Περίπου το 65%-70% της κατανάλωσης μπίρας στην Ελλάδα πραγματοποιείται στην «κρύα» αγορά (μπαρ, καφετέριες κ.ά.) και το 30%-35% στη «ζεστή» αγορά. Από το σύνολο των πωλήσεων της «ζεστής» αγοράς εκτιμάται ότι περισσότερο του 80% πραγματοποιείται από τα σούπερ μάρκετ. rnΗ κίνηση του προϊόντος εξακολουθεί να παρουσιάζει έντονη εποχικότητα, καθώς το 70% των πωλήσεων πραγματοποιείται από τον Μάιο έως τον Σεπτέμβριο

Η αύξηση των πωλήσεων μπίρας από τη «ζεστή» αγορά και ιδιαίτερα από τα σούπερ μάρκετ είναι το κύριο χαρακτηριστικό της κατηγορίας τα τελευταία χρόνια. Η κίνηση του προϊόντος εξακολουθεί να παρουσιάζει έντονη εποχικότητα, καθώς το 70% των πωλήσεων πραγματοποιείται από τον Μάιο έως τον Σεπτέμβριο και το υπόλοιπο ποσοστό κυρίως τα Χριστούγεννα και το Πάσχα. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται σημαντική αύξηση της προτίμησης των καταναλωτών σε μπίρες «ειδικού τύπου», που καταναλώνονται κατά κύριο λόγο εκτός σπιτιού και ιδιαίτερα στις μπιραρίες.

Η κατά κεφαλή κατανάλωση μπίρας στη χώρα μας παραμένει σταθερή τα τελευταία χρόνια και κυμαίνεται σε 39-40 lt ετησίως, ενώ υστερεί σημαντικά σε σύγκριση με το εξωτερικό: η κατά κεφαλήν κατανάλωση κυμαίνεται ετησίως σε 130 lt στην Ιρλανδία και σε 142 lt στη Γερμανία. Στις χώρες αυτές όμως ένας από τους κύριους παράγοντες της μεγάλης κατανάλωσης του προϊόντος είναι η υψηλή φορολογία στα «σκληρά» ποτά (π.χ. ουίσκι), που καθιστούν την τιμή τους απαγορευτική, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην Ελλάδα.

Η αγορά

Περίπου το 65%-70% της κατανάλωσης μπίρας στην Ελλάδα πραγματοποιείται στην «κρύα» αγορά (μπαρ, καφετέριες κ.ά.) και το 30%-35% στη «ζεστή» αγορά. Από το σύνολο των πωλήσεων της «ζεστής» αγοράς εκτιμάται ότι περισσότερο του 80% πραγματοποιείται από τα σούπερ μάρκετ.

Η διεύρυνση του μεριδίου των σούπερ μάρκετ αποδίδεται κατά κύριο λόγο στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου της μέσης ελληνικής οικογένειας. Η διασκέδαση στο σπίτι με φαγητό και ποτό δεν αποτελεί πλέον ανάγκη λόγω έλλειψης χρημάτων, αλλά επιλογή, γεγονός που επηρεάζει θετικά τις πωλήσεις του προϊόντος από τα καταστήματα τροφίμων, όπως εκτιμούν στελέχη εταιρειών του κλάδου.

Το προφίλ του καταναλωτή

Κύριο χαρακτηριστικό της κατηγορίας είναι η υψηλή πιστότητα του καταναλωτή προς τη μάρκα που συνήθως αγοράζει (brand loyalty). Κυρίαρχο ρόλο σε αυτό παίζει η συνήθεια. Όπως, όπως προκύπτει από έρευνες των εταιρειών, παρ’ όλο που οι Έλληνες είναι «παραδοσιακοί» στην επιλογή μπίρας και δύσκολα αλλάζουν τη μάρκα τους, αν γνωρίσουν κάτι νέο που να τους ικανοποιεί γευστικά, αλλάζουν συνήθειες. Για τον λόγο αυτό οι προβολές και οι γευστικές δοκιμές στα σούπερ μάρκετ θεωρούνται αναγκαίες για την κατάκτηση μεγαλύτερου μεριδίου αγοράς ή για τη διατήρηση του υπάρχοντος. Ιδιαίτερα θετικά ανταποκρίνονται οι καταναλωτές στις προωθητικές ενέργειες εντός των καταστημάτων τροφίμων. Αυτές όμως δεν αποτελούν εγγύηση ότι μία μάρκα θα «κρατήσει» τους πελάτες και μελλοντικά.

Η μπίρα που γευστικά ικανοποιεί περισσότερο τον Έλληνα καταναλωτή είναι η lager, η οποία κατέχει μερίδιο αγοράς περίπου 95% (π.χ. Μύθος, Heineken, Amstel). Το υπόλοιπο μερίδιο αγοράς καλύπτεται από τις εγχώρια παραγόμενες και τις εισαγόμενες μπίρες. Σύμφωνα με στελέχη εταιρειών, η αγορά του προϊόντος κινείται σε τρεις υποκατηγορίες όσον αφορά στην κατανάλωση: η πρώτη κατηγορία καλύπτει τις λεγόμενες mass (μαζικές, χαμηλής τιμής) μπίρες. Η δεύτερη καλύπτεται από την κατηγορία premium, με υψηλότερη τιμή (όπως η Kaiser), ενώ η τρίτη αφορά τις εισαγόμενες μπίρες, που καταναλώνονται κυρίως σε μπαρ και μπιραρίες.

