νομοθετικών και διοικητικών αναχρονισμών, που ρευστοποιούν περαιτέρω το ασταθές οικονομικό περιβάλλον, ενώ οι αρμόδιες δημόσιες υπηρεσίες δεν δείχνουν να συμμερίζονται τις αγωνίες μας.

Πέρα από το εμπόδιο που δημιουργούν για τις επιχειρήσεις τα ενδημικά, πιστεύω, προβλήματα των τραπεζών, ειλικρινά δεν μπορώ να εννοήσω ποιο είναι το αύριο της χώρας μας. Συνεπώς οφείλω να είμαι πολύ προσεκτικός άσχετα από το αν ο χαρακτήρας της Alterra είναι κατά βάση εξαγωγικός. Ένα ενδεχόμενο “κούρεμα” του δημόσιου χρέους, πχ, θα καθιστούσε τις τράπεζες ανήμπορες να εξυπηρετήσουν το οποιοδήποτε επιχειρηματικό σχέδιο.

Κι αν έστω υπολογίζουμε στη στήριξη από ίδιους πόρους, το πρόβλημα παραμένει: σε τι συνθήκες περιβάλλοντος; Ούτως εχόντων των πραγμάτων τα επιχειρηματικά πλάνα υπόκεινται όχι απλώς σε αναθεώρηση, αλλά σε διαρκή μετάλλαξη. Ένα πλάνο που ετέθη πχ το 2009 για φέτος, ήδη υπό την πίεση των συνθηκών μπορεί να έχει υποστεί μετάλλαξη».

Ρεαλισμός και στοχευμένες πρωτοβουλίες
Στο διεθνές πελατολόγιο της Alterra ανήκουν εταιρικοί κολοσσοί τύπου Dannon, τους οποίους προμηθεύει με μεταποιημένη πρώτη ύλη, στο πλαίσιο ενός εξαρχής στρατηγικού focus της εταιρείας. Branding προϊόν διαθέτει κατά πλειονότητα στην εσωτερική αγορά, ενώ ένα πολύ μικρό μέρος του άρχισε δειλά-δειλά να τοποθετείται και στη διεθνή αγορά –«όμως, το εγχείρημα για να σταθεροποιηθεί θέλει τον χρόνο του», επισημαίνει ο κ. Ρουσόπουλος.

Όπως μας είπε, τα τελευταία χρόνια η Alterra, εφαρμόζοντας τον θεσμό της συμβολαιακής γεωργίας στον κάμπο των Γιαννιτσών σε ό,τι αφορά την πρωτογενή παραγωγή των λαχανικών που μεταποιεί, κατάφερε να υποκαταστήσει σχεδόν πλήρως τις εισαγωγές της σε πρώτη ύλη, ελέγχοντας πλέον το προϊόν από τον σπόρο του μέχρι την παράδοσή του, είτε στη βιομηχανία τροφίμων είτε στο ράφι του σούπερ μάρκετ, αν πρόκειται για branding προϊόν ή private label, είτε στην αγορά των ho.re.ca.

Από αυτήν την άποψη πρόκειται για υποδειγματική περίπτωση εταιρείας με έμπρακτα αμφίπλευρη συνεισφορά στο μέγα ζητούμενο: την αναγέννηση μιας οικονομίας ενταγμένης ενεργητικά στην παγκοσμιοποιημένη αγορά, δηλαδή μιας οικονομίας πλεονασματικής. Τον ρωτήσαμε, λοιπόν: «Δεν είναι κρίμα ένα τέτοιο προϊόν να πηγαίνει κατά πλειονότητα για πρώτη ύλη;». Να τι μας είπε:

«Ο στόχος για το branding προϊόντων με τέτοια ποιοτικά πλεονεκτήματα, όπως πανθομολογείται για τα γεωργικά προϊόντα της χώρας μας -υπό τον όρο, εννοείται, της εκπλήρωσης όλων των σύγχρονων απαιτήσεων ασφαλείας σε όλα τα στάδια της παραγωγής τους- κυρίως στις σημερινές συνθήκες της οικονομίας μας αποτελεί μονόδρομο. Ωστόσο, απαιτεί πρώτα απ’ όλα συνέργειες και δη με ισχυρούς βιομηχανικούς εταίρους -στην περίπτωση των δικών μας προϊόντων φανταστείτε, πχ, γιαούρτια ή επιδόρπια ενός μεγάλου βιομηχανικού κολοσσού, παρασκευασμένα με κομμάτια επώνυμων ελληνικών φρούτων της επωνυμίας μας.

