Με ευνοϊκούς οιωνούς ξεκινάει η θερινή σεζόν για την αγορά παγωτού στην Ελλάδα, καθώς οι προσδοκίες για νέα ρεκόρ στον τουρισμό προεξοφλούν περαιτέρω άνοδο της κατανάλωσης και αυξημένη κινητικότητα της μικρής λιανικής. Παράλληλα, οι ανατιμητικές τάσεις το 2022, που αύξησαν τις τιμές των παγωτών από 6,5% έως άνω του 12% συγκριτικά με το 2021, με εποχικές διακυμάνσεις στη διάρκεια του χρόνου, συνεχίζονται φέτος.

Eίναι ενδεικτικό ότι ο δείκτης τιμών καταναλωτή της ΕΛΣΤΑΤ για την υπο-ομάδα των παγωτών βαίνει διαρκώς αυξανόμενος την τελευταία διετία, σκαρφαλώνοντας από το 97.61 το Δεκέμβριο του 2021 (με έτος βάσης το 2020) στο 113.40 τον Απρίλιο φέτος, μεταβολή που αντιστοιχεί σε ποσοστιαία αύξηση 17,3%.

Σύμφωνα με την τελευταία κλαδική έρευνα της Circana για το παγωτό, οι αυξήσεις τιμής ανά τεμάχιο προϊόντος στην οργανωμένη λιανική άγγιξαν το πρώτο τρίμηνο του 2023 το 9,9% συγκριτικά με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2022, ενώ στα παγωτά ιδιωτικής ετικέτας η αύξηση τιμής ανήλθε στο 10,8%. Τα στοιχεία αυτά συγκλίνουν με τους δείκτες της ΕΛΣΤΑΤ για την ευρύτερη κατηγορία των παγωτών και γλυκών, στην οποία ο ετήσιος πληθωρισμός εξελίσσεται με ρυθμό 11%.

Ο τζίρος του παγωτού στα σούπερ μάρκετ βαίνει ανοδικά, με ετήσια αύξηση 27,5% το πρώτο τρίμηνο φέτος (πηγή: Circana). Ελαφρά πιο συγκρατημένη είναι η αύξηση της αξίας πωλήσεων των PL παγωτών, με άνοδο 26,6%. Τα παγωτά αντιστέκονται στην γενική τάση, που εμφανίζει τον όγκο πωλήσεων να μειώνεται όσο ανεβαίνει ο πληθωρισμός, καθώς οι τεμαχιακές πωλήσεις τους το εν λόγω χειμερινό τρίμηνο αυξήθηκαν κατά 16%, δηλαδή σε περίοδο «εκτός σεζόν» της κατηγορίας! Ανοδικά κινήθηκαν και οι τεμαχιακές πωλήσεις των PL παγωτών, αλλά με μικρότερη δυναμική από τα brands, με αύξηση 14,5%. Η πιστότητα των καταναλωτών στα brands φαίνεται πως κερδίζει έδαφος, ωστόσο το μερίδιο των PL στις πωλήσεις παγωτού παραμένει εξαιρετικά υψηλό, υπερβαίνοντας το 30% του συνολικού τζίρου του προϊόντος το 2022. Οι πωλήσεων παγωτού σε αξία από τα σούπερ μάρκετ πέρυσι ξεπέρασε τα 66 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων σχεδόν τα 20,2 εκατ. ευρώ αφορούσαν συσκευασίες PL. Αν αναλογιστούμε ότι η συνολική αγορά του τυποποιημένου παγωτού στην Ελλάδα εκτιμάται ότι επιστρέφει σταδιακά στα επίπεδα προ πανδημίας, όταν κυμαινόταν περί τα 220 εκατ. ευρώ σύμφωνα με τη Euromonitor, τα σούπερ μάρκετ, με μερίδιο διανομής 30% στην κατηγορία, αποτελούν ένα σημαντικό κανάλι πωλήσεων γι’ αυτήν.

