Με την ανεργία να «σκαρφαλώνει» στο 11,2% το πρώτο τρίμηνο του 2004 και τον πληθωρισμό να τρέχει με «ταχύτητα» 3,2%-3,3%, οι προοπτικές που διαγράφονται για το μέλλον μάλλον ως εφιαλτικές για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού της χώρας θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν. Για να αντιληφθούμε το χάσμα που μας χωρίζει από την ΕΕ, αρκεί να σημειώσουμε ότι στην Κοινότητα ο μέσος όρος της ανεργίας έχει περιοριστεί στο 8,8%, ενώ ο ευρωπαϊκός τιμάριθμος τρέχει με ρυθμό γύρω στο 2%. Στο μεταξύ η ΕΣΥΕ προβλέ-πει περαιτέρω αύξηση του πληθωρισμού τον Νοέμβριο, ενώ ήδη καταγράφει τάσεις περαι-τέρω αύξησης της ανεργίας το τρίτο και το τέταρτο τρίμηνο του 2004.
Η ανεργία και η ακρίβια αποτελούν τα δύο μεγαλύτερα προβλήματα που ταλανίζουν την ελληνική οικονομία σήμερα. Αν τώρα σε αυτά προστεθεί η έντονη ανασφάλεια για το αύριο, τότε το μίγμα γίνεται πράγματι εκρηκτικό και μπορεί ανά πάσα στιγμή να προκαλέσει έντονες κοινωνικές αναταραχές με απρόβλεπτες συνέπειες. Από εκεί και πέρα, η επενδυτική αποχή των επιχειρήσεων, η υπερχρέωση των νοικοκυριών και η ραγδαία επιδείνωση του επιχειρηματικού κλίματος απλά αποτελούν το «κερασάκι» στην τούρτα των δύο μεγάλων προβλημάτων.
Με την ανεργία να «σκαρφαλώνει» στο 11,2% το πρώτο τρίμηνο του 2004 και τον πληθωρισμό να τρέχει με «ταχύτητα» 3,2%-3,3%, οι προοπτικές που διαγράφονται για το μέλλον μάλλον ως εφιαλτικές για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού της χώρας θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν. Για να αντιληφθούμε το χάσμα που μας χωρίζει από την ΕΕ, αρκεί να σημειώσουμε ότι στην Κοινότητα ο μέσος όρος της ανεργίας έχει περιοριστεί στο 8,8%, ενώ ο ευρωπαϊκός τιμάριθμος τρέχει με ρυθμό γύρω στο 2%. Κι ακόμη χειρότερα; Η ΕΣΥΕ προβλέπει περαιτέρω αύξηση του πληθωρισμού τον Νοέμβριο, ενώ η ίδια υπηρεσία έχει καταγράψει ήδη τάσεις περαιτέρω αύξησης της ανεργίας το τρίτο και το τέταρτο τρίμηνο του 2004.
Από τα επίσημα στοιχεία της ΕΣΥΕ, προκύπτει ότι:
- Η ανεργία πλήττει κυρίως τις γυναίκες και τις νεαρές ηλικίες.
- Το 16,8% του ενεργού γυναικείου πληθυσμού της χώρας είναι άνεργο.
- Το 21,3% των νέων έως 29 ετών είναι άνεργοι. Το αντίστοιχο ποσοστό στις γυναίκες ανέρχεται στο 28%.
- Μία στις 5 γυναίκες με πτυχίο ΤΕΙ ή απολυτήριο μέσης εκπαίδευσης δεν έχει δουλειά. Το ποσοστό αυτό υπερβαίνει το 23% στις γυναίκες που έχουν τελειώσει μόνο το τριτάξιο γυμνάσιο.
- Το ποσοστό των νέων ανέργων, δηλαδή όσων εισέρχονται για πρώτη φορά στην αγορά εργασίας αναζητώντας απασχόληση, ανέρχεται στο 39,6% του συνόλου των ανέργων.
- Οι μακροχρόνια άνεργοι (πάνω από 12 μήνες) αποτελούν το 50,1% του συνόλου.
- Το ποσοστό μερικής απασχόλησης παραμένει χαμηλό στο 4,6% των απασχολούμενων. Από τους μερικώς απασχολούμενους, το 26,5% προέβη στην επιλογή αυτή επειδή δεν ήθελε πλήρη απασχόληση, ενώ το 47,7% εξ ανάγκης (δεν κατάφερε να εξασφαλίσει πλήρη απασχόληση).