Πρόκειται για μια φιλοδοξία που πάντα έχουμε. Στο ανάλογο πλαίσιο, πάντως, η Alterra ήδη έχει την εμπειρία της συνεργασίας με λιανεμπορικές αλυσίδες, όπως η Sainsbury’s και η Marks & Spencer στην Αγγλία, όπου διαθέτουμε συσκευασμένα φρούτα, με τις επωνυμίες των λιανεμπορικών αλυσίδων μεν, αλλά με το πλεονέκτημα ότι η ελληνικότητα των προϊόντων φέρει την υπογραφή μας. Αυτός ο τομέας δραστηριοτήτων μας αποφέρει ήδη το 10% του προερχόμενου τζίρου μας από τις εξαγωγές, με ευοίωνες προοπτικές ανάπτυξης των πωλήσεών μας, πράγμα ιδιαίτερα ενθαρρυντικό, εφόσον ενισχύεται έτσι το status της εταιρείας μας.

Παρά το γεγονός ότι είμαι πολύ στενοχωρημένος και ανήσυχος με όλα όσα συμβαίνουν στον τόπο μας -όχι μόνο τώρα με την κρίση χρέους, αλλά ανέκαθεν- πιστεύω ότι με ρεαλισμό και στοχευμένες επιχειρηματικές πρωτοβουλίες μπορούμε να αναδείξουμε τα πλεονεκτήματα της χώρας μας και να ωφεληθούμε από αυτά. Το σίγουρο είναι, όμως, ότι πρέπει να αλλάξει άρδην η νοοτροπία όλων μας σε αυτόν τον τόπο».


Στρατηγική στροφή στις οικονομίες κλίμακος
Βασίλης Ευγένιος, γενικός διευθυντής της ΕΛΓΕΚΑ

«Όλοι, νομίζω, αντιλαμβανόμαστε πλέον ότι δεν τίθεται ζήτημα “κρίσης της οικονομίας” μας, αλλά συνολικής αναπροσαρμογής της προς τα κάτω, σε βάθος χρόνου και με μόνιμα χαρακτηριστικά. Στο πλαίσιο αυτής της αναπροσαρμογής, τόσο το μέγεθος της οικονομίας μας όσο και οι συμπεριφορές μας, επιχειρηματικές και καταναλωτικές, θα αντιστοιχηθούν προς το πραγματικό μπόι των δυνατοτήτων μας, κάτι που το ξεχάσαμε την προηγούμενη δεκαπενταετία.

Αφ’ ης στιγμής καταλαβαίνουμε τι συμβαίνει, πρέπει να κάνουμε ενδοσκόπηση για να εντοπίσουμε τις στρεβλώσεις του παρελθόντος στο επιχειρείν και στη λειτουργία των επιχειρήσεων, ώστε να αναζητήσουμε διέξοδο. Η πορεία, λοιπόν, προς την όποια διέξοδο, κατά την άποψή μου, περνά κατ’ ανάγκην από τις οικονομίες κλίμακος. Είναι θέμα απλής λογικής:

Με τέτοια πολυπραγμοσύνη που χαρακτηρίζει το εγχώριο επιχειρείν και τέτοιας έκτασης πολυδιάσπαση των δομών του, σε μια αγορά μόλις 11 εκατομμυρίων ανθρώπων, οι οικονομίες κλίμακος είναι προαπαιτούμενο για οποιαδήποτε αγωγή ανάταξης, είτε για την ανάπτυξη των εξαγωγών, είτε για τη διεύρυνση των αγορών και την αναζήτηση νέων. Επίσης, οι οικονομίες κλίμακος είναι η προϋπόθεση στήριξης της καινοτομίας, που τόσο την έχει ανάγκη σήμερα η ελληνική οικονομία.