Η αγορά θα μεγαλώσει το λιγότερο 15% φέτος
«Παρά τα εποχικά σκαμπανεβάσματα η πορεία των πωλήσεων είναι ανοδική την τελευταία διετία, καθώς το παγωτό εδραιώνεται σαν γλύκισμα όλο το χρόνο», δηλώνει στο «σελφ σέρβις» ο κ. Bαγγέλης Φώσκολος, Senior Consultant της CGD Manufacturers-Circana, σχολιάζοντας τα στοιχεία της έρευνας. Ιδιαίτερα ενθαρρυντική κρίνεται η άνοδος των τεμαχιακών πωλήσεων παρά τον πληθωρισμό, ενώ ο ίδιος εκτιμά επίσης ότι «η συνολική «πίτα» του παγωτού στα σούπερ μάρκετ ανεβαίνει, κρίνοντας από τα ανοίγματα νέων καταστημάτων αλυσίδων και μη».

Στελέχη του κλάδου προβλέπουν ότι το καλοκαίρι η αγορά του παγωτού θα μεγαλώσει τουλάχιστον κατά 15%, κυρίως εξαιτίας της αύξησης της κατανάλωσης στο δρόμο, ενώ εκτός από τα καθιερωμένα σημεία πώλησης της μικρής λιανικής αναβαθμισμένο ρόλο αναμένεται να παίξουν και τα σούπερ μάρκετ της γειτονιάς.

H αγορά τυποποιημένου παγωτού στην Ελλάδα παρουσιάζει χαρακτηριστικά υψηλής συγκέντρωσης και έντονο ανταγωνισμό. Η Unilever (EBΓΑ και Algida) βρίσκεται σταθερά στην κορυφή, με εκτιμώμενο μερίδιο αγοράς και για τα δύο brands άνω του 35% (στοιχεία 2022). Σύμφωνα με όσα ανακοίνωσε ο διευθύνων σύμβουλος της Κρι-Κρι, κ. Παναγιώτης Τσινάβος, στο φετινό συνέδριο παγωτού (πραγματοποιήθηκε δια ζώσης μετά από δύο χρόνια διαδικτυακών συναντήσεων λόγω πανδημίας), η ελληνική γαλακτοβιομηχανία ανέβηκε στη δεύτερη θέση σε όγκο πωλήσεων στην αγορά παγωτού, με μερίδιο αγοράς 15,2%, σύμφωνα με το Μarket Track της Νielsen (Δεκέμβριος 2022). Ισότιμος διεκδικητής στην πρώτη τριάδα είναι η Froneri Hellas (κοινοπραξία Nestle &RR), η οποία, σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσιευμένες οικονομικές καταστάσεις (2021), είχε ετήσιο κύκλο εργασιών 35,6 εκατ. ευρώ έναντι 31,2 εκατ. ευρώ το πρώτο έτος της πανδημίας. Ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης άγγιξε το 14,2%, λόγω της καλύτερης απόδοσης των πωλήσεων στα κανάλια διανομής στην επαρχία και εν γένει στη λιανική και λόγω εξαγωγών. Την ίδια περίοδο το τμήμα παγωτού της Unilever εμφάνισε αύξηση τζίρου 17,9% στην Ελλάδα και 21,3% συνολικά στην αγορά της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.