Πετρελαίου… ανάφλεξις
Η τρελή πορεία των διεθνών τιμών του πετρελαίου τους τελευταίους μήνες αποκάλυψε με τραγικό τρόπο την έλλειψη σχεδίων αντιμετώπισης των κρίσεων, αλλά κυρίως τις δομικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, η οποία είναι και η περισσότερο εξαρτημένη από τα υγρά καύσιμα οικονομία της Ευρώπης. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς, η αύξηση κατά 40% της τιμής του πετρελαίου θέρμανσης σε σχέση με πέρυσι θα κοστίσει κατά μέσο όρο 200-250 ευρώ επιπλέον σε κάθε νοικοκυριό. Το ποσό αυτό αποτελεί σχεδόν το μισό της ετήσιας αύξησης που έλαβε το 2004 ένας μισθωτός με μέσες αποδοχές. Αν προστεθεί και η αύξηση της τιμής της βενζίνης, που επιβαρύνει κατά μέσο όρο με επιπλέον 10-15 ευρώ μηνιαίως τον οικογενειακό προϋπολογισμό, τότε γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι σχεδόν το 80% της αύξησης στους μισθούς θα "χαθεί" μόνο λόγω του πετρελαίου. Κι αυτά χωρίς να υπολογισθούν οι αυξήσεις στα τιμολόγια της ΔΕΗ που θα επηρεάσουν τις τιμές εκατοντάδων προϊόντων και υπηρεσιών, στα μεταφορικά, στα δημοτικά τέλη που άρχισαν να αποφασίζουν οι δήμοι (την αρχή έκανε ο Δήμος Θεσσαλονίκης με αυξήσεις πάνω από 7%, λόγω του… πετρελαίου), στα ταξί που σύντομα θα έρθουν, στα αεροπορικά εισιτήρια κλπ κλπ…
Δείκτης τιμών καταναλωτή: ανησυχητικά μηνύματα
Όμως η ακρίβια έχει πολλά πρόσωπα και καμία σχέση, βέβαια, δεν έχει με τον πληθωρισμό, ιδιαίτερα για τα χαμηλά εισοδήματα, τα οποία σε πολύ μεγάλο ποσοστό ξοδεύονται για την κάλυψη των απολύτων ανελαστικών αναγκών του νοικοκυριού.
Μελετώντας τον δείκτη τιμών καταναλωτή του Σεπτεμβρίου βλέπουμε για πολλοστή φορά ότι το κόστος αυτών των ανελαστικών δαπανών αυξάνεται με ρυθμούς πολύ ταχύτερους από τον πληθωρισμό, ενώ αντίθετα ο τιμάριθμος συμπιέζεται από κατηγορίες προϊόντων που συνήθως αγοράζονται μετά από μακρόχρονο υπολογισμό (και η αγορά τους μπορεί να αναβληθεί αν προκύψουν οικονομικές δυσκολίες), όπως τα έπιπλα, οι οικιακές συσκευές, οι συσκευές ήχου και εικόνας, οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές κλπ.
Στα είδη διατροφής, ο δείκτης τον Σεπτέμβριο παρουσίασε πτώση 0,7%, σε σχέση με τον δείκτη του Σεπτεμβρίου 2003. Η πτώση αυτή οφείλεται αποκλειστικά στη μείωση των τιμών των οπωροκηπευτικών σε επίπεδα χαμηλότερα από τα επίπεδα-ρεκόρ του 2003. Αντίθετα, με ρυθμό πολύ υψηλότερο του πληθωρισμού (2,8%) αυξήθηκαν σε ετήσια βάση οι τιμές στα περισσότερα μεταποιημένα είδη διατροφής (δημητριακά, γαλακτοκομικά, έλαια, προϊόντα ζάχαρης κλπ). Με ρυθμό δε πολύ υψηλότερο του πληθωρισμού αυξάνεται το κόστος σε ανελαστικές δαπάνες όπως:
- Κόστος στέγασης 4,8%.
- Είδη ένδυσης και υπόδησης 5,1%.
- Υγεία 5,3%.
- Μεταφορές 5%.
- Φροντιστήρια 4,5%.
- Ξενοδοχεία, εστίαση 3,8%.
