Τρίτη χρονιά φέτος, μετά από επεξεργασία των στοιχείων των ισολογισμών των επιχειρήσεων σούπερ μάρκετ στο πλαίσιο της ετήσιας έκδοσης ΠΑΝΟΡΑΜΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ 2004, παρουσιάζουμε την αξιολογική κατάταξη των 50 μεγαλύτερων επιχειρήσεων βάσει κριτηρίων αποτελεσματικότητας και μονάδων βαρύτητας. Για την αξιολόγηση λάβαμε υπ’ όψιν την κατάταξη των επιχειρήσεων από άποψη πωλήσεων και ποσοστών: μικτού κέρδους, λειτουργικού κόστους, αποτελεσμάτων προ αποσβέσεων και καθαρών αποτελεσμάτων προ φόρων.

Τις δύο προηγούμενες χρονιές, στο πλαίσιο της επεξεργασίας των στοιχείων των ισολογισμών που παρουσίασαν οι επιχειρήσεις του κλάδου των σούπερ μάρκετ για τις χρήσεις του 2001 και του 2002 αντίστοιχα, καθιερώσαμε την αξιολογική κατάταξη των επιχειρήσεων βάσει κριτηρίων αποτελεσματικότητας και μονάδων βαρύτητας. Αυτός ο τρόπος αξιολόγησης, που αν μη τι άλλο δείχνει ότι οι πωλήσεις δεν είναι μονόδρομος για την επιτυχία των επιχειρήσεων και φανερώνει έστω και υπαινικτικά τη στρατηγική κάθε μίας, δεν άφησε αδιάφορες τις επιχειρήσεις.

Από αυτή και μόνο την άποψη αξίζει να δοθεί η δέουσα προσοχή στην αξιολογική κατάταξη που προτείνουμε – φέτος για ακόμα μια χρονιά. Κάποια αρνητικά σχόλια, μεμονωμένα ευτυχώς, καθώς και παρατηρήσεις για τη βελτίωση του τρόπου αξιολόγησης είναι θεμιτά και επιθυμητά. Το ίδιο θεμιτές είναι και οι όποιες επιφυλάξεις.

Όπως και στο παρελθόν, συνεχίζει να γίνεται και σήμερα η κατάταξη-αξιολόγηση των επιχειρήσεων σούπερ μάρκετ με κριτήριο τον όγκο των πωλήσεων και τον αριθμό των καταστημάτων ή και τον όγκο των επενδύσεων είτε γιατί «έτσι γινόταν πάντοτε» είτε γιατί αυτό εξυπηρετεί μια συγκεκριμένη στρατηγική συγκέντρωσης και γιγαντισμού. Σπάνια η κατάταξη-αξιολόγηση γίνεται με βάση τα αποτελέσματα των επιχειρήσεων και ακόμα πιο σπάνια με πιο σύνθετες μεθόδους.

Όταν όμως φτάνουν τα δύσκολα, η προσφυγή και σε άλλα αξιολογικά κριτήρια είναι αναπόφευκτη. Κάτι τέτοιο συμβαίνει κυρίως στον τραπεζικό τομέα όταν πρόκειται να χρηματοδοτηθούν κάποιες επιχειρήσεις –ως γνωστόν ο τραπεζικός τομέας είναι από τους πλέον διεθνοποιημένους και εκμοντερνισμένους. Το ίδιο έχει ήδη γίνει καθημερινή πρακτική των τεχνοκρατών του χρηματιστηρίου σε ό,τι αφορά τις εισηγμένες επιχειρήσεις. Όμως κι εδώ οι επενδυτές, με εξαίρεση τους θεσμικούς και κάποιους μεγάλους ή συστηματικούς παίχτες, δεν μπαίνουν στον κόπο όχι μόνο να μελετήσουν αξιολογικά, αλλά ούτε καν να λάβουν γνώση των ισολογισμών των επιχειρήσεων στις μετοχές των οποίων επενδύουν τα χρήματά τους. Αλλά ο επενδυτής στο χρηματιστήριο δεν αγοράζει «τζίρο», αγοράζει προσδοκία υψηλής απόδοσης του κεφαλαίου του (δηλαδή από τα καθαρά κέρδη μετά από φόρους και από την υπεράξια της μετοχής του, η οποία εξαρτάται από τα κέρδη, αλλά και από άλλα κριτήρια που δεν είναι του παρόντος να εξετάσουμε).