Τα mega-trends στην αγορά παγωτού
Οι τάσεις που κερδίζουν έδαφος στην Ευρώπη, σύμφωνα με σχετικές κλαδικές έρευνες, είναι η ζήτηση παγωτών με χαμηλά λιπαρά και φυσικά συστατικά, χωρίς γευστικούς συμβιβασμούς. Παράλληλα, καθώς το παγωτό είναι συνυφασμένο με την απόλαυση και τον αυθορμητισμό, δεν σταματούν η αναζήτηση πρωτότυπων γεύσεων, που γεφυρώνουν το παραδοσιακό παγωτό με αγαπημένα γλυκίσματα-σνακ, η δημιουργία υβριδικών προϊόντων και οι συμφωνίες συνεργασιών με καθιερωμένα brands. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η συνεργασία της Froneri με τα brands της Μοndelez, τα παγωτά Lacta, Μerenda-Παυλίδη, Οreo, Milka και Τοbleron, αλλά και ο πύραυλος Kit-Kat της ίδιας εταιρείας, με την ομώνυμη σοκολατο-γκοφρέτα της Nestle. Το παγωτό-σνακ έχει καθιερώσει στην Ελλάδα η Μars, με εθνικό διανομέα την ελληνική εταιρεία Cold Sin, η οποία έχει επίσης την επίσημη διανομή των παγωτών της General Mills AE (Häagen-Dazs), με πανελλήνιο δίκτυο άνω των 15.000 σημείων πώλησης. Ξεχωρίζουν οι «παγωμένες» εκδοχές της μπάρας Snickers, Μars και Bounty –σε ατομικά παγωτά και σε πολυσυσκευασίες των έξι μίνι-τεμαχίων– αναπληρώνοντας τους θερινούς μήνες την πτώση πωλήσεων στα αντίστοιχα εκτός ψυγείου σοκολατοειδή σνακ. Το trend του μίνι-παγωτού αξιοποιεί και η Unilever, με τη σειρά των πολυσυσκευασιών Μini-Magic και Cornetto Miniatures. Σύμφωνα με την Food Drink Europe, τον οργανισμό-«ομπρέλα» της ευρωπαϊκής βιομηχανίας τροφίμων, η κίνηση της Unilever να προσθέσει στο προϊόντικό της χαρτοφυλάκιο μίνι-συσκευασίες παγωτών, είναι «ένας τρόπος να βοηθήσει τους καταναλωτές να καταλάβουν πώς είναι μια ισορροπημένη μερίδα». Ο ευρωπαϊκός οργανισμός επικαλείται έρευνες που δείχνουν ότι «ένας τρόπος να προωθήσεις πιο υγιεινές διατροφικές συνήθειες, είναι να παρέχεις μικρότερες μερίδες, μειώνοντας την συνολική θερμιδική πρόσληψη, ενώ παράλληλα προσφέρεις γευστικά προϊόντα». Εκτός από τις μίνι εκδοχές ατομικών παγωτών, η Unilever έχει λανσάρει σε ευρωπαϊκές αγορές και μίνι-vegan παγωτά, όπως το magnum-vegan και τα non-dairy μίνι κυπελάκια της Βen & Jerry’s. Μίνι πολυσυσκευασίες κυκλοφορούν επίσης η Häagen-Dazs και η Κρι-Κρι, όπως και τα περισσότερα παγωτά ιδιωτικής ετικέτας.

Ενδιαφέρον για το «εναλλακτικό» παγωτό
Η Κρι-Κρι συνεργάζεται με την σοκολατοβιομηχανία ΙΟΝ στη σειρά παγωτών Μaster και Rodeo, όπως και με τα μπισκότα Παπαδοπούλου στη σειρά «παγωτογεμιστά». H ζήτηση παγωτών χαμηλής περιεκτικότητας θερμίδων καλύπτεται με σειρές προϊόντων χωρίς ζάχαρη και λιπαρά, αλλά και παγωτού σορμπέ-γρανίτα. Στην κατηγορία αυτή ξεχωρίζουν η σειρά ΕΒΓΑ! Stevie της Unilever, χωρίς πρόσθετη ζάχαρη, με γλυκαντικό στέβια, τα Μaster 0% sugar της Κρι-Κρι, οι γρανίτες Pirulo χωρίς γλουτένη της Froneri και η αντίστοιχη σειρά Calipo Algida, επίσης της Unilever.

