Λίγο μετά την ανακοίνωση των τελευταίων «πατριωτικών» φορο-εισφορών («τελευταίων», εννοείται, ως την ώρα που γραφόταν το ρεπορτάζ) το αίμα στις φλέβες των στελεχών της βιομηχανίας είχε παγώσει. Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την αγορά: το φάντασμα του «κουρέματος» του ελληνικού χρέους και των πτωχεύσεων των πελατών τους! Οι καθυστερήσεις πληρωμών από τους λιανέμπορους προμηνύουν το διάπλατο άνοιγμα της οδού προς την κόλαση για εαυτούς και αλλήλους... «Γενάρη-Φλεβάρη, πιθανώς, το πράγμα θα αρχίσει να μη μαζεύεται με τίποτα...», λένε.
Tα στόματα ανοίγουν δύσκολα. Οι «ειδήσεις» παράγονται μόνο με τη δέσμευση του off the record, αν και για ποιες «ειδήσεις» μιλούμε; Είναι γνωστό σε όλους το ποιος είναι…
«ο επενδυτικά κινούμενος κακοπληρωτής», που έχει ανάγει την τέχνη της χρηματοοικονομικής διαχείρισης σε υπέρτατη επιχειρηματική αξία δια της ισχύος του επιβαλλόμενη, και το ποιος ζητάει παράταση μηνός στις πληρωμές του, διότι αντιμετωπίζει πιεστικό πρόβλημα ρευστότητας. Αλλά προσέξτε, λένε:
Στην περίπτωση του πρώτου ξέρεις πως τα λεφτά σου κάποτε θα τα πάρεις, άσχετα με το αν σου «ψήσει το ψάρι στα χείλη» με τις καθυστερήσεις στην έκδοση των επιταγών πληρωμής σου ή αν έχεις αναγκαστεί να του διακόψεις ακόμα και τις παραγγελίες –αρκεί μόνο να μην σε ξεκάνει χρηματοοικονομικά το κόστος της αναμονής. Αλλά στην περίπτωση του δεύτερου μας κόβει κρύος ιδρώτας… Όχι, λένε, πως οι συνειρμοί φέρνουν φορτικά στο νου το φαλιμέντο της Ατλάντικ, αλλά και ποιος νους μπορεί να παρακάμψει τέτοια, καυτή ακόμα, μνήμη…;
Όσοι προμηθευτές δεν ασφυκτιούν, τουλάχιστον άμεσα, από την πολιτική πυγμής του «ενός» χρεώστη πελάτη τους όσον αφορά στην παράταση του χρόνου αποπληρωμής τους (την οποία αποφασίζει μονομερώς αναλόγως της ισχύος των προμηθευτών και των brands στα ράφια του), αυτοί φοβούνται κυρίως την τύχη των ευάλωτων μεσαίου δυναμικού αλυσίδων, των «ηγέτιδων» της αγοράς των ομίλων.
Η πιθανή κατάρρευση κάποιων από αυτές –και ήδη ορισμένες «δακτυλοδείχνονται» από τους προμηθευτές ως οι πλέον ευεπίφορες στην πτώση– θα βουλιάξει τις τοπικές κοινωνίες που εδρεύουν, ξεσηκώνοντας στο πόδι τις μεγάλες εμπορικές πιάτσες της χώρας. Τα πράγματα είναι απλά στην τραγικότητά τους: Σημασία δεν έχει πλέον αν τώρα ζητούν (κι αν πετυχαίνουν, έστω) κάποιες ημέρες πίστωσης, αλλά το να μην κάνουν στάση πληρωμών!
Εν τη παλάμη και ούτω βοήσωμεν
Τελείωσαν τα ψέματα, η αγορά φέτος το φθινόπωρο διάγει τις τελευταίες ημέρες ψυχραιμίας. Ο κατάλογος των «υποψηφιοτήτων» για το άρθρο 99 του πτωχευτικού κώδικα μακραίνει, ενώ ως τα Χριστούγεννα δεν το γλιτώνουν το λουκέτο κάμποσες μικρομεσαίες προμηθεύτριες εταιρείες, όχι μόνο τοπικές. Πού να περισσέψει, λοιπόν, η ψυχραιμία; Έτσι, το τυχόν «σκάσιμο» κάποιας επιταγής ενεργοποιεί τα πιο βίαια αντανακλαστικά αυτοσυντήρησης κάθε δυνάμει «φεσωμένου» κι αλίμονο, αν ο ευάλωτος στο «κανόνι» βρεθεί μπόσικος…
Αρκεί να ληφθεί υπόψη ότι, ανεξάρτητα από την εγχώρια πιστωτική ασφυξία, ακόμα και οι εγγυητικές επιστολές των τραπεζών σταματούν να γίνονται δεκτές από τους διεθνείς προμηθευτές πρώτων υλών όλο και περισσότερων βιομηχανικών και βιοτεχνικών επιχειρήσεων. Χωρίς μετρητό, δεν κουνιέται φύλλο! Αλλά όταν το χρήμα δεν υπάρχει για να ανακυκλώνεται, η χθεσινή μετ’ επαίνων ευρωστία του παραγωγού μετατρέπεται με μιας σε καλπάζουσα ασθένεια, ίσως θανατηφόρο.
Κάπως έτσι ο ίλιγγος στη δίνη της ύφεσης απαξιώνει τον δίκαιο πλούτο του μικρού, ανεξαρτήτως της ποιότητας της πραμάτειας του, χάρη της αναδιανομής του… ερήμην δικαίου.