Τα μηνύματα από τη βιομηχανία για τους αμέσως προσεχείς μήνες είναι μάλλον ανησυχητικά για τους καταναλωτές. Σύμφωνα με την ΕΣΥΕ, ο δείκτης τιμών παραγωγού στη βιομηχανία τον Αύγουστο σημείωσε αύξηση 4,1% σε ετήσια βάση (για τα προϊόντα που προορίζονται για εσωτερική κατανάλωση η αύξηση είναι υψηλότερη, 4,2%). Στα αναλώσιμα προϊόντα η αύξηση είναι της τάξης του 3,4%, με υψηλότερο ποσοστό και πάλι στα προοριζόμενα για την εγχώρια αγορά (3,6%).
Επιδείνωση του επιχειρηματικού κλίματος
Το τέλος των Ολυμπιακών Αγώνων, αλλά και η διάψευση- μέχρι στιγμής τουλάχιστον- των μεγάλων προσδοκιών που είχε καλλιεργήσει η κυβέρνηση στους επιχειρηματίες για φορολογικές ελαφρύνσεις, νέο αναπτυξιακό νόμο κλπ, προκάλεσαν μεγάλη επιδείνωση του επιχειρηματικού κλίματος στη χώρα μας τον περασμένο Σεπτέμβριο, σύμφωνα με την τακτική μηνιαία έρευνα που διενεργεί το ΙΟΒΕ. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται στα συμπεράσματά της, τον Απρίλιο -δηλαδή ταυτόχρονα με την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από την παρούσα κυβέρνηση- ο δείκτης οικονομικού κλίματος είχε υπερβεί τις 115 μονάδες. Όμως, από τον Μάιο οι προσδοκίες άρχισαν να υποχωρούν, με αποτέλεσμα τον Σεπτέμβριο ο δείκτης να ανέλθει στις 93,7 μονάδες, προσεγγίζοντας τα κατώτατα επίπεδα του δείκτη της Ευρωζώνης καθώς και του μέσου όρου της τελευταίας τετραετίας.
Σύμφωνα πάντα με το ΙΟΒΕ, η πτώση του δείκτη στην Ελλάδα οφείλεται κατά κύριο λόγο στην ισχυρή αποδυνάμωση των προσδοκιών στις κατασκευές μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Αρκετά σημαντική ήταν η επιδείνωση στις υπηρεσίες, ενώ στη βιομηχανία ο σχετικός δείκτης υποχώρησε μεν με βραδύτερο ρυθμό δε. Μείωση εμφανίζει και ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης. Ο μόνος πάντως τομέας όπου το κλίμα δεν εμφανίζει χειροτέρευση είναι το λιανικό εμπόριο.
Πτώση του δείκτη οικονομικού κλίματος στην Ευρώπη
Από την έρευνα που διεξάγεται σε όλη την ΕΕ προκύπτει ότι τον Σεπτέμβριο ο δείκτης οικονομικού κλίματος στην Ευρώπη των 25 μειώθηκε στις 103,6 μονάδες, έναντι 104,1 μονάδων τον Αύγουστο. Η μεγαλύτερη πτώση καταγράφηκε στο λιανικό εμπόριο, ενώ υποχώρηση υπήρξε και στη βιομηχανία. Ο δείκτης εμπιστοσύνης των καταναλωτών παρουσίασε μικρή βελτίωση, ενώ στις υπηρεσίες και τις κατασκευές η κατάσταση παρέμεινε αμετάβλητη.
Βελτιωμένος ήταν ο δείκτης στη Λετονία (9,1 μονάδες), τη Σλοβακία (6,1), το Βέλγιο (3,6), την Κύπρο (3,5), τη Σουηδία (2,3), την Πορτογαλία (2,1) και την Ιρλανδία (1,7). Αντίθετα, αισθητή χειροτέρευση του κλίματος καταγράφηκε στην Πολωνία (-12,8 μονάδες), την Ελλάδα (-3,9), την Ουγγαρία (-3,9), τη Σλοβενία (-4,3), την Τσεχία (-3), την Ιταλία (-2,2) και την Εσθονία (-1,8).
Στη ζώνη του ευρώ η πτώση του δείκτη οικονομικού κλίματος ήταν οριακή (από 100,9 μονάδες τον Αύγουστο σε 100,7 τον Σεπτέμβριο). Βελτίωση καταγράφηκε στη βιομηχανία, ενώ ελαφρά ενισχύθηκε και η εμπιστοσύνη των καταναλωτών. Αντίθετα, μειωμένοι ήταν οι δείκτες στις υπηρεσίες, το λιανικό εμπόριο και τις κατασκευές.