Πού αλλού θα στηριχθεί μια μεσαίου ή μεγάλου μεγέθους ελληνική παραγωγική επιχείρηση, ενόσω προσπαθεί να ανταγωνίζεται τις οικονομίες κλίμακος υψηλής απόδοσης των διεθνών ανταγωνιστών της; Αν ληφθεί υπόψη το υπέρογκο κόστος που σημαίνει γι’ αυτήν η συμβατική και μόνο διάταξη των δυνάμεών της, ώστε να έχει τη στοιχειώδη αποτελεσματικότητα, διερωτάται κανείς τι πόροι εντέλει της απομένουν για έρευνα, ανάπτυξη, καινοτομία και branding; Οι οικονομίες κλίμακος προσφέρουν τη λύση, εφόσον εφαρμοστούν σε όλο το φάσμα των επιχειρηματικών αντικειμένων, από την αγορά πρώτων υλών ως τη διανομή του προϊόντος στο λιανεμπορικό ράφι.

Στο πλαίσιο αυτό, διερωτώμαι γιατί μια εξαιρετικά εξελιγμένη αγορά, όπως των Η.Π.Α., να κάνει εκτεταμένη χρήση του outsourcing και να μην συμβαίνει κάτι το αντίστοιχο στον τόπο μας; Γιατί η ελληνική παραγωγική επιχείρηση να περισπάται από το κατεξοχήν αντικείμενό της -την έρευνα και ανάπτυξη καινοτόμων προϊόντων και το branding-, ασχολούμενη με αντικείμενα ξένα προς την εξειδίκευσή της;

Κατά την άποψή μου, η λύση για την παραγωγική επιχείρηση βρίσκεται είτε στη δημιουργία, μέσω συγχωνεύσεων και συνεργασιών, εκείνων των οργανωτικών δομών που θα της διασφαλίζουν τις απαιτούμενες οικονομίες κλίμακος, είτε στην ανάθεση σε εξειδικευμένους τρίτους μιας σειράς εργασιών, όπως τα logistics, τα χρηματοοικονομικά, οι πωλήσεις, το merchandising, προκειμένου να ασχολείται απερίσπαστη με το αντικείμενό της.

Για την ώρα βρισκόμαστε στο σταυροδρόμι για την αλλαγή στρατηγικής, ενώ ακόμα δεν έχουμε ξεπεράσει το ψυχολογικό σοκ από τη βίαιη ανατροπή των μέχρι πρόσφατα δεδομένων. Αλλά αυτό δεν μπορεί να τραβήξει περαιτέρω. Δεν μπορεί να προχωρούμε με τα αντανακλαστικά και τις προσδοκίες ενός τρόπου επιχειρηματικής δράσης που ανήκει πλέον στο παρελθόν, ενώ πρέπει να τον ξεχάσουμε για το μέλλον.

Τα πράγματα έχουν αλλάξει κι όσο γρηγορότερα προσαρμοστούμε στη νέα κατάσταση τόσο πιο αποτελεσματικά θα τη διαχειριστούμε. Πολλοί, βιώνοντας τη δύναμη της αδράνειας, συνεχίζουν να δουλεύουν όπως έμαθαν. Αλλά πια είναι προφανές: ή θα προσαρμοστούν στη νέα αντίληψη business ή θα βγουν έξω από τις business».


Δέσμιοι των μακροοικονομικών και θεσμικών προϋποθέσεων
Αντώνης Ζαΐρης, γενικός διευθυντής του ΣΕΛΠΕ

«Ο εξαγωγικός προσανατολισμός αναμφισβήτητα αποτελεί πλεονέκτημα και ασφαλώς στήριγμα της ελληνικής επιχείρησης σήμερα. Όχι τυχαία πολλά από τα προγράμματα των επιχειρήσεων-μελών του ΣΕΛΠΕ, που αναπτύχθηκαν κυρίως σε αγορές της ΝΑ Ευρώπης, συνεχίζονται. Ωστόσο, οι επιχειρήσεις κάθε άλλο από ανεπηρέαστες παραμένουν από το κλίμα που δημιουργεί η δυσχερής μακροοικονομική κατάσταση της χώρας.