Ανοδική πορεία στην Ευρώπη έχουν τα dairy-free παγωτά, αλλά και τα παγωτά χωρίς λακτόζη. Από τις μεγάλες παγωτοβιομηχανίες παγωτό με φυτική βάση κυκλοφορεί η Unilever. Πρόκειται για το brand EBΓΑ! Vegan, βανίλια-σοκολάτα με πρωτεΐνη μπιζελιού και πάστα αμυγδάλου. Καινοτόμος ελληνική εταιρεία vegan παγωτού, χωρίς λακτόζη, είναι η Plan(e)t Foods, με βάση ρόφημα ελληνικής βρόμης. Ξεκινώντας ως start-up το 2021, με βάση της το παγωτοπωλείο στην Ερμού στο Μοναστηράκι, τα προϊόντα της διατίθενται πλέον σε περισσότερα από χίλια σημεία πώλησης, σε εξειδικευμένα καταστήματα, παντοπωλεία, μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ και οnline σούπερ μάρκετ. Φέτος λανσάρει πέντε γεύσεις παγωτού σε οικογενειακή συσκευασία στην οργανωμένη λιανική (σοκολάτα, βανίλια, φιστίκι, τσιζκέικ-φράουλα χωρίς ζάχαρη, και φυστικοβούτυρο με αλατισμένη καραμέλα), ενώ στο φυσικό κατάστημα βρίσκει κανείς περισσότερες από 15 γεύσεις παγωτού.
Η ελληνική εταιρεία αυτοσυστήνεται ως «το πρώτο παγωτό στον πλανήτη, το οποίο είναι 100% plant based και με αρνητικό αποτύπωμα άνθρακα». Για τον αξιόπιστο υπολογισμό των άμεσων και έμμεσων εκπομπών CO2 συνεργάζεται με τον ανεξάρτητο οργανισμό Ecofye. «Μετά από εκατοντάδες τεσταρίσματα, το παγωτό μας είναι πανομοιότυπης υφής, γεύσης και εμπειρίας με το κλασικό παγωτό από γάλα αγελάδας», τονίζεται εκ μέρους της εταιρείας.

Έμφαση στη βιωσιμότητα
Έμφαση στη βιωσιμότητα δίνουν και οι μεγάλες επιχειρήσεις, όπως η Unilever, η οποία δεσμεύεται ότι ως το 2025 θα μειώσει στο μισό τη χρήση πρωτογενούς πλαστικoύ στις συσκευασίες της και θα συμβάλει ώστε οι συσκευασίες, που συλλέγονται προς ανακύκλωση, να υπερβαίνουν εκείνες που πωλούνται. Το παγωτό Magic –από τα δημοφιλέστερα προϊόντα του χαρτοφυλακίου της– ήταν το πρώτο brand παγωτού που χρησιμοποίησε ανακυκλωμένο προπυλένιο στα κύπελλα, ενώ το σύνολο των συσκευασιών του είναι ανακυκλώσιμες και φέρουν την ένδειξη «please recycle», ώστε να απορρίπτονται στους μπλε κάδους. Όπως σημειώνεται, το κακάο και το εκχύλισμα βανίλιας του Magic προέρχονται κατά 100% από αγροκτήματα με πιστοποίηση Rainforest Alliance του διεθνούς οργανισμού για τη βιώσιμη γεωργία. Στην καμπάνια των παγωτών Magic για τη βιωσιμότητα δηλώνεται η δέσμευση ότι «βρίσκουμε λύσεις με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και βελτιστοποιούμε τη χρήση της ενέργειας για να πετύχουμε στην αποστολή μας, να είμαστε 100% ουδέτεροι σε εκπομπές άνθρακα σε όλες τις δραστηριότητές μας έως το 2030». Επιπλέον δηλώνεται ότι τα παγωτά Μagic παρασκευάζονται σε εργοστάσια που λειτουργούν με ηλεκτρική ενέργεια από 100% ΑΠΕ, δευκρινίζοντας ότι αυτό αφορά μόνο τις ιδιόκτητες εγκαταστάσεις της Unilever. Τέλος, αναφέρεται ότι «με την υπογραφή της πρωτοβουλίας για το Cocoa Forest, δεσμευόμαστε δημόσια για την εξάλειψη της αποψίλωσης και της υποβάθμισης των δασών».