Στους επιμέρους δείκτες στην Ελλάδα η εικόνα που διαμορφώθηκε τον Σεπτέμβριο είχε ως εξής:
Βιομηχανία: σταδιακή μείωση των προσδοκιών
Τους πρώτους μήνες του 2004, σημειώνει το ΙΟΒΕ, ο δείκτης επιχειρηματικών προσδοκιών στη βιομηχανία παρουσίαζε σαφή ανοδική τάση, η οποία κορυφώθηκε τον Απρίλιο όταν προσέγγισε την υψηλότερη τιμή των τελευταίων τεσσάρων ετών. Ο δείκτης διατηρήθηκε σε υψηλά επίπεδα και τον Μάιο, από τον Ιούνιο εν τούτοις και μετά η τάση αντεστράφη. Τον Σεπτέμβριο έφτασε τις 97,9 μονάδες, τιμή που είναι η χαμηλότερη των τελευταίων δυόμισι ετών. Η σταδιακή μείωση του δείκτη οφείλεται στην αποδυνάμωση των εκτιμήσεων για τις παραγγελίες και στη συνεχή εξασθένιση των προσδοκιών ανόδου της παραγωγής. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, τον Σεπτέμβριο οι προβλέψεις των βιομηχανιών για την πορεία των τιμών στο τελευταίο τρίμηνο του έτους είναι αισθητά μειωμένες έναντι αυτών που είχαν καταγραφεί στις αρχές του χρόνου: μόνο το 10% των βιομηχανιών αναμένουν πλέον αύξηση των τιμών, το 3% αναμένει μείωση, ενώ το 87% εκτιμά ότι οι τιμές θα παραμείνουν στάσιμες.
Στις επιμέρους κατηγορίες της βιομηχανίας οι εξελίξεις συνοπτικά ήταν οι ακόλουθες:
- Στα καταναλωτικά αγαθά ο δείκτης περιορίστηκε στις 100,3 μονάδες, έναντι 113,4 που ήταν τον Απρίλιο και τον Μάιο. Μόνο το 6% των επιχειρήσεων του κλάδου προβλέπουν άνοδο των τιμών, ενώ τον περασμένο Μάρτιο το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 18%.
- Στα ενδιάμεσα αγαθά η κατάσταση εμφανίζεται ευνοϊκότερη, καθώς καταγράφεται άνοδος του ποσοστού των επιχειρήσεων που κρίνουν το επίπεδο των παραγγελιών τους κανονικό ή ίσως και ανώτερο του κανονικού.
- Στα κεφαλαιουχικά αγαθά ο δείκτης παρουσίασε έντονη μείωση, η οποία οφείλεται στη διόγκωση του αριθμού των επιχειρήσεων, που κρίνουν ότι το επίπεδο των παραγγελιών τους είναι χαμηλότερο του κανονικού.
Κατασκευές: απαισιοδοξία
Ο Σεπτέμβριος, ο πρώτος μήνας μετά τη λήξη των Ολυμπιακών Αγώνων, χαρακτηρίζεται από απαισιοδοξία των κατασκευαστικών επιχειρήσεων, η οποία αποτυπώνεται στη μεγάλη μείωση του δείκτη επιχειρηματικών προσδοκιών από 122,9 μονάδες στις αρχές του 2004 στις 66,9 μονάδες. Η μείωση οφείλεται:
- στη μείωση των εκτιμήσεων για το επίπεδο εργασιών των επιχειρήσεων και
- στην υποχώρηση των προβλέψεων για την απασχόληση. Το 16% των επιχειρήσεων προβλέπουν στασιμότητα της απασχόλησης τους 3-4 επόμενους μήνες, το 10% αύξηση και το 74% πτώση.
Τον Σεπτέμβριο, τέλος, διευρύνθηκε το ποσοστό των επιχειρήσεων που θεωρούν ανασταλτικούς παράγοντες την ανεπάρκεια ζήτησης και την έλλειψη χρηματοδότησης, ενώ οι μήνες εξασφαλισμένης δραστηριότητας περιορίστηκαν στους 11,9 από 13-14 που ήταν στις αρχές του χρόνου.
Λιανικό εμπόριο: ευοίωνες προβλέψεις
Το λιανικό εμπόριο ήταν ο μόνος τομέας της οικονομίας στον οποίο δεν υπήρξε εμφανής υποχώρηση του κλίματος. Οι επιχειρήσεις του κλάδου θεωρούν ότι οι πωλήσεις τους την τελευταία περίοδο αυξήθηκαν, ενώ τα αποθέματα εκτιμάται ότι διογκώθηκαν ελαφρά.