Πρόσφατα το φως της δημοσιότητας είδε η είδηση ότι μέτοχοι (εκ των ιδρυτών) μεγάλου ομίλου του ευρωπαϊκού και του παγκόσμιου λιανεμπορίου του κλάδου εξέφρασαν σοβαρές διαφωνίες και επιφυλάξεις σχετικά με την αποτελεσματικότητα της ακολουθούμενης στρατηγικής επέκτασης και ανάπτυξης, καθώς και της αποδοτικότητάς της. Απότοκο των αξιολογήσεών τους, μεταξύ άλλων, ήταν η απόφαση να δοθεί αυξημένο μέρισμα σε μετρητά. Δεν μπορεί παρά να καταλήξουμε στο εύλογο συμπέρασμα ότι κάποιοι μέτοχοι δεν αρκούνται πλέον στην επεκτατική πολιτική, η οποία κάτω από την ανταγωνιστική πίεση συρρικνώνει την απόδοση της εταιρείας και το μέρισμά τους, αναζητώντας άμεσα και χειροπιαστά αποτελέσματα.

Ανορθολογικά κριτήρια

Στη χώρα μας, που δέχεται πλέον άμεσα και πιεστικά τις επιδράσεις και τις παρενέργειες του διεθνοποιημένου ανταγωνισμού στον κλάδο των σούπερ μάρκετ, ο όγκος των πωλήσεων και το μέγεθος του δικτύου (αριθμός καταστημάτων) εξακολουθούν να εκλαμβάνονται ως τα κύρια κριτήρια για την ανάπτυξη και την επιβίωση των επιχειρήσεων. Ωστόσο δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις επιχειρήσεων του κλάδου που προέβησαν σε κινήσεις εξυγίανσης των ισολογισμών τους, εξάλειψης ζημιών με υπεραξίες ακινήτων κοκ, προκειμένου να βελτιώσουν –έστω και λογιστικά– την αποδοτικότητά τους και την προοπτική της κερδοφορίας τους.

Όπως έχουμε γράψει και στο παρελθόν, οι εξάρσεις της επεκτατικής τακτικής των μεγάλων του κλάδου παίρνουν εξοντωτικές διαστάσεις, ενώ οι υφέσεις είναι προσωρινές μέχρι το επόμενο κύμα να παρασύρει τους αδύναμους και τους μη προνοητικούς. Η στρατηγική αυτή δεν στηρίζεται πάντοτε σε αμιγώς οικονομικά κριτήρια. Η επέκταση, ο γιγαντισμός, οι επενδύσεις γίνονται με κριτήρια κάθε άλλο παρά οικονομικού ορθολογισμού. Αυτό θα συνεχίζεται ώσπου η αγορά της χώρας μας να εδραιώσει μια πιο ενισχυμένη θέση στον διεθνή χώρο, πράγμα που δεν μπορεί να συμβεί πλέον έξω από τον ευρύτερο σχεδιασμό των μεγάλων πολυεθνικών. Ένας σημαντικός παράγων θα ήταν οι μεγάλης κλίμακας συνενώσεις και συγκεντρώσεις στον ελλαδικό χώρο, αν και αυτό –χωρίς εν τούτοις να αποκλείεται– δεν μοιάζει και πολύ πιθανό. Το βέβαιο είναι ότι αποφασιστικής σημασίας για τη βελτίωση της θέσης μας θα ήταν η πιθανότητα να χρησιμοποιηθεί η χώρα μας ως γεωπολιτικό εφαλτήριο για την επέκταση των μεγάλων πολυεθνικών προς ανατολάς, στις νέες και αναπτυσσόμενες αγορές, εξέλιξη που ασφαλώς θα επηρεάσει και την εσωτερική αγορά του κλάδου.