Στα σούπερ μάρκετ οι καταναλωτές προτιμούν να αγοράζουν μπίρα σε κουτάκια αλουμινίου. Παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι περίπου το 55% των συνολικών πωλήσεων των σούπερ μάρκετ είναι κουτάκια αλουμινίου και περίπου το 45% γυάλινες φιάλες. Οι υπόλοιπες συσκευασίες (κυρίως τα βαρελάκια των 5 lt) καλύπτουν πολύ χαμηλό ποσοστό επί των συνολικών πωλήσεων των καταστημάτων τροφίμων (εκτιμάται περί το 0,3%-1%).

Παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι η αλουμινένια συσκευασία συνδέεται από τον καταναλωτή με την καθημερινή κατανάλωση στο σπίτι, ενώ η γυάλινη φιάλη δίνει έναν «αέρα» επισημότητας στο τραπέζι. Ο καταναλωτής που θέλει απλά να πιει μια μπίρα με το φαγητό του, επιλέγει το αλουμινένιο κουτάκι, διότι είναι πιο οικονομικό και μεταφέρεται εύκολα. Αντίθετα, αν η μπύρα προορίζεται ως συνοδευτικό για ένα κάπως επίσημο γεύμα, επιλέγεται η γυάλινη φιάλη.

Εταιρείες και προϊόντα

ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΖΥΘΟΠΟΙΙΑ

Η πορεία της ΑΘΗΝΑΪΚΗΣ ΖΥΘΟΠΟΙΙΑΣ ξεκίνησε το 1963, με το πρώτο εργοστάσιο στην Αθήνα και πρώτη μπίρα την Amstel. Το 1981 μπήκε στην αγορά των premium brands, με τη Heineken, το 1999 λάνσαρε τη Fischer και το 2000 την Άλφα. Σήμερα, με τη Heineken και την Amstel, η εταιρεία κατέχει σημαντικό μερίδιο στην εγχώρια αγορά μπίρας, ενώ διακινεί πολλές ακόμη ετικέτες, όπως τις McFarland, Murphy’s Irish Red, Kőnig Pilsener, Murphy’s Irish Stout, Murphy’s Irish Rod, Erdinger, Duvel, Amstel bock, Amstel light, Αmstel gold, Desperados, Buckler κ.ά. Οι εξαγωγικές δραστηριότητες της ΑΘΗΝΑΪΚΗΣ ΖΥΘΟΠΟΙΙΑΣ ξεκίνησαν με τα προϊόντα Marathon και Athenian. Η εταιρεία εξάγει τα προϊόντα της σε 30 χώρες στην Ευρώπη, την Αφρική και την Αμερική.

ΜΥΘΟΣ ΖΥΘΟΠΟΙΊΑ

Η ΜΥΘΟΣ Ζυθοποιία λάνσαρε το 1997 την μπίρα lager Mythos. Σήμερα η Mythos διατίθεται και εκτός των ελληνικών συνόρων και ειδικότερα σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και στις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Αυστραλία και την Ιαπωνία. Εκτός από τη Mythos η συνεργασ

Εξτεταιρεία διαθέτει στην αγορά τις ετικέτες Carlsberg, Foster’s, Kaiser, Henninger, Guinness και Kilkenny.

ΚΕΟ ΖΥΘΟΣ ΑΕ

Η μπίρα ΚΕΟ παράγεται σε ένα υπερσύγχρονο τεχνολογικά ζυθοποιείο στην Κύπρο και εξάγεται σε περισσότερες από 10 χώρες, μεταξύ των οποίων η Ελλάδα, οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, ο Καναδάς, η Ιαπωνία και η Αυστραλία. Η ΚΕΟ διατίθεται στην αγορά στις εξής συσκευασίες: επιστρεφόμενες φιάλες των 330 ml και 500 ml, κουτιά των 330 ml και των 500 ml και βαρέλια των 25 lt (draught).

Πωλήσεις μπίρας σε όγκο και αξία στα καταστήματα τροφίμων





 

2001

2002

Πωλήσεις σε όγκο (λίτρα)

89.407.788

86.361.542

Πωλήσεις σε αξία (ευρώ)

130.902.127

134.270.315

AC Nielsen Market Track

Αύξηση ύψους περίπου 2,5% σημείωσαν οι πωλήσεις μπίρας σε αξία το 2002 έναντι του 2001. Ειδικότερα, οι πωλήσεις διαμορφώθηκαν το 2002 σε 134,27 εκατ. ευρώ έναντι 130,902 εκατ. ευρώ το 2001. Αντίθετα, οι πωλήσεις σε όγκο παρουσίασαν μικρή πτώση ύψους 3,4% το 2002 και διαμορφώθηκαν σε περίπου 86 εκατ. λίτρα έναντι 89 εκατ. το 2001. Ωστόσο τα μερίδια των σούπερ μάρκετ αυξήθηκαν σημαντικά την τελευταία τριετία. Η μείωση των πωλήσεων σε όγκο που σημειώθηκε στα σούπερ μάρκετ το 2002 δεν αντανακλά απώλεια μεριδίου του συγκεκριμένου καναλιού διανομής, καθώς αποδίδεται από στελέχη της αγοράς στο ότι το περασμένο καλοκαίρι δεν ήταν ιδιαίτερα ζεστό.