Σε ανατιμήσεις των προϊόντων τους από 0,04% έως 30,21% προχώρησαν οι περισσότερες εταιρείες τροφίμων και ποτών μεταξύ Αυγούστου 2001 και Αυγούστου 2002, σύμφωνα με τις επίσημες τιμοληψίες του Υπουργείου Ανάπτυξης που αφορούν 112 κωδικούς προϊόντων (τροφίμων-ποτών). Διψήφιο ποσοστό αύξησης παρουσίασαν οι ανατιμήσεις σε 20 προϊόντα, ενώ οι περισσότερες κυμάνθηκαν μεταξύ 3,04% έως και 9,82%. Ανατιμήσεις έως 17,66% διαπιστώθηκαν και στο διάστημα Ιανουαρίου-Αυγούστου 2002. rnΟι ανατιμήσεις στη χονδρική στο διάστημα από την 1η Μαρτίου έως και τις πρώτες ημέρες του Σεπτεμβρίου διαμορφώθηκαν μεταξύ 1% και 14%, ενώ οι περισσότερες κυμάνθηκαν μεταξύ 2% και 7%.

Σε ανατιμήσεις των προϊόντων τους από 0,04% έως 30,21% προχώρησαν οι περισσότερες εταιρείες τροφίμων και ποτών μεταξύ Αυγούστου 2001 και Αυγούστου 2002, σύμφωνα με τις τιμοληψίες του Υπουργείου Ανάπτυξης. Ποσοστό ανατίμησης με διψήφιο ποσοστό αύξησης παρουσιάζει 1 στα 5 προϊόντα. Οι περισσότερες ανατιμήσεις κυμάνθηκαν από 3,04% έως και 9,82%. Ανατιμήσεις έως 17,66% διαπιστώθηκαν και στο διάστημα Ιανουαρίου-Αυγούστου 2002.

Ποια είναι η αλήθεια για τις ευρωανατιμήσεις στα τρόφιμα και τα ποτά; Πότε, από ποιες εταιρείες και σε τι ποσοστά αποφασίσθηκαν; Ξεπερνούν σε ορισμένα προϊόντα το 100%, όπως ισχυρίζονται οι ενώσεις των καταναλωτών; Πόσο επηρέασαν το δείκτη του πληθωρισμού, που επιμένει σε ποσοστά υψηλότερα του 3%; Το «σ.σ.» απαντά στα ερωτήματα αυτά, τοποθετούμενο επί της ουσίας στο όλο θέμα που σχεδόν μονοπώλησε το ενδιαφέρον των ΜΜΕ για μεγάλο διάστημα, έγινε η αιτία νέων διαξιφισμών μεταξύ κυβέρνησης, φορέων της αγοράς και καταναλωτών και οδήγησε μετά από πολλά χρόνια τους καταναλωτές στην ύψιστη μορφή διαμαρτυρίας, στο μποϊκοτάζ της 3ης Σεπτεμβρίου, το οποίο υποστηρίχθηκε μάλιστα και από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Ανατιμήσεις από 0,04% έως 30,21%

Σύμφωνα με αποκλειστικά στοιχεία του «σ.σ.»., που αφορούν στο σύνολο των τιμοληψιών που διενέργησε το Υπουργείο Ανάπτυξης στο 12μηνο Αυγούστου 2001 – Αυγούστου 2002,

  • στην πλειονότητά τους οι εταιρείες τροφίμων και ποτών ανατίμησαν τα προϊόντα τους σε ποσοστά από 0,04% έως και 30,21%,
  • περίπου σε 20 προϊόντα καταγράφηκαν αυξήσεις με διψήφιο ποσοστό,
  • ως επί το πλείστον οι ανατιμήσεις κινήθηκαν σε επίπεδα πολλαπλάσια του πληθωρισμού από 3,04% έως και 9,82% (βλέπε στήλη 2 του πίνακα που παρουσιάζουμε),

  • ανατιμήσεις έως 17,66% διαπιστώθηκαν και στο διάστημα μεταξύ Ιανουαρίου-Αυγούστου 2002: σε οκτώ προϊόντα οι αυξήσεις είχαν διψήφιο ποσοστό, ενώ και πάλι οι περισσότερες ήταν υψηλότερες του πληθωρισμού –από 3,11% έως και 9,90% (βλέπε στήλη 1).

Ωστόσο κατά το εξεταζόμενο 12μηνο οι τιμολήπτες του Υπουργείου Ανάπτυξης κατέγραψαν και μειώσεις τιμών, μερικές εκ των οποίων ήταν γενναίες, αφού έφθαναν έως και 17,07%. Όμως στον κύριο όγκο τους οι μειώσεις ήταν μικρής κλίμακας, μέχρι 3%, ώστε στάθηκε αδύνατο να αντισταθμιστούν οι ανατιμήσεις.

