Aπό το ξεκίνημα της κρίσης δημόσιου χρέους έχω βαρεθεί το οπτιμιστικό φληνάφημα (πολιτικό κι επιχειρηματικό) περί του πότε της ελεύσεως της «επόμενης ημέρας» και του πώς της «κανονικότητάς» της κι άλλα τέτοια. Πάντα χορταστική η μερίδα της τζάμπα κουβέντας για «όσα αξίζουμε» ως πολίτες ή «βασιλιάδες» καταναλωτές. Μη διεκδικώντας θέση ανώτερη ως γνώση κι αντιληπτική ικανότητα από τη θέση αυτού που λέμε «ο μέσος νους», ανέκαθεν προσπαθούσα να καταλαβαίνω πίσω απ’ την παρόλα καθενός τις σκοπιμότητες, τις πραγματικές σκέψεις, αλλά και την επάρκεια της αντίληψής του για τα πράγματα, όπως και τη μέριμνα και την προπαρασκευή του για την εξέλιξή τους. Φυσικά, εννιά στις δέκα φορές η πραγματικότητα γελάει με τις γλαφυρές προαναγγελίες της, αλλά ποιος ντρέπεται για τη διάψευσή του, όταν οι «εκατό ξυλιές» πέφτουν «σε ξένη πλάτη» κι όχι στη δική του…

Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι οι «εκατό ξυλιές» δεν είναι τίποτα μπροστά στο ξύλο που έχει πέσει τα τελευταία δεκατρία-δεκατέσσερα χρόνια στην ελληνική κοινωνία. Η φυγή εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων στην αλλοδαπή, κατά πλειονότητα νέων επιστημόνων, για την αναζήτηση καλύτερης τύχης είναι, τάχα, «ξένη πλάτη»; Στις αρχές του μήνα δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης ότι θα εισαγάγουμε από τη Βουλγαρία και το Μπαγκλαντές περισσότερους από εφτά χιλιάδες εργαζόμενους, που θα απασχοληθούν στα μεγάλα ξενοδοχεία. Η λίστα των «μετακλητών εργαζομένων από τρίτες χώρες» θα φτάσει τους τριάντα χιλιάδες για τον εποχικό τουρισμό, τα καταλύματα και την εστίαση, ενώ περισσότεροι των δέκα χιλιάδων θα χρειαστούν στον κατασκευαστικό τομέα. Γύρευε τώρα πόσοι θα χρειαστούν και στην πρωτογενή παραγωγή… Πέρυσι, στις αρχές της τουριστικής σεζόν, συνέβη το πρωτοφανές της «μεγάλης παραίτησης», όταν αποχώρησαν μαζικά εξήντα χιλιάδες εργαζόμενοι από τουρισμό κι εστίαση, αρνούμενοι να εργαστούν σε συνθήκες γαλέρας. Οι μεγάλες επιχειρήσεις, βέβαια, που διαμαρτύρονται για την άνοδο του μισθολογικού τους κόστους, δεν τα πάνε άσχημα, εφόσον η «γαλέρα» νομοθετείται κιόλας. Το ερώτημα είναι σε ποιον θα πουλάνε τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους αύριο; Η επερχόμενη «κανονικότητα» του παραγωγικού μας μοντέλου μυρίζει «τριτοκοσμίλα» ή μου φαίνεται;

Αλλά ο κόσμος της αγοράς καθησυχάζεται, καθησυχάζει και εφησυχάζει: «Ο πληθωρισμός», λέει, «πού θα πάει; Θα πατήσει φρένο κι η καταναλωτική εμπιστοσύνη «θα» ανέβει, «θα» οι επενδύσεις, «θα» και το εμπορικό ισοζύγιο…», κτίζοντας ανώγια και κατώγια. Παρεμπιπτόντως, το ΔΝΤ εκεί που τον Οκτώβριο πέρυσι προέβλεπε πληθωρισμό 3,2% για φέτος στη χώρα, στην εαρινή του πρόβλεψη το ανέβασε στο 4%. Και για το 2024 προβλέπει 2,9%, δηλαδή πάνω από το όριο πληθωρισμού 2% που θέτει η ΕΚΤ για την Ευρωζώνη. Ακόμα χειρότερες είναι οι εκτιμήσεις του για το τεράστιο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της χώρας. Ενώ στη φθινοπωρινή πρόβλεψή του το ΔΝΤ έδειχνε έλλειμμα 6,3% επί του ΑΕΠ το 2023, τώρα δείχνει 8% με προοπτική 6% το 2024…

Πάντως, αν κάτι ανησυχεί τον κόσμο των FMCG σήμερα, είναι κυρίως οι αλλαγές του μίγματος αγορών του «βασιλέως» καταναλωτή (όταν τα «μέσης τιμής» αγαθά προ ανατιμήσεων σήμερα τιμολογούνται σαν premium, αυτά συμβαίνουν). Στην προοπτική του το πράγμα σκουραίνει, αλλά για την ώρα ο πληθωρισμός το κρατάει το μαγαζί. Κι έρχεται εκείνος ο «κύριος Ocado» στο φετινό Food Retail Summit και ξυπνά ανομολόγητους φόβους. Διότι ναι μεν το μαγαζί κρατιέται καλά, αλλά σε μια εποχή που η «ευελιξία» έχει γίνει παγκοσμίως άγιο δισκοπότηρο, όταν την προσφέρει η τεχνολογία, αλλοίμονο σ’ εκείνον που δεν την έχει. Υπάρχει, άλλωστε, μπόλικο λιμνάζον κεφάλαιο διεθνώς, που ορέγεται τον σίγουρο τζίρο των καλών μαγαζιών, υποσχόμενο βέλτιστες οικονομίες κλίμακος στους προμηθευτές και πιο ανταγωνιστικές τιμές στους καταναλωτές…

Στο μεταξύ, είναι προφανές: Όλη η ευρωπαϊκή κοινωνία αρχίζει να βράζει για λόγους και σε θερμοκρασίες που γνώρισε η ελληνική από το 2010. Έχει έρθει πιθανώς η ώρα του «ως εδώ και μη παρέκει» κι αυτή φαίνεται πως θα κρατήσει χρόνια. Αυτό το λογαριάζετε;

 

Νικόλας Παπαδημητρίου
Αρχισυντάκτης