Υψηλό ρυθμό ανάπτυξης παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια η αγορά των αλλαντικών στη χώρα μας, γεγονός που αποδίδεται κυρίως στην αλλαγή των καταναλωτικών προτύπων –ειδικότερα στην ανάπτυξη των χώρων μαζικής εστίασης (fast food). Πρόσφατη έρευνα της Market Analysis έδειξε πως το 59% του πληθυσμού καταφεύγει στο έτοιμο φαγητό.

Υψηλό ρυθμό ανάπτυξης παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια η αγορά των αλλαντικών στη χώρα μας, γεγονός που αποδίδεται κυρίως στην αλλαγή των καταναλωτικών προτύπων –ειδικότερα στην ανάπτυξη των χώρων μαζικής εστίασης (fast food). Πρόσφατη έρευνα της Market Analysis έδειξε πως το 59% του πληθυσμού καταφεύγει στο έτοιμο φαγητό.

Tα διατροφικά σκάνδαλα που ξέσπασαν τα τελευταία χρόνια, αλλά και η τάση για υγιεινή διατροφή έχουν επηρεάσει σημαντικά την ανάπτυξη της κατηγορίας των αλλαντικών. Οι καταναλωτές έχουν γίνει πολύ απαιτητικοί, ζητούν επώνυμα και πιστοποιημένα προϊόντα, με χαμηλά λιπαρά και με υψηλή διατροφική αξία. Αυτό ώθησε τις εταιρείες του κλάδου να παράγουν νέα καινοτόμα προϊόντα, επιτυγχάνοντας την αύξηση της κατά κεφαλή κατανάλωσης αλλαντικών, η οποία στην Ελλάδα παραμένει ακόμα σε πολύ χαμηλά επίπεδα σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η υποκατηγορία των αλλαντικών με χαμηλά λιπαρά είναι σχετικά νέα και κατέχει μικρό μερίδιο στις συνολικές πωλήσεις, αλλά παρουσιάζει εκρηκτικούς ρυθμούς ανάπτυξης.

Η κατηγορία των αλλαντικών «ελέγχεται» από τις εγχώριες μεγάλες βιομηχανίες του κλάδου, που πραγματοποιούν άνω του 70% των συνολικών πωλήσεών της. Οι επιχειρήσεις αυτές δίνουν μεγάλη βαρύτητα στην ποιότητα της παραγωγικής διαδικασίας και των προϊόντων τους, λανσάρουν συνεχώς νέα είδη που ικανοποιούν τις γευστικές απαιτήσεις των καταναλωτών και επενδύουν σημαντικά κονδύλια στη διαφήμιση.

Σύμφωνα με στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, το 2000 οι πωλήσεις της κατηγορίας που περιλαμβάνει λουκάνικα, σαλάμια αέρος, βραστά και καπνιστά, μορταδέλα, πάριζα κ.ά. ανήλθαν σε 34,9 χιλ. τόνους, αξίας 38 δισ. δρχ. έναντι 33,6 χιλιάδων τόνων, αξίας 38,5 δισ. δρχ. το 1999. Το 2000 οι πωλήσεις των προϊόντων και υποπροϊόντων κρέατος ανήλθαν σε 60 χιλ. τόνους.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Επεξεργασίας Κρέατος, το 2000 οι πωλήσεις αλλαντικών (στην εσωτερική αγορά) που παράγονται από την εγχώρια βιομηχανία ανήλθαν σε 83 δισ. δρχ., καλύπτοντας το 58,3% του συνολικού κύκλου εργασιών τους. Όπως εκτιμάται, η αγορά κινήθηκε στο ίδιο πλαίσιο και το 2001, ενώ και για το 2002 δεν προβλέπονται σημαντικές αλλαγές στο πεδίο των πωλήσεων.

Κυριότερες υποκατηγορίες

Με βάση τον Κώδικα Τροφίμων και Ποτών και με κριτήριο τον τρόπο παρασκευής τους, τα αλλαντικά χωρίζονται σε δύο κύριες υποκατηγορίες:

  • τα θερμικής επεξεργασίας, στα οποία περιλαμβάνονται όλα τα αλλαντικά που υφίστανται βρασμό, και
  • τα ωρίμανσης, όπως τα αλλαντικά αέρος και το προσιούτο.