Βιώσιμες πηγές για τα συστατικά της δηλώνει ότι χρησιμοποιεί και η Froneri για τη σειρά Nuii, η οποία λανσαρίστηκε στην ευρωπαϊκή αγορά το 2019 με σκοπό να ισχυρoποιήσει τη θέση της πολυεθνικής παγωτοβιομηχανίας στην κατηγορία του παγωτού-ξυλάκι. Η σοκολάτα των Nuii συλλέγεται επίσης από φυτείες με πιστοποίηση της Rainforest Alliance, διασφαλίζοντας ότι «το κακάο παράγεται με βιώσιμο τρόπο και ότι οι αγρότες επωφελούνται από καλές συνθήκες εργασίας και δίκαιη αμοιβή». Επιπλέον η σειρά, που έχει στο επίκεντρο της προωθητικής της καμπάνιας την «περιπέτεια» (adventure ice-cream), με γεύσεις και συστατικά που ταξιδεύουν σε διαφορετικά μέρη του κόσμου (βανίλια Ιάβας, βανίλια Μαδαγασκάρης, μακαντέμια Αυστραλίας), συμμετέχει στην πρωτοβουλία WildArk 100, η οποία αποβλέπει στην προστασία της βιοποικιλότητας σε πενήντα οικοσυστήματα παγκόσμιας προτεραιότητας και εκατό απειλούμενα είδη πανίδας παγκοσμίως.

Ανακατατάξεις και εκπλήξεις με τα παγωτά «Δωδώνη»
Φως στο τούνελ φαίνεται ότι βρέθηκε στο πολύπαθο σίριαλ των «Παγωτών Δωδώνη», τα οποία από το 2016 έχουν περάσει στα χέρια χρηματοπιστωτικών funds, καθώς βαρύνονται με χρέη ύψους 36 εκατ. ευρώ. Όπως ανακοίνωσε στα τέλη του Απριλίου ο επικεφαλής της αλυσίδας εστίασης «Φούρνοι Βενέτη», κ. Παναγιώτης Μονεμβασιώτης, υπάρχει αρχική συμφωνία με τις πιστώτριες τράπεζες, με βασικό εκπρόσωπο την Ιntrum, και εκκρεμούν οι λεπτομέρειες για τις τελικές υπογραφές. Επενδυτής για τα παγωτά «Δωδώνη» αναζητείται εδώ και τουλάχιστον μια πενταετία. Ενδιαφέρον έχουν δείξει κατά καιρούς σημαντικοί «παίκτες» της αγοράς, όπως ο Ινδός επιχειρηματίας κ. Tazoon Korakiwala του σαουδαραβικού ομίλου Switz Group, που έχει επενδύσει σε ελληνικές επιχειρήσεις αρτοποιίας (Κουλουράδες, Κρητών Άρτος), η Γιώτης σε συνεργασία με τη Γρηγόρης Μικρογεύματα και η σερραϊκή γαλακτοβιομηχανία Κρι-Κρι. Μετά από σειρά άκαρπων διαγωνισμών, πέρυσι το καλοκαίρι βρέθηκε πλειοδότης για την εξαγορά των δανείων των «Παγωτών Δωδώνη», το επενδυτικό σχήμα First Runner του επικεφαλής του εισηγμένου ομίλου ΕΛΓΕΚΑ, κ. Αλέξανδρου Κατσιώτη. Σύμφωνα με πληροφορίες του Τύπου τότε, τα δάνεια επρόκειτο να πουληθούν με σημαντικό «κούρεμα» έναντι τεσσάρων εκατομμυρίων ευρώ. Όμως ο επενδυτής υπαναχώρησε τον Οκτώβριο, καθώς υπήρξαν σημαντικές καθυστερήσεις στην υλοποίηση της συμφωνίας. Σύμφωνα με όσα ανακοίνωσε ο επικεφαλής της Βενέτης, η διαδικασία εξυγίανσης των Παγωτών Δωδώνη θα διαρκέσει περίπου τρία χρόνια, ενώ θα γίνουν επενδύσεις ύψους 10 εκατ. ευρώ.