Τα προαναφερόμενα στοιχεία παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθ΄ ότι αφορούν και στους 112 κωδικούς αγαθών που παρακολουθεί επισήμως το Υπουργείο Ανάπτυξης στις τιμοληψίες του –δηλαδή στην ουσία αφορούν προϊόντα με σημαντική συμμετοχή στο δείκτη του πληθωρισμού. Βάσει αυτών λοιπόν προκύπτει ότι η αγορά σε μεγάλο βαθμό είτε δεν τήρησε τις συμφωνίες περί «παγώματος» των τιμών, τις οποίες είχε συνάψει ατύπως με την κυβέρνηση εν όψει της κυκλοφορίας του ευρώ, είτε αμέσως μετά τη λήξη των συμφωνιών φρόντισε με αυξητικές αναπροσαρμογές των τιμών να περιορίσει –ή ενδεχομένως ακόμη και να μηδενίσει– τις απώλειες εσόδων που είχε κατά τη χρήση του 2001.

Αντίστοιχα στοιχεία για τις αυξήσεις παρουσιάζουν και οι τιμοκατάλογοι χονδρικής, τους οποίους έλαβαν οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ από τους προμηθευτές τους στο διάστημα από την 1η Μαρτίου έως και τις πρώτες ημέρες του Σεπτεμβρίου. Ειδικότερα οι ανατιμήσεις στη χονδρική διαμορφώθηκαν μεταξύ 1% και 14%, ενώ οι περισσότερες κυμάνθηκαν μεταξύ 2% και 7%, σύμφωνα με αποκλειστικά στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το «σ.σ.».

Οι υπηρεσίες σέρνουν το χορό των ανατιμήσεων

Πάντως οφείλουμε να σημειώσουμε ότι το γενικότερο ανατιμητικό κλίμα πριμοδοτήθηκε από τις αδικαιολόγητες αυξήσεις στις τιμές των εμφιαλωμένων νερών και των αναψυκτικών, που διατίθενται στις τουριστικές περιοχές και σε σημεία πώλησης όπου δεν λειτουργεί ο ανταγωνισμός (πλοία, τραίνα, αρχαιολογικοί χώροι, αθλητικές εγκαταστάσεις).

Είναι γεγονός ότι η τιμολογιακή πολιτική των εταιρειών τροφίμων-ποτών ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την αύξηση του πληθωρισμού κατά τους τελευταίους μήνες, όχι όμως τόσο όσο ευθύνονται οι ανατιμήσεις των υπηρεσιών (συμπεριλαμβανομένων των ανατιμήσεων κάποιων προϊόντων, όπως το πετρέλαιο θέρμανσης). Ειδικότερα οι αυξήσεις στις τιμές των υπηρεσιών (των πάσης φύσεως ιατρικών υπηρεσιών, των υπηρεσιών μαζικής εστίασης, των κουρείων και κομμωτηρίων κοκ) αποτελούν τον πραγματικό «πονοκέφαλο» του Υπουργείου Ανάπτυξης και γενικότερα του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης. Είναι χαρακτηριστικό ότι τους μήνες που προηγήθηκαν οι ανατιμήσεις π.χ. στον κλάδο των εστιατορίων ξεπέρασαν το30% –η τιμή του κουβέρ αυξήθηκε κατά 33% σε σχέση με τον περσινό Αύγουστο, ενώ στις βασικές κατηγορίες των προσφερόμενων προϊόντων οι αυξήσεις κυμάνθηκαν μεταξύ 10% και 22,5%…

Εξάλλου, όπως υποστήριξαν εκπρόσωποι των φορέων της βιομηχανίας, της βιοτεχνίας και του εμπορίου (ΣΕΒ, ΣΕΒΤ, ΣΕΛΠΕ, ΣΕΣΜΕ, ΓΣΕΒΕΕ), οι ανατιμήσεις που αποφάσισαν η ΔΕΗ και ο ΟΤΕ αποτέλεσαν την κύρια αιτία για τις αυξήσεις στις τιμές των προϊόντων τους. Μάλιστα σε επαφές που είχαν παράγοντες της αγοράς με την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Ανάπτυξης έδωσαν μεγάλη έμφαση στο ζήτημα της αύξησης του κόστους παραγωγής των αγαθών, δηλώνοντας χαρακτηριστικά ότι «το χορό των ανατιμήσεων έσυραν πρώτες οι ΔΕΚΟ».