Η πρώτη κατηγορία είναι η πιο διαδομένη, διαθέτει πλούσια γκάμα προϊόντων και έχει και τις μεγαλύτερες πωλήσεις. Στα προϊόντα θερμικής επεξεργασίας συγκαταλέγονται τα αλλαντικά:

    • από σύγκοπτο κρέας, δηλαδή από πάστα που περιέχει ψιλοκομμένα κομμάτια κρέατος (π.χ. πάριζες, μορταδέλες, λουκάνικα κ.ά.),
    • από κομμάτια κρέατος (π.χ. ζαμπόν ωμοπλάτη),
    • διάφορα κρεατοσκευάσματα και άλλα προϊόνταενδεικτικά αναφέρονται τα προϊόντα: πηκτή, πατέ, κορν-μπηφ, λάντσιον μητ και τσοπτ μητ, τα προϊόντα από βοδινό ή χοιρινό κρέας σε ζελατίνη ή στο φυσικό ζωμό τους, παστό (σύγλινο) κρέας, καθώς και άλλα προϊόντα σε τεμάχια κρέατος, όπως φιλετάκι, πικ-νικ κλπ.

Το μεγαλύτερο μερίδιο πωλήσεων στην ελληνική αγορά κατέχουν οι πάριζες και οι μορταδέλες (περίπου 40% επί των συνολικών πωλήσεων). Ακολουθούν τα λουκάνικα (18%), τα προϊόντα φυσικής ωρίμανσης «αέρος» (14%) και το ζαμπόν (περίπου 13%).

ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΠΩΛΗΣΕΩΝ ΑΝΑ ΕΙΔΟΣ ΑΛΛΑΝΤΙΚΩΝ

πάριζες και μορταδέλες 40%

λουκάνικα 18%

προϊόντα φυσικής ωρίμανσης «αέρος» 14%

ζαμπόν 13%

Οι εταιρείες προχωρούν όμως και σε περαιτέρω κατηγοριοποίηση των αλλαντικών με κριτήριο:

  • τον τρόπο πώλησης, δηλαδή αλλαντικά κοπής ή πάγκου και αλλαντικά ραφιού ή self-service (τυποποιημένα αλλαντικά),
  • το είδος του ζώου από το οποίο παράγονται (αλλαντικά από χοιρινό, γαλοπούλα κ.ά.),
  • αλλαντικά υγιεινής διατροφής: light προϊόντα, προϊόντα από γαλοπούλα και άλλα αλλαντικά που διαφέρουν από τα κοινά.

Εισαγωγές

Μικρές είναι οι εισαγωγές αλλαντικών στη χώρα μας σε σχέση με την εγχώρια παραγωγή και κατανάλωση. Συγκεκριμένα το ποσοστό των εισαγόμενων αλλαντικών κυμαίνεται μεταξύ 8% και 10% επί της συνολικής κατανάλωσης στην Ελλάδα (χωρίς να υπολογίζονται οι κονσέρβες κρέατος). Οι εισαγωγές προβλέπεται να διατηρηθούν στα σημερινά επίπεδα, λόγω του μικρού μεγέθους της ελληνικής αγοράς αλλά και των ιδιαίτερων γευστικών προτιμήσεων του Έλληνα. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των ελληνικών και εισαγόμενων προϊόντων είναι μικρός και περιορίζεται στα προϊόντα ωρίμανσης (σαλάμι αέρος και καπνιστά).

Tο 1999 οι εισαγωγές αλλαντικών (χωρίς τις κονσέρβες) κυμάνθηκαν στους 2.484 τόνους και το 2000 στους 3.212 τόνους (στοιχεία Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας). Τα προϊόντα που παράγονται από γνωστές βιομηχανίες κατέχουν το μεγαλύτερο ποσοστό, δεδομένου ότι ο κλάδος αποτελείται από λίγες μεγάλες εταιρείες, υπεύθυνες για περισσότερο από το 70% των πωλήσεων, και αρκετές μικρές επιχειρήσεις οικογενειακού χαρακτήρα, με μικρή παραγωγική δυναμικότητα, οι οποίες λόγω του έντονου ανταγωνισμού και των υψηλών standards που προβλέπει η Ευρωπαϊκή Ένωση θα αναγκαστούν να αποσυρθούν από τον κλάδο ή θα απορροφηθούν από τις μεγαλύτερες. Οι μικροί παραγωγοί, που δρουν σε τοπικό επίπεδο και προσφέρουν κατά βάση τοπικά παραδοσιακά προϊόντα, καλύπτουν περίπου το 10% της αγοράς, σύμφωνα με εκτιμήσεις εταιρειών του κλάδου.