Επιπλέον, το 51% προβλέπει άνοδο των πωλήσεων, έναντι ποσοστού 43% που προβλέπει σταθερότητα. Ανοδικές είναι και οι προβλέψεις για τις παραγγελίες προς τους προμηθευτές, ενώ ένα σχετικά υψηλό ποσοστό επιχειρήσεων (24%) δηλώνει ότι θα αυξήσει τον αριθμό των απασχολούμενων τους προσεχείς μήνες. Τέλος, το 88% των ερωτηθέντων προβλέπουν στασιμότητα των τιμών, ενώ το 11% αύξηση. Στις αρχές του χρόνου στασιμότητα στις τιμές έβλεπε το 80% των επιχειρήσεων και αύξηση το 20%.
Στους επιμέρους κλάδους οι εξελίξεις τον Σεπτέμβριο ήταν συνοπτικά οι εξής:
- Στα τρόφιμα-ποτά-καπνό ο δείκτης επιχειρηματικών προσδοκιών αυξήθηκε στις 112,7 μονάδες από 104,9 τον Ιούλιο. Η βελτίωση οφείλεται στις έντονα ανοδικές προβλέψεις που διατυπώνονται για τις πωλήσεις τους προσεχείς μήνες. Σαφής επίσης είναι η πρόβλεψη για άνοδο του αριθμού των απασχολούμενων, ενώ προβλέπεται ότι θα αυξηθούν και οι παραγγελίες προς τους προμηθευτές.
- Βελτίωση του δείκτη καταγράφηκε και στον κλάδο ένδυσης και υπόδησης, κυρίως λόγω των αισιόδοξων προβλέψεων για τις πωλήσεις τους προσεχείς μήνες. Στη βελτίωση του κλίματος συνέβαλαν και οι ανοδικές προβλέψεις για τις παραγγελίες προς τους προμηθευτές. Τέλος, το 98% των ερωτηθέντων διατύπωσαν την άποψη ότι οι τιμές δεν θα μεταβληθούν τους προσεχείς μήνες.
- Στα είδη οικιακού εξοπλισμού συνεχίστηκε η πτώση του δείκτη που είχε αρχίσει τον Ιούνιο. Μεγάλο πάντως ποσοστό των ερωτηθέντων προβλέπει ότι οι πωλήσεις θα αυξηθούν τους προσεχείς μήνες, γεγονός που δημιουργεί ελπίδες για σύντομη αντιστροφή του δυσμενούς κλίματος.
- Στα οχήματα-ανταλλακτικά ο δείκτης βελτιώθηκε ελαφρά έναντι του Ιουλίου. Οι επιχειρήσεις του κλάδου προβλέπουν ότι οι πωλήσεις τους θα αυξηθούν τους επόμενους μήνες, καθώς επίσης και οι παραγγελίες τους προς τους προμηθευτές. Η απασχόληση στον κλάδο δεν προβλέπεται ότι θα παρουσιάσει ουσιώδη μεταβολή, ενώ το 88% των επιχειρήσεων προβλέπουν στασιμότητα των τιμών και 12% άνοδο.
- Στα πολυκαταστήματα ο δείκτης παρουσίασε σαφή επιδείνωση σε σχέση με τον Ιούλιο, επηρεαζόμενος κυρίως από τη διαφαινόμενη αύξηση των αποθεμάτων και την προβλεπόμενη μείωση των παραγγελιών προς τους προμηθευτές. Θετικές πάντως παραμένουν οι προβλέψεις για τις πωλήσεις και για τον αριθμό των απασχολουμένων. Το 92% των επιχειρήσεων προβλέπει στασιμότητα των τιμών και το 8% άνοδο τους 3-4 επόμενους μήνες.
Υπηρεσίες: υποτονικότητα της ζήτησης
Η βραδεία άνοδος που παρουσίαζε ο δείκτης από τον Μάρτιο και μετά, ανακόπηκε τον Σεπτέμβριο. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά περιορίστηκε στα ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα των 88,5 μονάδων, έναντι 102,3 μονάδων τον Ιούλιο. Η υποτονικότητα της ζήτησης, σύμφωνα με την εκτίμηση του 38% των επιχειρήσεων, είναι ο κύριος λόγος που δημιουργεί προσκόμματα στη δραστηριότητά τους. Οι προβλέψεις για την εξέλιξη της ζήτησης υποχωρούν, ενώ μειώνονται- παρά το γεγονός ότι παραμένουν ελαφρώς ανοδικές- και οι προβλέψεις για την απασχόληση. Το 78% των επιχειρήσεων εκτιμά ότι οι τιμές θα παραμείνουν στάσιμες, το 15% προβλέπει άνοδο, ενώ το 7% μείωση.
