Σε ασκήσεις ισορροπίας υποχρεώνει λιανεμπόρους και προμηθευτές η εφαρμογή του κυβερνητικού μέτρου κατά της ακρίβειας, βάσει του οποίου το 30% των προσφορών συγκεκριμένων ειδών μη τροφίμων περνούν στις τελικές τιμές τους. Οι δύο πλευρές απεύχονται την επέκταση του μέτρου στον τομέα των τροφίμων. Η επιτυχία του, πάντως, θα κρίνει γενικότερα την έκβαση των κυβερνητικών προσπαθειών για τη συγκράτηση των ανατιμήσεων. Kι αυτό διότι τα πάντα εξαρτώνται από την πολιτική των προμηθευτών σχετικά με τον καθορισμό της νέας ονομαστικής και της νέας τελικής τιμής κάθε προϊόντος.

Όπως εξηγούν παράγοντες της αγοράς, η μεταφορά στην αρχική τιμή του 30% κάθε προσφοράς στις περισσότερες βασικές κατηγορίες των μη τροφίμων θα σημάνει μια αντίστοιχη μείωση των ονομαστικών τιμών τους, των τιμών δηλαδή που μέχρι πρότινος εμφάνιζαν στο ράφι. Οι τιμές αυτές έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το Υπουργείο Ανάπτυξης καθότι καθορίζουν το αποτέλεσμα των τιμοληψιών της ΕΛΣΤΑΤ. Όμως η ουσία του ζητήματος εντοπίζεται στις τελικές τιμές των προϊόντων, καθότι αυτές καθορίζουν το κόστος αγορών των καταναλωτών.

Οι ίδιοι παράγοντες αναφέρουν σχετικά πως από τους προμηθευτές εξαρτάται, αν η τελική τιμή των προϊόντων θα είναι η ίδια με εκείνη που ήταν προ της εφαρμογής του μέτρου, χαμηλότερη ή ίσως υψηλότερη –στο βαθμό που θα το επιβάλλουν ή επιτρέπουν τα κόστη παραγωγής.

Οι προμηθευτές έχουν δύο βασικούς λόγους να μεταβάλουν προς τα πάνω τις τελικές τιμές των προϊόντων τους. Πρώτον, διότι τα εν λόγω προϊόντα πλέον πωλούνται σε ονομαστικές τιμές χαμηλότερες των προηγούμενων μηνών. Άρα για όσο διάστημα δεν βρίσκονται σε προσφορά, η διάθεσή τους στο ευρύ κοινό γίνεται σε πιο οικονομικές τιμές, έτσι ώστε δημιουργεί απώλειες τζίρου. Και δεύτερον, διότι περί τα τέλη του Ιανουαρίου οι προμηθευτές πάγωσαν τις ανατιμήσεις, λόγω της εφαρμογής της ρύθμισης που απαγορεύει τη διενέργεια προσφορών για τρεις μήνες σε όσα προϊόντα ανατιμώνται. Συνεπώς οι απώλειες εσόδων επιβάλλουν κατά μια έννοια στη βιομηχανία την πραγματοποίηση ανατιμήσεων, ώστε να ρεφάρουν μερικώς.

Πάντως, σε αυτή την φάση, σύμφωνα με στελέχη του λιανεμπορίου, η βιομηχανία επιλέγει να διατηρεί τις τελικές τιμές των προϊόντων της σταθερές και σε ελάχιστες περιπτώσεις τις αυξάνει. Όπως λέγεται, στο 80%-85% των προϊόντων οι τιμές δεν αλλάζουν, ενώ περίπου στο 15% γίνονται κάποιες, μικρές έστω, ανατιμήσεις.

Παρανοήσεις και αντιδράσεις
Οι συνομιλητές μας επισημαίνουν την ύπαρξη περιπτώσεων προμηθευτών, οι οποίοι επιχείρησαν να «μπερδέψουν» τις προσφορές που οι ίδιοι εφάρμοζαν στο ράφι με τις παροχές που αναγνώριζαν στο λιανεμπόριο, ώστε ένα μέρος του 30% των προσφορών που επρόκειτο να περάσουν στις ονομαστικές τιμές των προϊόντων, να επιβαρύνει τις αλυσίδες. Ωστόσο, μετά από σχετικές διευκρινίσεις εκ μέρους του Υπουργείου Ανάπτυξης, το εγχείρημα αυτό της συγκεκριμένης ομάδας προμηθευτών ακυρώθηκε.

Σημειώνουμε, τέλος, ότι οι αλλαγές που επήλθαν στην τιμολόγηση των προϊόντων ώθησε αρκετές προμηθεύτριες εταιρείες στο να επανεξετάσουν την προϊοντική τους γκάμα, προκειμένου, κατόπιν ενός εξορθολογισμού των σχετικών κωδικολογίων προϊόντων, να θέσουν εκτός ραφιού κάποιους κωδικούς, των οποίων τα κόστη παραγωγής και οι ονομαστικές τιμές τους καθιστούσαν ασύμφορη τη διάθεσή τους στη λιανική από την άποψη του προσδοκώμενου κέρδους.
.