CRETA FARM

Η CRETA FARM, σε συνεργασία με το «Κτήμα Βαβουράκη», είναι η πρώτη και η μόνη στην Ελλάδα που δημιούργησε βιολογικό συσκευασμένο χοιρινό κρέας, το νωπό «βιολογικό χοιρινό Κρήτης». H εταιρεία έχει πιστοποιηθεί για όλα τα στάδια παραγωγής του «βιολογικού χοιρινού Κρήτης» από τη ΔΗΩ.

Στην γκάμα των αλλαντικών της CRETA FARM ανήκουν οι σειρές «0%-3% λιπαρά», με μειωμένα λιπαρά έως και κατά 93% σε σχέση με τα κοινά αλλαντικά, και «Εν Ελλάδι», αλλαντικά με παρθένο κρητικό ελαιόλαδο. Τα «Εν Ελλάδι» έχουν πατενταριστεί με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας από τον Οργανισμό Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας (ΟΒΙ) ως η μοναδική σειρά προϊόντων κρέατος στον κόσμο με την ελάχιστη δυνατή περιεκτικότητα σε ζωικό λίπος και τη μέγιστη δυνατή περιεκτικότητα ελαιολάδου.

Η εταιρεία παράγει επίσης το «Κρητικό Κρέας», από χοιρινά που εκτρέφονται αποκλειστικά με ζωοτροφές φυτικής προέλευσης (με πιστοποίηση διασφάλισης ποιότητας κατά ISO 9002).

Η CRETA FARM είναι πιστοποιημένη κατά ISO 9001 για την παραγωγή αλλαντικών, κατά ISO 9002 στη χοιροτροφική της μονάδα και κατά ISO 14001 για τη διαχείριση του περιβάλλοντος. Επίσης εφαρμόζει το Σύστημα Ελέγχου Κρίσιμων Σημείων (HACCP) σε όλη την παραγωγική διαδικασία.

ΘΡΑΚΗ ΑΕ

Η βιομηχανία ΘΡΑΚΗ έχει σημειώσει μέση αύξηση των πωλήσεών της της τάξης του 20% την τελευταία τριετία. Μέχρι σήμερα έχει πετύχει πλήρη καθετοποίηση της παραγωγικής της διαδικασίας, κατά την οποία εφαρμόζει τις διαδικασίες ISO και HACCP.

Η εταιρεία λανσάρει συνεχώς νέα προϊόντα στο χώρο. Η κυριότερη νέα της πρόταση είναι τα προϊόντα «Γαλοπουλάκι», «Ζαμπονάκι» και «Σαλαμάκι Γαλοπούλας» σε τεμάχια 350 γρ.

Τα προϊόντα της διατίθενται όχι μόνο στις μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ, αλλά και στα μικρότερα καταστήματα ειδών διατροφής. Σε αυτό έχει βοηθήσει το ευρύ δίκτυο διανομής που διαθέτει, με 14 υποκαταστήματα σε όλη τη χώρα και στόλο 110 φορτηγών αυτοκινήτων.

Κάθε χρόνο τα προϊόντα της εταιρείας υποστηρίζονται από έντονη διαφημιστική καμπάνια στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο, ενώ αρκετές φορές υπάρχουν στα περιοδικά αφιερώματα σχετικά με την διατροφή. Τα τελευταία χρόνια έχουν διπλασιαστεί οι σχετικές δαπάνες, φθάνοντας το 2002 στα 2 εκατ. ευρώ και για την επόμενη περίοδο σχεδιάζεται ακόμη πιο έντονο διαφημιστικό πρόγραμμα.

Π.Γ. ΝΙΚΑΣ ABEE

Η εταιρεία λάνσαρε πρόσφατα τα εξής προϊόντα:

«Μεριδάκια», μικρά και πρακτικά αλλαντικά σε τέσσερις γεύσεις, χοιρινό, γαλοπούλα, κοτόπουλο και αρνί, «Παριζάκι», «Μπυράκι», σαλάμι μπύρας σε μικρό πρακτικό μέγεθος με ιδιαίτερο σχήμα.

Ένας από τους πιο «δυνατούς» κωδικούς της εταιρείας είναι τα τυποποιημένα λουκάνικα Νίκας.

Η ΝΙΚΑΣ εδώ και χρόνια εφαρμόζει σε όλα τα στάδια παραγωγής το «Ολοκληρωμένο Πρόγραμμα Ποιότητας». Από το 1996 εφαρμόζει το Σύστημα Ελέγχου Κρίσιμων Σημείων (Hazard Analysis Critical Control Point) ή HACCP σε όλα τα κρίσιμα σημεία της παραγωγής καθώς και στις πρώτες ύλες. Το 1997 η εταιρεία πιστοποιήθηκε και κατά ΕΛΟΤ ΕΝ ISO 9001.