Η μείωση της κερδοφορίας και η έλλειψη ιδίων κεφαλαίων ωθούσε πάντα σε αύξηση του δανεισμού και σε αλυσιδωτές επιδράσεις όσον αφορά τη μείωση των αποτελεσμάτων. Το 2003 ο δανεισμός αυξήθηκε, αλλά αντισταθμίστηκε από την αύξηση του μικτού κέρδους και τη μικρότερη αύξηση του λειτουργικού κόστους, με αποτέλεσμα τη βελτίωση των αποτελεσμάτων. Αυτός είναι ο σωστός δρόμος. Όπως αναφέρουμε στη φετινή έκδοση «ΠΑΝΟΡΑΜΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ – ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 2004», που θα είναι σύντομα στα χέρια σας, το 2003 έγιναν κάποιες διορθωτικές διαρθρωτικές κινήσεις που είχαν αποτέλεσμα τη βελτίωση των αποτελεσμάτων των επιχειρήσεων και την εξυγίανση των ισολογισμών τους, αλλά τίποτα δεν προδικάζει τη μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη σταθεροποιητική διαδικασία. Αντίθετα τα τελευταία χρόνια έχουμε εθιστεί σε μια πρακτική η οποία επιφέρει ανατροπές, με αποτέλεσμα να αποκαλύπτονται συγκυριακά καταστάσεις που υποδηλώνουν ότι οι ισολογισμοί δεν εκφράζουν πάντα την πραγματική οικονομική θέση των επιχειρήσεων.

Το «παράδοξο» που δεν είναι παράδοξο

Στο αντίστοιχο περυσινό μας δημοσίευμα είχαμε χαρακτηρίσει ως «παράδοξο» το εξής φαινόμενο: «Μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις του κλάδου δυναμώνουν, εδραιώνουν τη θέση τους, επιβιώνουν και παρουσιάζουν αποτελέσματα πολύ πιο ικανοποιητικά από τις μεγάλες, όχι μόνο σε δείκτες %, αλλά ακόμα και σε απόλυτα μεγέθη». Και είχαμε διατυπώσει την εκτίμηση ότι αυτό θα συνεχιστεί για μερικά ακόμα χρόνια. Πράγματι το 2003 αυτή η τάση συνεχίστηκε, ενώ ταυτόχρονα νέες αλυσίδες έκαναν την εμφάνισή τους στον χώρο των μικρών καταστημάτων γειτονιάς ή και σε «τύπου ψιλικατζίδικων» καταστήματα.

Αυτό λοιπόν το «παράδοξο» φαινόμενο φαίνεται ότι έχει αξιολογικά μεγαλύτερη επίδραση στην επιρροή και στην κερδοφορία των αλυσίδων από όσο αρχικά και απαξιωτικά το αντιμετώπιζαν οι μεγάλοι του κλάδου. Ίσως αυτός είναι ένας από τους καθοριστικούς λόγους που σήμερα πλέον σχεδόν όλοι οι μεγάλοι προσχωρούν δομικά, εμπορικά και οικονομικά στην πρακτική της επέκτασης μέσω και των μικρών σημείων πώλησης, με διαφόρους τύπους καταστημάτων.

Με αυτές τις γενικές παρατηρήσεις η αξιολόγηση των επί μέρους επιχειρήσεων παίρνει μια πιο σημαντική διάσταση και προοπτική.

Στηρίζουμε τις αξιολογήσεις μας σε δεδομένα και στοιχεία, σε αριθμούς και δείκτες που προσδιορίζουν αντικειμενικά την αφετηρία μας. Τη βάση μάς την δίνουν οι δείκτες του λογαριασμού αποτελεσμάτων των 50 μεγαλύτερων επιχειρήσεων σούπερ μάρκετ, όπως τους παρουσιάζουμε στην ετήσια έκδοσή μας «ΠΑΝΟΡΑΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ – ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 2004».


