Σταθεροποιητικές τάσεις παρουσιάζει η εγχώρια αγορά των αλκοολούχων ποτών κατά τα τελευταία χρόνια, ενώ βάσει των τάσεων και των νυν δεδομένων της εκτιμάται ότι ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής της κατά τη διετία 2000-2001 θα είναι, σύμφωνα με την τελευταία μελέτη της ICAP, 1% (σε ποσότητες).
Σταθεροποιητικές τάσεις παρουσιάζει η εγχώρια αγορά των αλκοολούχων ποτών κατά τα τελευταία χρόνια, ενώ βάσει των τάσεων και των νυν δεδομένων της εκτιμάται ότι ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής της κατά τη διετία 2000-2001 θα είναι, σύμφωνα με την τελευταία μελέτη της ICAP, 1% (σε ποσότητες).
Στη μελέτη επισημαίνεται ότι η επιβολή υψηλής φορολογίας σε σειρά αλκοολούχων ποτών την περίοδο 1995-1999, σε συνδυασμό με τη στροφή των καταναλωτών σε περισσότερο υγιεινά πρότυπα διατροφής, συνέβαλαν στον περιορισμό της ζήτησης των προϊόντων της κατηγορίας. Ειδικότερα, αναφέρεται ότι η κατανάλωση ακολούθησε πτωτική πορεία από το 1995, η οποία άρχισε να ανακόπτεται από τα μέσα του 1998. Το 1999 εκτιμάται ότι η ζήτηση απορρόφησε 6.340 χιλιάδες κιβώτια των 9 λίτρων, έναντι 6.370 χιλιάδων κιβωτίων το 1998 και 6.093 χιλιάδων κιβωτίων το 1997, ενώ επισημαίνεται ότι η στασιμότητα χαρακτηρίζει όλα τα βασικά προϊόντα της κατηγορίας.
ΤΑ ΜΕΡΙΔΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗΣ ΤΩΝ ΑΛΚΟΟΛΟΥΧΩΝ ΤΟ 1999
ΕΙΔΟΣ ΠΟΤΟΥ |
Κατανάλωση σε ποσότητα (%) |
Ουίσκι |
40,8 |
Ούζο |
27,6 |
Μπράντι |
8,0 |
Βότκα |
7,3 |
Λικέρ |
4,9 |
Ρούμι |
4,2 |
Τζιν |
3,5 |
Λοιπά αλκοολούχα |
3,5% |
ΠΗΓΗ: Μελέτη ICAP
Οι τάσεις της ζήτησης τη διετία 2000-2001
Σύμφωνα με την πρόβλεψη της μελέτης σχετικά με τη συμπεριφορά της ζήτησης ανά υποκατηγορία αλκοολούχων, τη διετία 2000-2001 εκτιμάται ότι: Η αγορά του ουίσκι θα παρουσιάσει σχετική στασιμότητα. Δεν αναμένονται αξιόλογες μεταβολές στην κατανάλωση των μπράντι και των λικέρ, ενώ ανοδική πορεία, με ετήσιο ρυθμό αύξησης 2%-4%, θα έχει η κατανάλωση του τζιν και της βότκας. Μικρότερους ρυθμούς αύξησης θα σημειώσει η ζήτηση του ρουμιού. Η κατανάλωση του ούζου θα διατηρηθεί στα επίπεδα του 1999.