Δανεισμός: κάμψη στη χρηματοδότηση των επενδύσεων
Το κλίμα απαισιοδοξίας που διακατέχει τον επιχειρηματικό κόσμο της χώρας, αποτυπώνεται και στα στοιχεία για την εξέλιξη του δανεισμού τον Αύγουστο, που έδωσε στη δημοσιότητα η Τράπεζα της Ελλάδας. Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι τη στιγμή που ο δανεισμός των νοικοκυριών αυξάνεται με εκρηκτικούς ρυθμούς και προκαλεί σοβαρές ανησυχίες, οι επιχειρήσεις προσφεύγουν όλο και λιγότερο στα γκισέ των τραπεζών για χρηματοδότηση των επενδύσεων και των άλλων δραστηριοτήτων τους. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας:
- Τον Αύγουστο ο ρυθμός αύξησης των δανείων προς τις επιχειρήσεις επιβραδύνθηκε στο 6,9% σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2003, έναντι 8,7% τον Ιούλιο.
- Αντίθετα τα υπόλοιπα δανείων των νοικοκυριών ήταν αυξημένα κατά 28,4% το ίδιο χρονικό διάστημα.
Αυτό όμως που προκαλεί τις πιο έντονες ανησυχίες είναι το γεγονός ότι οι χορηγήσεις προς τη βιομηχανία παρουσίασαν σχεδόν μηδενικό ρυθμό αύξησης (0,4%), ενώ τον Αύγουστο του 2003 είχαν αυξηθεί 15,1%.
Το γεγονός αυτό, σε μια περίοδο μάλιστα που τα περιθώρια άντλησης κεφαλαίων από το χρηματιστήριο είναι σχεδόν ανύπαρκτα, δείχνει ότι οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν πολύ επιφυλακτικά την προοπτική ανάληψης επενδυτικών πρωτοβουλιών. Το κλίμα επιδεινώνεται περαιτέρω και από τη ρευστότητα των πολιτικών εξελίξεων λόγω της εκλογής Προέδρου Δημοκρατίας, τις προοπτικές αύξησης των επιτοκίων το νέο έτος, την απουσία αναπτυξιακού νόμου από τον περασμένο Μάρτιο και την καθυστέρηση υλοποίησης των θεσμικών μέτρων που έχει εξαγγείλει η κυβέρνηση.
Κάμψη στον ρυθμό αύξησης των δανείων, από 11,7% τον Ιούλιο σε 8,2% τον Αύγουστο, είχαμε και στο εμπόριο, ενώ διατηρήθηκαν οι υψηλοί ρυθμοί πιστωτικής επέκτασης στον τουρισμό (αύξηση 18%).
Την ίδια ώρα τα νοικοκυριά εξακολουθούν να δανείζονται με εντυπωσιακούς ρυθμούς.
- Τα πιστωτικά υπόλοιπα των νοικοκυριών τον Αύγουστο άγγιξαν τα 47 δισ. ευρώ και ήταν αυξημένα κατά 28,4%, σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2003.
- Στα στεγαστικά δάνεια η αύξηση ήταν 23,1% τον Αύγουστο, έναντι 22,9% τον Ιούλιο.
- Στα καταναλωτικά δάνεια σημειώθηκε αύξηση 38,4% τον Αύγουστο, έναντι αύξησης 37,8% τον Ιούλιο.
- Οι οφειλές μέσω πιστωτικών καρτών αυξήθηκαν κατά 22,9%, ενώ κυριολεκτικά εκρηκτική ήταν η αύξηση των προσωπικών δανείων, που έφτασε το 67,5%.
- Τα δάνεια με δικαιολογητικά αυξήθηκαν κατά 33,5%.
Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, στο τέλος του πρώτου εξαμήνου το 2004 τα δάνεια με καθυστέρηση άνω των τριών μηνών ανέρχονταν στο ποσό των 7,5 δισ. ευρώ, εκ τον οποίων το 1,2 δισ. ευρώ ήταν καταναλωτικά.
Αναλυτικούς πίνακες βλέπε τεύχος 334 σελ. 54-57