Εκατοντάδες χρόνια μετά από την ανακάλυψή της, η τσίχλα εξακολουθεί να προσφέρει μοναδική απόλαυση στους ανθρώπους κάθε γωνιάς της γης. Γιατί μας αρέσει όμως να μασάμε τσίχλα; Οι ψυχολόγοι μιλάνε για μία έμφυτη ανάγκη, της οποίας έκφραση αποτελεί εξάλλου και ο θηλασμός του βρέφους ή αργότερα η τάση των παιδιών να πιπιλίζουν τα δάχτυλα και τα μολύβια τους

Εκατοντάδες χρόνια μετά από την ανακάλυψή της, η τσίχλα εξακολουθεί να προσφέρει μοναδική απόλαυση στους ανθρώπους κάθε γωνιάς της γης. Γιατί μας αρέσει όμως να μασάμε τσίχλα; Οι ψυχολόγοι μιλάνε για μία έμφυτη ανάγκη, της οποίας έκφραση αποτελεί εξάλλου και ο θηλασμός του βρέφους ή αργότερα η τάση των παιδιών να πιπιλίζουν τα δάχτυλα και τα μολύβια τους.

Ποιος ήταν άραγε ο πρώτος άνθρωπος που μάσησε τσίχλα και σε ποιον τόπο πραγματοποιήθηκε η εφεύρεσή της; Αν και κανένας δεν μπορεί να απαντήσει με βεβαιότητα σ’ αυτά τα ερωτήματα, ωστόσο οι ιστορικές πηγές μάς πληροφορούν ότι όλοι σχεδόν οι πολιτισμοί του κόσμου γνώριζαν την τσίχλα πολλές χιλιάδες χρόνια πριν από τις μέρες μας –πολύ πριν ανακαλυφθεί ο ηλεκτρικός λαμπτήρας ή το τηλέφωνο… Οι αρχαιολόγοι έχουν ανακαλύψει κομμάτια τσίχλας από ρητίνη δένδρων, τα οποία ανάγονται στην προϊστορική εποχή.

Η δροσερή αναπνοή των αρχαίων Ελλήνων

Οι πρώτες μαρτυρίες για τη χρήση αυτού του διαδεδομένου σήμερα προϊόντος προέρχονται από την αρχαία Ελλάδα. Οι Έλληνες συνήθιζαν να μασούν μαστίχα για να διατηρούν τα δόντια τους καθαρά και την αναπνοή τους δροσερή. Xρησιμοποιούσαν φυσικό προϊόν το οποίο έπαιρναν από τα μαστιχόδεντρα –τα δέντρα που καλλιεργούνται μέχρι σήμερα στη Χίο. Ο Διοσκουρίδης, ο Πλίνιος, ο Θεόφραστος και ο Γαληνός μίλησαν στα γραπτά τους για τις «θεραπευτικές ιδιότητες» της μαστίχας στο στομάχι και τα δόντια.

Η τσίχλα της Αμερικής

Την ίδια περίπου εποχή η τσίχλα ήταν γνωστή και στην άλλη άκρη της γης, την κεντρική Αμερική, όπου οι Μάγιας συνήθιζαν να μασούν την πηγμένη ρητίνη ενός άλλου δένδρου, του αποκαλούμενου sapodilla. Η συνήθειά τους αυτή κατάφερε να επιβιώσει ακόμη και μετά την κατάρρευση του πολιτισμού των Μάγιας και μεταδόθηκε στους διαδόχους τους. Οι Ινδιάνοι της Αμερικής έφτιαχναν τσίχλες παίρνοντας τη ρητίνη από τον κορμό του έλατου, πρακτική που παρέλαβαν στη συνέχεια και οι Ευρωπαίοι κατακτητές του Νέου Κόσμου.

Οι πρώτοι παραγωγοί

Οι άποικοι της Αμερικής ήταν οι πρώτοι που προχώρησαν στο εμπόριο της τσίχλας, πουλώντας σβώλους από τη ρητίνη του έλατου μέχρι και το 19ο αιώνα. Η πρώτη οργανωμένη επιχείρηση παραγωγής και εμπορίας τσίχλας ιδρύθηκε το 1848 από τους αδελφούς Curtius. Στις αρχές της δεκαετίας του 1850 χρησιμοποιήθηκε και η παραφίνη ως βάση για την παρασκευή του προϊόντος και το εργοστάσιο παρήγαγε τσίχλες τόσο από ρητίνη όσο και από παραφίνη. Πολύ γρήγορα όμως η ρητίνη εγκαταλείφθηκε προς όφελος της παραφίνης, ενώ προστέθηκαν στο προϊόν και αρωματικές ουσίες.

