Την εταιρεία «Αγροτική Σύμπραξη Μεσσηνίας ΙΚΕ» δημιούργησαν από κοινού 42 αγρότες και ο επιχειρηματίας Γιώργος Καραμπότσος, με κύριο αντικείμενο το χονδρικό εμπόριο ελαιολάδου. Στη νεοσύστατη εταιρεία ο καθένας από τους 42 αγρότες έχει μερίδιο 2%, που αντιστοιχεί σε καταβολή ποσού ύψους 60 ευρώ έκαστος, ενώ ο Γιώργος Καραμπότσος της ελαιουργίας Καραμπότσος, που παράγει μεταξύ άλλων τα ελαιόλαδα με την επωνυμία Country Kalamata, έχει μερίδιο 16%, που αντιστοιχεί σε ποσό ύψους 480 ευρώ, ενώ παράλληλα έχει και τον ρόλο του διαχειριστή της εταιρείας. Σημειώνεται ότι, βάσει νομοθεσίας, οι αγροτικές εταιρικές συμπράξεις είναι ανώνυμες εταιρείες, ΕΠΕ ή ΙΚΕ τις οποίες συνιστούν αγροτικοί σύλλογοι ή άλλες αγροτικές συμπράξεις, καθώς και μέτοχοι – επενδυτές (φυσικά ή νομικά πρόσωπα). Οι μετοχές των εταιρειών αυτών είναι πάντοτε ονομαστικές, ενώ κανένας μέτοχος δεν μπορεί να αποκτήσει μετοχές πέραν του 20% του συνολικού αριθμού των μετοχών της σύμπραξης και το σύνολο των μετοχών που κατέχονται από μετόχους – επενδυτές δεν μπορεί να υπερβαίνει το 40% του συνόλου των μετοχών.

Σε εποχή προκλήσεων ο κλάδος
Η «συμμαχία» αυτή έρχεται σε μία περίοδο που είναι πολύ δύσκολη για την αγορά του ελαιολάδου, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, καθώς οι διαδοχικές κακές σοδειές στη μεγαλύτερη παραγωγό του κόσμου, Ισπανία, οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και η δραματική αύξηση των τιμών του ελαιολάδου δημιουργούν την «τέλεια καταιγίδα», πιέζοντας τους ελαιοπαραγωγούς να αναζητήσουν τρόπους με τους οποίους θα μπορέσουν να διασφαλίσουν τη βιωσιμότητά τους. Και εδώ μάλλον ταιριάζει το ρητό «η ισχύς εν τη ενώσει», καθώς η οργάνωση σε μία αγροτική εταιρική σύμπραξη μπορεί να βελτιώσει τη διαπραγματευτική ισχύ των συμμετεχόντων και να λειτουργήσει ως «ασπίδα» στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο κλάδος. Αυτό που προβληματίζει πολλούς ελαιοπαραγωγούς, βέβαια, δεν είναι τόσο η παραγωγή ή η διανομή του ελαιολάδου τους, αλλά η κατανάλωση. Με τις τιμές να αγγίζουν επίπεδα που ούτε καν μπορούσε να φανταστεί κανείς λίγα χρόνια πριν, οι καταναλωτές στην καλύτερη περίπτωση μειώνουν την κατανάλωση ελαιολάδου, και στη χειρότερη περίπτωση στρέφονται σε φθηνότερα έλαια ή σε αμφίβολης ποιότητας ελαιόλαδο.

Σε κάθε περίπτωση, το στοίχημα εδώ είναι μεγάλο: το λάδι βρίσκεται στο DNA του Έλληνα καταναλωτή (και ευρύτερα των καταναλωτών στις χώρες της Μεσογείου), όμως κινδυνεύει να εξελιχθεί σε ένα προϊόν πολυτελείας που για τους πολλούς δεν θα έχει πια εξασφαλισμένη θέση σε κάθε πιάτο. Και αυτό είναι κάτι που κανείς δεν το θέλει, όχι μόνο για οικονομικούς λόγους, αλλά και για λόγους υγείας, καθώς είναι γνωστές οι ευεργετικές ιδιότητες του ελαιολάδου.


Πρώτη δημοσίευση της είδησης στο καθημερινό newsletter FOODReporter