Κυβερνητικά μέτρα για τη συγκράτηση των τιμών

Πάντως το Υπουργείο Ανάπτυξης συνεχίζει τον κύκλο επαφών που άνοιξε με την αγορά κατά τις τελευταίες ημέρες του Αυγούστου, στοχεύοντας σε ένα συνεχή διάλογο ικανό να οδηγήσει τις επιχειρήσεις σε συγκρατημένη τιμολογιακή πολιτική, ενώ παράλληλα προωθεί σειρά μέτρων για τη συμπίεση των τιμών, τα οποία προβλέπουν:

  • την καθιέρωση τιμολογίων για τη διακίνηση των αγροτικών προϊόντων, ώστε να καταστεί εφικτή η καταγραφή της πραγματικής εξέλιξης των τιμών στα οπωροκηπευτικά από την παραγωγή έως και τη διάθεσή τους στον τελικό καταναλωτή,
  • την αναβάθμιση του Παρατηρητηρίου Τιμών, με τη δημιουργία ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων με τιμές για 140 βασικά καταναλωτικά αγαθά (Η εν λόγω προσπάθεια θα χρηματοδοτηθεί από το Γ΄ ΚΠΣ),
  • τη διενέργεια έρευνας από την Επιτροπή Ανταγωνισμού για ενδεχόμενη δημιουργία καρτέλ στους κλάδους των εμφιαλωμένων νερών και των υγρών καυσίμων,
  • την οργάνωση καμπάνιας ενημέρωσης του καταναλωτικού κοινού, με στόχο την ανάδειξη της πραγματικής αξίας του «λεπτού», της μικρότερης υποδιαίρεσης του ευρώ,
  • την εντατικοποίηση των ποιοτικών ελέγχων στην αγορά μέσω του ΕΦΕΤ και των υπολοίπων θεσμοθετημένων οργάνων της πολιτείας,
  • την αναμόρφωση του ν. 2251/94 περί προστασίας των καταναλωτικών δικαιωμάτων,
  • την επέκταση της ρύθμισης περί ενδεικτικών τιμών εκτός από τα νερά και αναψυκτικά και σε άλλες κατηγορίες βασικών καταναλωτικών αγαθών, (Σημειώνεται ότι το Υπουργείο Ανάπτυξης έχει ήδη ζητήσει από την ΕΕ την επαναφορά του μέτρου για τις δύο προαναφερόμενες κατηγορίες προϊόντων, με έγγραφο που απέστειλε στην αρμόδια Επιτροπή της Κοινότητας. Εφόσον το αίτημα γίνει αποδεκτό από την ΕΕ, το Υπουργείο θα επιχειρήσει την επέκτασή του και σε άλλα αγαθά).
  • τη χορήγηση κινήτρων στους αγροτικούς συλλόγους, ώστε σε διαστήματα ακραίων καιρικών φαινομένων με μεγάλες καταστροφές στις καλλιέργειες να έχουν τη δυνατότητα να διενεργούν εισαγωγές οπωροκηπευτικών.

«Μάχη» δηλώσεων και εντυπώσεων για τις αυξήσεις

Αντικρουόμενες ήταν οι δηλώσεις και οι τοποθετήσεις παραγόντων της αγοράς για το ζήτημα των ανατιμήσεων. Στην πλειονότητά τους οι φορείς είτε δεν αποδέχθηκαν την ευθύνη για τις ανατιμήσεις είτε υποστήριξαν ότι εξαναγκάσθηκαν σε αυτές υπό την πίεση της αύξησης του κόστους παραγωγής. Τα πιο χαρακτηριστικά σχόλια που διατυπώθηκαν στο διάστημα που προηγήθηκε έχουν ως εξής:

ΣΕΒ:

«Η κυβέρνηση αντί να κατηγορεί την αγορά για τις ανατιμήσεις, οφείλει να περιορίσει τις αυξήσεις στα τιμολόγια των ΔΕΚΟ». «Μόνο ως ευχολόγιο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η θέση ότι σε μία ελεύθερη αγορά οι τιμές στα αγαθά μπορούν να πέσουν με άτυπες παρεμβάσεις της πολιτείας…».

ΣΕΒΤ:

«Ο κλάδος τα τελευταία χρόνια υποστήριξε την αντιπληθωριστική πολιτική της κυβέρνησης με αυξήσεις οι οποίες ουδέποτε υπερέβησαν το δείκτη του πληθωρισμού. Ο γενικός δείκτης τιμών Ιουλίου / Ιουνίου έπεσε κατά 1,7% όσο δηλαδή και ο δείκτης των τροφίμων. Ο δείκτης καταναλωτή από την αρχή του έτους αυξήθηκε κατά 3%, όταν ο δείκτης τροφίμων αυξήθηκε μόνο 0,3%…».