Το 1869 ο Μεξικάνος στρατηγός Antonio Lopez de Santa Anna, που βρισκόταν εξόριστος στο New Jersey, σε συνεργασία με το φωτογράφο και εφευρέτη Thomas Adams προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα είδος ελαστικού από τσίχλα. Το εγχείρημά τους απέτυχε, έδωσε όμως την ευκαιρία στον Adams να ασχοληθεί με την παρασκευή τσίχλας, για να μπορέσει έτσι να χρησιμοποιήσει τα αποθέματα από το άχρηστο πλέον υλικό που είχε προκύψει από τα πειράματά του. Για το σκοπό αυτό ο Adams εφηύρε ένα ειδικό μηχάνημα, που του παρείχε τη δυνατότητα μαζικής παραγωγής. Αργότερα προχώρησε σε μία ακόμα πατέντα: αρωμάτισε τις τσίχλες του με γλυκόριζα και τις ονόμασε «Black Jack». Η τσίχλα «Black Jack» κυκλοφόρησε και σε sticks και είχε μεγάλη απήχηση στους καταναλωτές.

Η τσίχλα γίνεται γλυκιά

Τη δεκαετία του 1880 ο John Colgan, ένας φαρμακοποιός από το Kentucky της Αμερικής, είχε τη φαεινή ιδέα να προσθέσει αρωματισμένη ζάχαρη στις τσίχλες που πουλούσε στο φαρμακείο του, ώστε να προσελκύσει περισσότερα παιδιά. Πραγματικά το κατάστημά του σημείωσε τεράστια επιτυχία και μάλιστα, όπως αναφέρεται, στη συνέχεια ο Colgan αφιερώθηκε αποκλειστικά στην παρασκευή τσίχλας.

Εμπορευματοποίηση

Η τσίχλα είχε τόσο μεγάλη ζήτηση στα τέλη του 19ου αιώνα ώστε χρόνο με το χρόνο όλο και περισσότεροι ασχολούνταν με την παραγωγή της: η Zeno Manufacturing Company παρήγαγε την τσίχλα Wrigley’s, η Frank H. Fleer Company τις Chiclets, ο Frank V. Canning την Dentyne και ο Beeman την ομώνυμη τσίχλα. Για να διαφοροποιηθούν από τους ανταγωνιστές τους, οι παραγωγοί προσέδιδαν ιδιαίτερες ιδιότητες στα προϊόντα τους. Έτσι οι τσίχλες Wrigley’s προωθούνταν ως λαχταριστά γλυκίσματα, οι Dentyne ως ειδικές για την υγιεινή του στόματος, οι Beeman’s ως οι πιο κατάλληλες για τη χώνεψη και οι «Sour Orange» της εταιρείας Adams & Sons ως επιδόρπια.

Φούσκες… κατά τύχη

Η τσιχλόφουσκα εφευρέθηκε τυχαία το 1928, όταν ο Walter Diemer, ένας υπάλληλος της τσικλοποιίας του Frank Fleer στη Φιλαδέλφεια, επιχείρησε να δημιουργήσει ένα νέο ελαστικό προϊόν παράγωγο της τσίχλας. Ο Fleer προώθησε την εφεύρεση σε ένα παντοπωλείο της γειτονιάς του και το προϊόν ξεπουλήθηκε την ίδια κιόλας μέρα. Η «Dubble Bubble», όπως αποκάλεσε την τσίχλα του, χρωματισμένη με ένα χαρούμενο ροζ χρώμα, γνώρισε μεγάλη επιτυχία και αγαπήθηκε από μικρούς και μεγάλους.

Γνωρίζετε ότι…

  • Στη δεκαετία του 1860 οι γιατροί σύστηναν στους πολίτες να μην μασούν τσίχλες, γιατί υπήρχε ο κίνδυνος να κολλήσουν στα έντερά τους.
  • Ο Dr. Beeman διαφήμισε τις τσίχλες του, που ήταν ενισχυμένες με χωνευτικές ουσίες, ζωγραφίζοντας πάνω στο περιτύλιγμα ένα γουρούνι και προσθέτοντας το σλόγκαν: «Με τις Beeman’s μπορείς να φας σαν γουρούνι».
  • Την εποχή της ποτοαπαγόρευσης η τσίχλα Clove είχε μεγάλη απήχηση στους Αμερικάνους, γιατί κάλυπτε τη μυρωδιά του αλκοόλ στο στόμα.
  • Οι τσίχλες χωρίς ζάχαρη εμφανίστηκαν στην αγορά τη δεκαετία του 1950 και έδωσαν νέα ώθηση στις πωλήσεις του προϊόντος. Οι μέχρι τότε επικίνδυνες για τα δόντια τσίχλες αποτέλεσαν στη συνέχεια μία κατηγορία που συνιστάται για την υγιεινή του στόματος.
  • Κάθε χρόνο ο μέσος Αμερικάνος μασάει πάνω από 300 τσίχλες, ενώ συνολικά πωλούνται στις ΗΠΑ τσίχλες αξίας 2 εκατ. δολαρίων.