Συνέπεία της, εξάλλου, δεν μπορούμε να προσελκύσουμε διεθνή επενδυτικά κεφάλαια -πολύ περισσότερο, εφόσον η υψηλή φορολογία των επιχειρήσεων παρά τη διάκριση μεταξύ διανεμόμενων και μη κερδών, τα αποτρέπει. Η εμμονή της Ιρλανδίας να μη διαπραγματευτεί το χαμηλό ύψος της φορολογίας των επιχειρήσεων πρέπει να προβληματίσει, αν όχι να διδάξει, την κυβέρνηση.

Τα δύο κεντρικά προβλήματα που εμποδίζουν τις επιχειρήσεις, είτε ελληνικές είτε ξένες, να εκδηλώσουν τις επενδυτικές πρωτοβουλίες τους είναι αφενός η αστάθεια στο φορολογικό περιβάλλον, σε συνδυασμό με την υψηλή φορολόγηση, και αφετέρου, το καθεστώς της γραφειοκρατίας. Για την αλλαγή του τελευταίου ουσιαστικά δεν έχει γίνει τίποτα ούτε ως προς τις αδειοδοτήσεις των νέων επιχειρήσεων ούτε ως προς την άρση του σύνθετου πλέγματος των απαιτούμενων διαδικασιών, που ως γνωστόν αποτελούν τη “μαμή της διαφθοράς”…

Το να αντιπαρέλθει η λιανεμπορική επιχείρηση την κρίση είναι συνάρτηση μικροοικονομικών και μακροοικονομικών προϋποθέσεων, για τις οποίες αποφασίζει η κυβέρνηση, διαμορφώνοντας το σχετικό ρυθμιστικό πλαίσιο. Επομένως, ανεξαρτήτως της επιχειρηματικής δημιουργικότητας αυτή δεσμεύεται από τις συνθήκες του οικονομικού, πολιτικού και θεσμικού περιβάλλοντος.

Η άνοδος των εξαγωγών μας κατά 10,8% στις σημερινές συνθήκες δείχνει αν μη τι άλλο ότι οι επιχειρήσεις μας αναζητούν διέξοδο από την εσωτερική ασφυξία στην εξωστρέφεια. Πλην όμως, χωρίς τη στήριξη της πραγματικής οικονομίας, μέσω της αξιοποίησης κατεπειγόντως των αναπτυξιακών νόμων και επενδυτικών προγραμμάτων, χωρίς εξωστρεφείς κλαδικές πολιτικές για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων κοκ, οι όποιες επιτυχείς προσπάθειες θα είναι, πιθανώς, πρόσκαιρες. Άλλωστε, το ότι κατά το 87,3% παραμένουμε εσωστρεφής οικονομία δεν έχει αλλάξει…

Επίσης, χωρίς τη βελτίωση των μακροοικονομικών δεικτών της χώρας, ο δανεισμός των τραπεζών, που σήμερα γίνεται μόνο από την ΕΚΤ, θα εξακολουθήσει να είναι προβληματικός, οπότε το πρόβλημα της ρευστότητας που μαστίζει κυρίως τη μικρομεσαία επιχείρηση θα επιδεινωθεί.

Ο κόσμος των επιχειρήσεων σήμερα, γνωρίζοντας ότι η αγορά είναι ψυχολογία, όχι μαθηματικά, προβληματίζεται έντονα για το πώς μπορεί να πετύχει η δημοσιονομική προσαρμογή, χωρίς να δημιουργείται ύφεση, για το πού βρίσκεται η χρυσή τομή ανάμεσα στη βελτίωση της κατάστασης του ελλείμματος και στην ανάπτυξη. Και ανησυχεί, καθώς αντί ανάπτυξης βουλιάζουμε στην ύφεση και αντί βελτίωσης της κατάστασης των ελλειμμάτων, έχουμε ουσιαστικά αποτελμάτωση.

Η ελπίδα όλων είναι να επιταχυνθούν οι μεταρρυθμίσεις, ώστε να πεισθούν οι αγορές για τις προοπτικές διεξόδου της οικονομίας μας και να μη χρειαστεί να ενταχθούμε το 2013 στο νέο μηχανισμό στήριξης. Ο φόβος όλων είναι ότι αν δεν καταφέρουμε να δημιουργήσουμε πρωτογενή πλεονάσματα, ώστε να μπορούμε να διαπραγματευόμαστε με τους πιστωτές μας, οι συνέπειες μιας τελεσίδικης χρεοκοπίας της χώρας θα είναι βαρύτατες».