ΣΕΣΜΕ:

«Ο κλάδος των σούπερ μάρκετ, ο οποίος επανειλημμένα απέδειξε ότι διακρίνεται από υψηλό αίσθημα ευθύνης έναντι των καταναλωτών και σοβαρή ευαισθησία γύρω από το θέμα των αυξήσεων, όπως και στο παρελθόν έτσι και την περίοδο αυτή απορρόφησε σε πολύ μεγάλο βαθμό και πάντοτε στο μέτρο του δυνατού σημαντικό ποσοστό των κραδασμών της αγοράς. Θεωρούμε υπερβολικά τα δημοσιεύματα του Τύπου περί αυξήσεων της τάξης του 10%, 20% και 30%, οι οποίες υπήρξαν και υπάρχουν μόνο σε μεμονωμένες περιπτώσεις και δεν είναι δυνατόν αυτό να αντανακλά στο οργανωμένο λιανεμπόριο, στα σούπερ μάρκετ, όπου οι μέσες αυξήσεις από την αρχή του χρόνου δεν ξεπερνούν το 2,5% με 3%».

ΕΣΕΕ:

«Όποιες αυξήσεις έγιναν από τους εμπόρους πριμοδοτήθηκαν από την αύξηση του κόστους απόκτησης των αγαθών και λειτουργίας των επιχειρήσεων» -σημειώνεται ωστόσο ότι, σύμφωνα με έρευνα της ίδιας της ΕΣΕΕ, το ευρώ οδήγησε σε αύξηση τζίρου το 50% των καταστημάτων της πρωτεύουσας και το 13,3% των καταστημάτων της υπόλοιπης χώρας.

ΓΣΕΒΕΕ:

«Οι επαγγελματοβιοτέχνες και οι έμποροι είναι οι τελευταίοι που θα πρέπει να κατηγορηθούν για το κύμα των ανατιμήσεων που πλήττει την αγορά. Οι αυξήσεις που έγιναν στον κλάδο προκλήθηκαν από τις ανατιμήσεις που καταγράφηκαν στα τιμολόγια των εταιρειών που ελέγχονται από το δημόσιο».

[πλαίσιο 2]

Κόντρα επιχειρήσεων-ΙΝΚΑ για το μποϊκοτάζ

Πλήρως αμφισβητήθηκαν από τον επιχειρηματικό κόσμο τα αποτελέσματα που έδωσε το ΙΝΚΑ για τη συμμετοχή των καταναλωτών στο μποϊκοτάζ αγορών της 3ης Σεπτεμβρίου. Σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοίνωσε, το ποσοστό της αποχής των καταναλωτών από τα ψώνια της ημέρας έφτασε έως 83%, όμως σύσσωμος ο εμπορικός κόσμος έκανε λόγο για πολύ μικρότερα ποσοστά αποχής. Εκπρόσωποι της αγοράς παραδέχθηκαν την επιτυχία του μποϊκοτάζ υπογραμμίζοντας ωστόσο ότι στις καλύτερες των περιπτώσεων τα ποσοστά της επιτυχίας του κινήθηκαν κοντά στο 40%. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται από το ΣΕΣΜΕ, η αποχή στον κλάδο των σούπερ μάρκετ έφτασε έως 41% αντί 72%, όπως υποστήριξε το ΙΝΚΑ, ενώ εκπρόσωπος του ΣΕΛΠΕ δήλωσε ότι τα πολυκαταστήματα διατήρησαν σταθερές τις πωλήσεις τους και ότι σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα διαπιστώθηκε άνοδος του τζίρου –σημειώνεται ότι στα στοιχεία του ΙΝΚΑ καταγράφεται μείωση τζίρου κατά 79% σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή ημέρα!. Διατυπώθηκε επίσης η άποψη ότι η μείωση του τζίρου των εμπορικών καταστημάτων από 10% έως 25% την 3η Σεπτεμβρίου, όπως εκτιμήθηκε, οφείλεται περισσότερο στο ότι λίγες ημέρες πριν ολοκληρώθηκε η περίοδος των θερινών εκπτώσεων παρά στο μποϊκοτάζ –σημειώνεται ότι τα αντίστοιχα στοιχεία του ΙΝΚΑ εμφάνισαν ποσοστά αποχής έως …77%!

Τέλος ο ΣΕΣΜΕ αμφισβήτησε ευθέως και τα ποσοστά των ανατιμήσεων στα σούπερ μάρκετ όπως τα παρουσίασε το ΙΝΚΑ. Κατά το ΙΝΚΑ π.χ. οι ανατιμήσεις των χαρτικών από την αρχή του έτους έφθασαν έως και 107%, παράγοντες ωστόσο του ΣΕΣΜΕ τόνισαν ότι το ποσοστό αυτό δεν έχει καμία σχέση με την πραγματική αύξηση της τιμής του επίμαχου προϊόντος, που ήταν μόλις 3,85%.