Η μαστίχα της Χίου

Το δέντρο σχοίνος ή σκίνος (Pistachia Lenticus Var. Chia) και συγκεκριμένα ο ήμερος σκίνος, από το οποίο παράγεται η μαστίχα, καλλιεργείται μόνο στα περίφημα Μαστιχοχώρια, στα νότια της Χίου. Σύμφωνα με την παράδοση, η ανάπτυξη του δέντρου στη Χίο οφείλεται σε ένα θαύμα του Αγίου Ισιδώρου, ο οποίος μαρτύρησε στο νησί. Είναι βέβαια προφανές ότι η παραγωγή της μαστίχας εξαρτάται από το κλίμα της περιοχής, τις βροχοπτώσεις και την ηφαιστειακή σύσταση του εδάφους της.

Η μαστίχα ήταν γνωστή από την αρχαιότητα και οι πρώτες πληροφορίες για αυτήν προέρχονται από τον Ηρόδοτο (5ος αι. π.Χ.). Οι θεραπευτικές της ιδιότητες ως προς τις ασθένειες του στομάχου και την υγιεινή του στόματος αναφέρονται από πολλούς αρχαίους συγγραφείς, ενώ ήταν γνωστές και στον Ιπποκράτη. Γνωστό ήταν και το μαστιχέλαιο, το οποίο χρησιμοποιούσαν επίσης στην ιατρική.

Από το 10ο αι. μ.Χ. η μαστίχα τις Χίου έγινε διάσημη χάρη στους περιηγητές που επισκέφτηκαν το νησί, ενώ αργότερα αποτέλεσε το μήλο της έριδας μεταξύ των Ενετών και των Γενουατών. Κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας των Γενουατών την ευθύνη για την παραγωγή της μαστίχας ανέλαβε η Μαόνα, μία μονοπωλιακή επιχείρηση, η οποία οργάνωσε το εμπόριο του προϊόντος και συνέταξε νόμους για το λαθρεμπόριο. Παράλληλα όμως επέβαλε σκληρό καθεστώς στους ντόπιους μαστιχοκαλλιεργητές, οι οποίοι ήταν υποχρεωμένοι να αποδίδουν ένα τμήμα της παραγωγής στους Γενουάτες. Οι νόμοι που σχετίζονταν με την κλοπή της μαστίχας ήταν ιδιαίτερα αυστηροί και οι ποινές παραδειγματικές: κόψιμο της μύτης, του αυτιού, τύφλωση ή στιγματισμός με πυρακτωμένο σίδερο! Την εποχή των Γενουατών οργανώθηκαν και οι οικισμοί του νησιού, που έλαβαν τη μορφή φρουρίου (Καστροχώρια), για την προστασία από πιθανούς εισβολείς, αλλά και για τον έλεγχο των καλλιεργητών.

Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας παραχωρήθηκαν πολλά προνόμια στους μαστιχοπαραγωγούς, όπως το να μην γίνεται παιδομάζωμα στο νησί, να μην εμποδίζεται η άσκηση της χριστιανικής λατρείας, να επιτρέπεται η εμπορία του προϊόντος ελεύθερα σε όλη την Ευρώπη και να αποδίδεται μικρότερος κεφαλικός φόρος στο Σουλτάνο. Οι Τούρκοι ανέπτυξαν ακόμη περισσότερο την παραγωγή της μαστίχας, η οποία λίγο πριν από την καταστροφή της Χίου έφτασε τα 64-76 χιλιάδες κιλά. Στα ίδια επίπεδα κινήθηκε για πολλά χρόνια, με αυξητικές τάσεις από το 1890 μέχρι πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους.

Όπως ήταν φυσικό, η μαστίχα της Χίου αγαπήθηκε πολύ την εποχή της Τουρκοκρατίας και τη μασούσαν με τέτοια συχνότητα –κυρίως οι γυναίκες– ώστε ένας περιηγητής ανέφερε αγανακτισμένος: «Δεν είναι ευχάριστο να βλέπει κανείς σαγόνια να βρίσκονται πάντοτε σε κίνηση σαν να μυρικάζουν…».

Το μοναδικό αυτό προϊόν χρησιμοποιήθηκε για τον καθαρισμό των δοντιών και της αναπνοής, για την ενδυνάμωση των ούλων, ως φάρμακο για το στομάχι, την καρδιά, τον πονοκέφαλο, τον πονόδοντο και την επούλωση των πληγών, αλλά και στην αρωματοποιία, στην παρασκευή λιβανιού και ως σταθεροποιητής χρωμάτων. Επιπλέον είχε χρήση αρωματικού για τα γλυκά, το ψωμί, το ρακί και το κρασί. Μάλιστα θεωρείτο ότι η μαστίχα αναμεμιγμένη με το ψωμί αποτελούσε ένα πρώτης τάξεως αφροδισιακό.