Απλή Αξιολογική Κατάταξη


Οι αριθμοί στον 1ο πίνακα (βλεπε σελ.14) αναφέρονται στη σειρά κατάταξης των 50 μεγαλυτέρων εταιρειών σούπερ μάρκετ με βάση τα πέντε κύρια οικονομικά μεγέθη διαμόρφωσης των αποτελεσμάτων τους. Έτσι λχ πρώτη εταιρεία σε πωλήσεις μπορεί να κατατάσσεται στη 10η θέση ως προς το % μικτού κέρδους, στην 5η ως προς το % λειτουργικού κόστους, στην 29η ως προς τα αποτελέσματα προ αποσβέσεων και στην 44η ως προς τα καθαρά αποτελέσματα προ φόρων.

Για την αξιολόγηση κάθε επιχείρησης λαμβάνεται υπ’ όψιν η σειριακή κατάταξή της σε κάθε στήλη αντίστοιχη των πέντε κριτηρίων. Για μεν τις πωλήσεις ο βαθμός αξιολόγησης τίθεται με βάση το μέγεθός τους. Η αξιολογική ισχύς των υπόλοιπων κριτηρίων σχετίζεται με την επίπτωση καθενός από αυτά στο τελικό αποτέλεσμα. Για το μέγεθος της επίπτωσης χρησιμοποιούμε τους «συντελεστές βαρύτητας». Σύμφωνα τη σειριακή κατάταξη του κάθε κριτηρίου έχουμε (βλέπε πίνακα σελ.15)

Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό τα τέσσερα κριτήρια έχουν ομοιόμορφη επίπτωση στα αποτελέσματα. Όσο πιο ψηλά βρίσκεται μια επιχείρηση στη σειριακή κατάταξη τόσους περισσότερους πόντους λαμβάνει. Αντίστροφα επιδρά το ποσοστό του λειτουργικού κόστους: όσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό του τόσο δυσμενέστερη είναι η επίπτωση στα αποτελέσματα, επομένως η βαθμολογία είναι αντιστρόφως ανάλογη του μεγέθους τους. Έτσι, με 50 πόντους βαθμολογείται η επιχείρηση με το μικρότερο ποσοστό λειτουργικού κόστους.

Τα δεδομένα των βαθμών απεικονιζόμενα σε πίνακα και σε διάγραμμα δίνουν μια σύνθετη εικόνα της επιχείρησης. Κατά συνέπεια μια επιχείρηση με πωλήσεις που την κατατάσσουν στην πρώτη δεκάδα του δείγματος πιθανώς (όπως προκύπτει από τα δεδομένα) κατατάσσεται σε ήσσονα θέση ως προς τα άλλα κριτήρια. Εν τέλει αυτή η μέθοδος φανερώνει ότι οι πωλήσεις δεν είναι αποκλειστικό κριτήριο αξιολόγησης –με άλλα λόγια αξιολογική κρίση που δεν λαμβάνει υπ’ όψιν της την κερδοφορία προ και μετά αποσβέσεων δεν μπορεί να νοηθεί. Μέχρις εδώ αναφερόμαστε σε μια απλή παράθεση των κριτηρίων κατάταξης.


Σύνθετη Αξιολογική Κατάταξη

Κρίνουμε απαραίτητο να αναφερθούμε στις παραδοχές μας και σε κάποιες εξηγήσεις που πρέπει να έχει υπ’ όψιν του ο αναγνώστης.

1. Η αξιολόγηση γίνεται τεχνοκρατικά ενώ ταυτόχρονα δεν προδικάζει τη συνολική δυναμική μιας επιχείρησης, η οποία εξαρτάται και από άλλους παράγοντες, όπως η κεφαλαιουχική της διάρθρωση, η δανειακή επιβάρυνση, το δίκτυο των καταστημάτων, η καθαρή λογιστική και η πραγματική θέση της κλπ.

2. Διαφορετική βαρύτητα επίπτωσης στα αποτελέσματα –και κατά συνέπεια και διαφορετικό συντελεστή βαρύτητας– έχει κάθε κριτήριο. Οι παραδοχές λαμβάνονται από τις αναφορές στον πίνακα.

3. Η παραπάνω εκτίμηση εκφράζει τη δική μας αντίληψη, ο δε αναγνώστης μπορεί να έχει τη δική του άποψη. Ως εκ τούτου αναφέρουμε λεπτομερειακά τη λογική που ακολουθήσαμε, πιστεύοντας ότι θα διευκολύνει τον αναγνώστη στο να κάνει τη δική του εκτίμηση, διαφοροποιώντας ίσως τους συντελεστές βαρύτητας.

