Kαι ενώ οι προσπάθειες της κυβέρνησης για αλλαγές στην άκαμπτη ελληνική αγορά εργασίας με τις αλληλοσυγκρουόμενες διατάξεις φάνηκαν γύρω στις αρχές του Αυγούστου ότι θα οδηγούσαν σε χαλάρωση πολλών από τις ακαμψίες αυτές, το τελικό αποτέλεσμα, χωρίς να είναι ακόμα γνωστό, δείχνει να αποτελεί ένα βήμα προς τα πίσω.

Kαι ενώ οι προσπάθειες της κυβέρνησης για αλλαγές στην άκαμπτη ελληνική αγορά εργασίας με τις αλληλοσυγκρουόμενες διατάξεις φάνηκαν γύρω στις αρχές του Αυγούστου ότι θα οδηγούσαν σε χαλάρωση πολλών από τις ακαμψίες αυτές, το τελικό αποτέλεσμα, χωρίς να είναι ακόμα γνωστό, δείχνει να αποτελεί ένα βήμα προς τα πίσω

Aντί να διευκολύνει τις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους, η πρόταση Γιαννίτση, εισάγει και νέες απαγορεύσεις, μειώνοντας τις ώρες των υπερωριών που έχουν δικαίωμα να ζητούν οι επιχειρήσεις από τους εργαζόμενους. Ετσι, το τελικό αποτέλεσμα των μέτρων που σχεδιάζει να λάβει ο υπουργός Εργασίας στις αρχές του Οκτωβρίου θα έχει ως συνολική επίπτωση την αύξηση του κόστους εργασίας κατά 3%, σύμφωνα με υπολογισμούς που έκανε ο Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών. Και όλα αυτά σε ένα εργασιακό περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από απίθανες δυσκαμψίες, που έχουν να κάνουν όχι μόνο με τις εργασιακές συνθήκες αλλά και με τη γραφειοκρατία του ασφαλιστικού συστήματος. Παρά λοιπόν το γεγονός ότι όλες αυτές οι πολύπλοκες και αλληλοσυγκρουόμενες διατάξεις, που διέπουν το εργασιακό αλλά και το ασφαλιστικό περιβάλλον μέσα στο οποίο κινούνται επιχειρήσεις και εργαζόμενοι, θεωρητικά έχουν θεσμοθετηθεί για την προστασία των εργαζομένων, το τελικό αποτέλεσμα είναι αρνητικό γι’ αυτούς, κυρίως για τους άνεργους νέους.

Απλούστατα οι επιχειρήσεις αποφεύγουν να προσλαμβάνουν νέους, που αντιπροσωπεύουν μεγαλύτερο ρίσκο από άποψη παραγωγικότητας. Και αυτό διότι η απόλυση και η νέα πρόσληψη αποτελούν δυσβάστακτες διαδικασίες για τις εταιρείες, κυρίως τις μικρομεσαίες, που δεν διαθέτουν μεγάλα τμήματα υποστήριξης. Σε ένα τέτοιο λοιπόν περιβάλλον ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ξεκίνησε μία προσπάθεια αναθεώρησης του κανονιστικού πλαισίου που διέπει την αγορά εργασίας και αντί να προωθήσει τις απλουστεύσεις που ζητούν οι επιχειρήσεις περιορίζεται σε αναθεώρηση του καθεστώτος της υπερεργασίας και των υπερωριών εις βάρος των επιχειρήσεων, μειώνοντας τις υπερωρίες που μπορούν να ζητήσουν οι εταιρείες από τους εργαζόμενους. Αποτέλεσμα θα είναι η αύξηση του κόστους λειτουργίας των επιχειρήσεων κατά 3%. Βέβαια, τα νέα μέτρα δεν έχουν ακόμα πάρει την τελική τους μορφή, αλλά, σύμφωνα με τα όσα έχουν γίνει γνωστά μέχρι σήμερα, η κατάσταση στην αγορά εργασίας δεν πρόκειται να αλλάξει και πολύ, εκτός ίσως από την επαναρρύθμιση του ωραρίου εργασίας σε ετήσια βάση. Η τελευταία αυτή αλλαγή φαίνεται να έχει αποφασισθεί από τον υπουργό, αλλά δεν είναι ακόμα βεβαία και αφορά κυρίως τις επιχειρήσεις με μεγάλη εποχικότητα στη λειτουργία τους.

Η μερική απασχόληση

Στο μεταξύ, η Ελλάδα είναι από τις πρώτες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην ανεργία των νέων 15 έως 24 ετών, που φθάνει στη χώρα μας στο 29,8% σε σύγκριση με 19,5% για όλη την Ένωση. Μάλιστα, στην περίπτωση των νέων γυναικών του ίδιου ηλικιακού γκρουπ, η ανεργία στην Ελλάδα αγγίζει το 39,4%, σε σύγκριση με το 21% που είναι ο μέσος κοινοτικός όρος. Η έλλειψη ευελιξίας στην ελληνική αγορά εργασίας φαίνεται και από το γεγονός ότι στη χώρα μας το ποσοστό των ελαστικών μορφών απασχόλησης, όπως η μερική απασχόληση, είναι ελάχιστο, συγκρινόμενο με τις άλλες χώρες της Ένωσης (6% ως ποσοστό επί του συνόλου της απασχόλησης στην Ελλάδα και 17,4% στην Ευρώπη των 15). Παραμένοντας λίγο στο θέμα της μερικής απασχόλησης να σημειώσουμε ότι στην Ελλάδα το είδος αυτό της απασχόλησης είναι πολύ πιο αυξημένο στις γυναίκες (10,5% με 33% μέσο όρο στην Ε.Ε.) απ’ ό,τι στους άνδρες (3,3% με 6,1% μέσο όρο στην Ε.Ε.). Σε όλες όμως τις περιπτώσεις η μερική απασχόληση παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα στην Ελλάδα. Και εδώ ο υπουργός Εργασίας ίσως προσπαθήσει να κάνει κάτι, κυρίως στο ζήτημα της ασφάλισης των εργαζομένων με το σύστημα αυτό.