Αισθητές θα γίνονται όλο και περισσότερο οι συνέπειες –θετικές και αρνητικές– στην αγορά του γάλακτος και σε όλους τους συντελεστές της από την πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση, στο πλαίσιο της «εργαλειοθήκης του ΟΟΣΑ». Το ζητούμενο για τον καταναλωτή είναι η μείωση των τιμών στο ψυγείο, αλλά και η διασφάλιση της ποιότητας του προϊόντος, καθώς θα ήταν απαράδεκτο να θυσιαστεί χάριν της χαμηλότερης τιμής.
Οι μεταβολές που προκύπτουν από τη νομοθετική παρέμβαση δεν θίγουν καθόλου τα σούπερ μάρκετ και τον ρυθμιστικό ρόλο τους στη λιανική πώληση. Εφόσον οι τιμές του προϊόντος δεν καμφθούν, είναι σχεδόν βέβαιο ότι αυτά θα καταδείξουν ως υπεύθυνη τη γαλακτοβιομηχανία, η οποία με τη σειρά της ήδη έχει αρχίσει να πιέζει το κύκλωμα της παραγωγής της πρώτης ύλης, δηλαδή τους κτηνοτρόφους. Οι τελευταίοι βρίσκονται στη δυσμενέστερη θέση όλων, καθώς η επταήμερη διάρκεια ζωής του παστεριωμένου γάλακτος μπορεί να μην ανοίγει εντελώς τη στρόφιγγα εισροής εισαγόμενης πρώτης ύλης στη χώρα, αλλά την ανοίγει ασφαλώς περισσότερο, συγκριτικά με προηγουμένως. Ήδη, σύμφωνα με πληροφορίες, γαλακτοβιομηχανία της Θεσσαλίας άρχισε να διακόπτει τις συνεργασίες της με κτηνοτρόφους της Κεντρικής Μακεδονίας, ενώ από άλλους ζήτησε μείωση τιμών…
Οι εισαγωγές γάλακτος, ιδιαίτερα από χώρες όπως η Ρουμανία, που διαθέτουν την πρώτη ύλη σε τιμές χαμηλότερες συγκριτικά με την Ελλάδα, αναμένεται ότι θα αυξηθούν, καθώς το επταήμερο είναι χρόνος αρκετός για να μεταφέρεται και να διατίθεται το ξένο γάλα στην εγχώρια αγορά. Το «γάλα ημέρας», με διάρκεια συντήρησης που δεν θα υπερβαίνει τις δύο ημέρες, πιθανότατα θα γίνει η αιτία για το «ξεκαθάρισμα λογαριασμών» σε συγκεκριμένες τοπικές αγορές ανά τη χώρα, μεταξύ μεγάλων και μικρότερων γαλακτοβιομηχανιών. Προκειμένου να αντιμετωπιστεί η δαπανηρή υπόθεση των επιστροφών και της διαχείρισης του απούλητου γάλακτος από τις γαλακτοβιομηχανίες, ένα φαινόμενο πολύ συχνό στο «γάλα ημέρας», πιθανώς θα μικρύνει η συσκευασία του προϊόντος. χάριν του καλύτερου προγραμματισμού και με μικρότερο κόστος όλου του συστήματος.
Στο ίδιο πλαίσιο και για λόγους ευνόητους, ίσως δούμε το «γάλα ημέρας» να παράγεται από γαλακτοβιομηχανίες των οποίων οι παραγωγικές εγκαταστάσεις βρίσκονται κοντά στα πολύ μεγάλα αστικά κέντρα, στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Πάντως, οι μεμονωμένες περιπτώσεις πώλησης γάλακτος από αυτόματους πωλητές, όπως συμβαίνει στη Λάρισα, εκτιμάται ότι δεν έχουν πρακτική εφαρμογή σε μαζικές αγορές όπως της Αττικής και της Θεσσαλονίκης. Οι μεγάλες γαλακτοβιομηχανίες, πάντως, δεν φαίνονται διατεθειμένες να επωμιστούν απώλειες που συνδέονται με την τιμή του φρέσκου προϊόντος, το οποίο από μόνο του ούτως ή άλλως συνιστά ζημιογόνο δραστηριότητα.
Ήδη αρκετές από αυτές αντιμετωπίζουν χρηματοοικονομικά προβλήματα, μεγαλύτερα ή μικρότερα, τα οποία σχετίζονται ως ένα βαθμό και με τις καθυστερήσεις των πληρωμών τους έως και «αρκετούς μήνες» από τις λιανεμπορικές αλυσίδες. Επίσης, κάποιες γαλακτοβιομηχανίες ήδη έχουν περιορίσει τα γεωγραφικά όρια της δραστηριότητάς τους, προσπαθώντας αφενός να διασφαλίσουν τον ηγετικό τους ρόλο στις τοπικές αγορές που απευθύνονται και αφετέρου να περιορίσουν το μεταφορικό κόστος, που συνεπάγεται η διανομή του προϊόντος σε μακρινές αποστάσεις.
Εξαγωγή γιαουρτιού και φέτας
Αν υπάρχει ένα κάποιο πραγματικό «στοίχημα ανάπτυξης» για την ελληνική γαλακτοβιομηχανία, δεν βρίσκεται στα όποια πρόσκαιρα μικρο-οφέλη μπορεί να δημιουργήσει ο τομέας του φρέσκου γάλακτος, αλλά στις εξαγωγές γαλακτοκομικών και τυροκομικών προϊόντων, με κεντρικά προϊόντα το γιαούρτι και τη φέτα. Η τελευταία εμφανίζει μία ολοένα και καλύτερη πορεία, εφόσον οι εγχώριοι παραγωγοί κατανόησαν πως η ανάπτυξη τζίρου γι’ αυτούς μπορεί να έλθει κυρίως από τις εξαγωγές. Το γιαούρτι συνιστά, ενδεχομένως, ακόμα μεγαλύτερη ευκαιρία για την ελληνική γαλακτοβιομηχανία, αλλά απαιτούνται επενδύσεις εντός και εκτός των συνόρων, ώστε το αυθεντικό στραγγιστό γιαούρτι να αποσπάσει τα μερίδια που δικαιούται από άποψη ποιότητας, ακόμη και σε πολύ μακρινές αγορές.