Την προσθήκη νέων κωδικών στη φαρέτρα της, αλλά και νέων εξαγωγικών προορισμών για τα προϊόντα της, σχεδιάζει η Αττική Μελισσοκομική Εταιρεία Αλέξανδρος Πίττας ΑΕΒΕ, όπως δηλώνει ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, Γεώργιος Πίττας, σε συνέντευξή του στο FOODReporter.
Όσον αφορά στα μελλοντικά πλάνα για την προσθήκη νέων κωδικών στη φαρέτρα της Αττική – Πίττας, ο Γεώργιος Πίττας αναφέρει: «Περάσαμε μία έντονη δεκαετία που πειραματιστήκαμε στο να κυκλοφορήσουμε προϊόντα με την επωνυμία Αττική, αλλά σε άλλες κατηγορίες», ενώ ο ίδιος συμπληρώνει ότι τα τελευταία χρόνια, η εταιρεία επικεντρώνεται σε μια συνολική αναθεώρηση της παραγωγικής της διαδικασίας και την εσωτερική της βελτίωση.
«Τα νέα προϊόντα ή συσκευασίες είναι πάντα στη σκέψη μας, ενώ την περασμένη χρονιά λανσάραμε την Εκλεκτή Φύση, μία σειρά με πιο “ειδικές” ποικιλίες μελιού». Αξιοσημείωτο δε, το γεγονός ότι, φέτος η Αττική – Πίττας συνεργάζεται με το Πανεπιστήμιο ΕΚΠΑ για να ετοιμάσει ένα νέο καινοτόμο προϊόν μελιού. «Είναι και για εμάς στόχος η βιώσιμη παραγωγή, είτε με την συνεργασία με τους Έλληνες παραγωγούς για την προστασία της Ελληνικής φύσης, είτε με την έρευνα για βελτιώσεις στην παραγωγική μας διαδικασία και πιθανές αλλαγές στα υλικά συσκευασίας» επισημαίνει ο κ. Πίττας.
Ανοδική η πορεία των πωλήσεων στο πρώτο πεντάμηνο του 2023
Όσον αφορά στις πωλήσεις της Αττική – Πίττας για το πρώτο πεντάμηνο του 2023, εκείνες διέγραψαν ανοδική πορεία, αγγίζοντας τα νούμερα του 2021. «Αυτό είναι ένα αποτέλεσμα πολλών παραγόντων, μιας έντονης προσπάθειας πωλήσεων, μια προσπάθεια για καλύτερη τοποθέτηση προϊόντων και σκευών στο ράφι, με μεγαλύτερη ποικιλία. Από την άλλη πλευρά, προσπαθούμε έντονα τόσο με άμεση διαφήμιση, αλλά και με προωθήσεις κι άλλους έμμεσους τρόπους (social, κλπ.)» σχολιάζει στο FOODReporter ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας. Ο ίδιος αναφέρει ότι τα τελευταία χρόνια υπάρχει μία αύξηση της κατανάλωσης μελιού.
«Η εταιρεία μας διατηρεί τα μερίδιά της σε αυτήν την αύξηση. Το 2022 όμως είχαμε μία πρόσκαιρη όπως αποδεικνύεται πτώση της κατανάλωσης μελιού λόγω της αβεβαιότητας και των οικονομικών εξελίξεων. Ως εταιρεία, βέβαια, στηρίξαμε τους μελισσοκόμους στις ανάγκες τους, αλλά δεν μεταφέραμε την αύξηση του κόστους της πρώτης ύλης των υλικών συσκευασίας και της ενέργειας στην κατανάλωση» υπογραμμίζει, προσθέτοντας ότι η εταιρεία απορρόφησε όλο το κόστος των αυξήσεων το 2022.
Μεταξύ άλλων, ο κ. Πίττας σημειώνει ότι τα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα την τελευταία χρονιά η εταιρεία λειτουργεί σε μία «μη καθαρή» αγορά μελιού με έντονες ελληνοποιήσεις, ένα φαινόμενο ιδιαίτερα έντονο για το οποίο ο μελισσοκομικός κλάδος είναι προβληματισμένος.
Στο στόχαστρο η ΝΑ Ασία
«Η Μέση Ανατολή είναι ενδιαφέρουσα αγορά για εμάς, μιας και οι καταναλωτές εκεί γνωρίζουν το προϊόν μέλι και το έχουν στην παράδοσή τους. «Τα τελευταία χρόνια έχουμε επενδύσει στην περιοχή αυτή και φαίνεται ότι σιγά σιγά αποδίδει καρπούς» επισημαίνει ο κ. Πίττας. Οι καταναλωτές στις χώρες αυτές γνωρίζουν ότι το ελληνικό μέλι διαφέρει σε χρώμα, γεύση και ρευστότητα από τα μέλια της Βόρειας Ευρώπης και της Αμερικής. Είναι μέρος και της δικής τους παράδοσης να προτιμούν ποιότητες μελιού, όπως το ελληνικό, με έντονο χρυσό χρώμα, πυκνόρευστο και πολύ πλούσιο στην γεύση του» αναφέρει στο FOODReporter ο Γεώργιος Πίττας. Πέραν του Λιβάνου, χώρα στην οποία η Αττική – Πίττας εξάγει – με ιδιαίτερη δυσκολία κάποιες φορές στο παρελθόν – από το 1950, η εταιρεία αναπτύσσει συνεργασίες με τις αγορές του Μπαχρέιν και του Κουβέιτ. «Τώρα, μετά από πολύ μεγάλες και χρονοβόρες διαδικασίες, ανοίγουμε τις αγορές της Σαουδικής Αραβίας, ΗΑΕ και Κατάρ. Πιστεύουμε ότι το τελευταίο τρίμηνο του 2023 θα ξεκινήσουν αυτές οι μεγάλες αγορές όπου και εκεί θα εξάγουμε πάντα επώνυμα το μέλι μας».
Ο κ. Πίττας αναφέρει στο FOODReporter ότι μέσα στην επόμενη διετία, η Αττική – Πίττας στοχεύει στις αγορές της ΝΑ Ασίας, εκτός από την Νότια Κορέα όπου εδώ και λίγα χρόνια έχει ήδη καλή συνεργασία. «Στην Ανατολική Ασία, θέλουμε να αναπτύξουμε και την Ιαπωνία που είναι μία ιδιαίτερη και δύσκολη αγορά, καθώς είναι διαφορετική από τη δική μας. Δυστυχώς, όταν μιλάμε για την παγκόσμια αγορά, οι απαιτήσεις είναι τεράστιες, τα κονδύλια που πρέπει να δαπανηθούν μεγάλα και πρέπει να δοθούν προτεραιότητες».
Πρώτη δημοσίευση της είδησης στο καθημερινό newsletter FOODReporter