4. Ο λόγος που κάνουμε αυτή την παρουσίαση δεν αποσκοπεί στο να προτάξουμε ένα μοντέλο αξιολογικής θεώρησης των επιχειρήσεων σούπερ μάρκετ –πολύ περισσότερο, εφόσον, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, με παραλλαγές ή όχι, οι οικονομικοί και οι λογιστές των επιχειρήσεων και ακόμα καλύτερα οι επιχειρηματίες είναι σε θέση να κάνουν σύνθετες και εξειδικευμένες αξιολογήσεις. Η μέθοδος που προτείνουμε επιθυμούμε να αντιμετωπιστεί ως ένα «πνευματικό οικονομικό παιχνίδι-εργαλείο», το οποίο θα βοηθήσει τον μέσο αναγνώστη, που τον ενδιαφέρει ο κλάδος, να επισημάνει με μια σφαιρικότητα την οικονομική αποτελεσματικότητα μιας επιχείρησης σε σχέση με τις ομοειδείς της.

Εκτιμώντας τις μελλοντικές εξελίξεις, διαβλέπουμε ότι μέρα με τη μέρα θα διαφοροποιούνται όλο και εντονότερα τα πράγματα στη διάρθρωση της αγοράς σε ό,τι αφορά τόσο το θεσμικό όσο και το αξιολογικό πλαίσιο των επιχειρήσεων, πράγμα που φέρνει σε δύσκολη θέση τις επιχειρήσεις με χαμηλή αποδοτικότητα. Οι αλλαγές που μέλλει να προχωρήσουν στην αγορά επιγραμματικά κατά τη γνώμη μας σχετίζονται με:

  • την είσοδο κι άλλων πολυεθνικών στην εγχώρια αγορά,
  • την προοπτική μείωσης των ημερών πίστωσης των προμηθευτών, με παράλληλη αύξηση των παροχών και των εκπτώσεων,
  • το γεγονός ότι η αύξηση των παροχών θα επιφέρει αύξηση του μικτού κέρδους. Αλλά η μείωση των ημερών πίστωσης, με την κεφαλαιουχική διάρθρωση των περισσοτέρων επιχειρήσεων, θα τις ωθεί σε δανεισμό, αύξηση των τόκων και μείωση των καθαρών κερδών, πράγμα που ήδη φαίνεται.

Στο πνεύμα μιας τέτοιας πορείας θα μπορούσε κάποιος να ισχυρισθεί ότι θα διαμορφωθούν νέες ισορροπίες, οπότε κανένα πρόβλημα. Δυστυχώς το σενάριο δεν θα εξελιχθεί έτσι ιδανικά. Σε πολλές επιχειρήσεις –στις περισσότερες– σύμφωνα με τις αυστηρές τραπεζικές αξιολογήσεις δεν θα επιτραπεί η επέκταση του δανεισμού. Και σε μερικές ακραίες μεν –αλλά υπαρκτές– περιπτώσεις, υπάρχουν επιχειρήσεις που ήδη οι τράπεζες εκτιμούν ότι έχουν υπερβεί τα όρια αντοχής τους… Τα ενδεχόμενα, λοιπόν, θέτουν με οξύ τρόπο το θέμα της αποδοτικότητας των επιχειρήσεων…

Η κεφαλαιουχική διάρθρωση των επιχειρήσεων είναι τέτοια που δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί σε μια μεταβολή της πιστωτικής πολιτικής των προμηθευτών. Και δεν φαίνεται, εκτός εξαιρέσεων η πιθανότητα αύξησης των ιδίων κεφαλαίων με είσοδο νέων κεφαλαίων. Βέβαια οι μεταβολές θα επέλθουν σταδιακά και «η παράδοση δε θα γίνει άνευ όρων», αλλά αυτό δεν αλλάζει την ουσία…

Αναλυτικούς πίνακες και διαγράμματα βλέπε σελ.16-19