Έτσι έχοντας τα πράγματα, το συν-πλην 5% στο μερίδιο ή τον τζίρο του μικρομεσαίου προμηθευτή έχει πια όλο και μικρότερη σημασία, είτε το ομολογεί είτε όχι. Για το μετρητό τρέμει το φυλλοκάρδι του!
Τρέλα και παραλήρημα
Όμως όσο μετρητό έμενε διαθέσιμο στην κατανάλωση, δίνοντας την προσδοκία στην αγορά για μιαν έστω χαμηλής ταχύτητας σταθεροποίηση της ανακύκλωσής του, υφαρπάζεται τώρα από το κράτος με τον πιο οδυνηρό τρόπο για τα νοικοκυριά, φαλιρίζοντας τους μικροκαταθέτες.
Η οριστικοποίηση δε ενός αναμενόμενου «κουρέματος» του ελληνικού χρέους, ακολουθούμενη από την πλήρη διακοπή της χορήγησης τραπεζικών πιστώσεων και από μια «ελεγχόμενη» εσωτερική στάση πληρωμών του Δημοσίου προς πάντες όσοι εξαρτώνται από αυτό, θα δημιουργήσει στην κυριολεξία ψυχολογία πολέμου στην καταναλωτική συμπεριφορά, με άμεσα επαχθείς συνέπειες για τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων. Το κακό υπό τέτοιους όρους είναι ότι σε λίγο δεν θα μιλούμε απλώς για «ψυχολογικό κλίμα», αλλά για μαζική πτώχευση νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Έτσι, το «όραμα» της δημιουργίας πρωτογενούς πλεονάσματος της οικονομίας μας, πράγμα το οποίο υποτίθεται «θα μας ξαναβάλει σε τροχιά ανάπτυξης», μοιάζει όλο και περισσότερο με φαντασίωση τρελού σε ώρα παραληρήματος…
Από το «φυσιολογικό άνοιγμα» στην «τρύπα»
Είναι γνωστό ότι το μικρομεσαίο –κι όχι μόνο– δυναμικό των σούπερ μάρκετ, προκειμένου να αντισταθεί στον ανταγωνισμό των κεφαλών του κλάδου, ήδη έχει περικόψει παράτολμα την κερδοφορία του. Οι προμηθευτές, μιλώντας για ορισμένες τοπικές αλυσίδες, κουνούν ανήσυχοι το κεφάλι τους.
Στις περισσότερες περιπτώσεις το ξέρουν: και το ιδεώδες, έστω, μάνατζμεντ των πελατών τους δεν θα μπορούσε να φέρει βόλτα τη δυσμένεια των όρων της συγκυρίας. Κι αυτό γιατί η μόνη «ευκαιρία» ανταγωνιστικής επιβίωσης που τους δίνεται σήμερα, ανάλογα της έκθεσης καθενός στον τραπεζικό δανεισμό και στην πίστωσή του από τους προμηθευτές, είναι να καταφέρουν να «γυρίσουν» τις συναλλαγές τους στα ήθη του «τοις μετρητοίς»: Αγοράζω-πληρώνω, πουλώ-αγοράζω.
Πώς, όμως; Σε μια επιχειρηματική αγορά, που έχει κυρίαρχη παράδοση στη μεταχρονολογημένη επιταγή και στην εξάρτηση από τον τραπεζικό δανεισμό (για κεφάλαια κίνησης κι ανάπτυξης), και σε μια κλαδική πιάτσα που ιστορικά έχει ως προϋπόθεση λειτουργίας της (και επέκτασής της) τις υπερδιπλάσιες των αποθεμάτων πιστώσεις των προμηθευτών (σε ημέρες πωλήσεων και απόλυτη αξία), είναι, τάχα, εύκολο να ανασκευαστούν τα συναλλακτικά ήθη; Κι αν έστω παρήγαγε ικανά κέρδη η λιανική, στην οποία συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο σήμερα, θα επαρκούσε ο χρόνος ώστε τα κέρδη της να γεμίσουν το προ-υφεσιακό «φυσιολογικό άνοιγμα» των αλυσίδων, που η ύφεση το κατέστησε «τρύπα»; Αστεία πράγματα. Είναι σαν να σου ζητάνε να κλειδώσεις στο συρτάρι το κλειδί του…
Οι προμηθευτές, πάντως, ομολογούν ότι με την έναρξη του 2010 όλες γενικά οι αλυσίδες, μικρές μεγάλες, προχώρησαν σε εκείνο το είδος επιλεκτικότητας κωδικών εμπορεύματος στις παραγγελίες τους, που δεν αρέσει στον βιομήχανο, αλλά που εξασφαλίζει στο ράφι του λιανέμπορου μεγάλη κυκλοφοριακή ταχύτητα. Όντως, το «καλός κωδικός είναι μόνο ο ευπώλητος» έχει γίνει πια το μότο των διαπραγματεύσεων.
Επίσης, διαπιστώνουν ότι το άγχος των πελατών τους για τη μείωση των αποθεμάτων τους οδηγεί συχνά σε σπασμωδικές κινήσεις. Αλλά το μόνο που μένει στον προμηθευτή για να διασκεδάζει τους φόβους του, τουλάχιστον στις περιπτώσεις των «ευάλωτων συνεργατών», είναι να αναλαμβάνει αυτός να «εξορθολογίζει» τις παραγγελίες τους, θυμίζοντάς τους ότι «η προθεσμία της πληρωμής σου τελειώνει και δεν μπορώ να σου την ανανεώσω, γιατί τώρα κινδυνεύω κι εγώ»!
Η επίγνωση όλων για το χάλι της αγοράς φάνηκε στις φετινές διαπραγματεύσεις προμηθευτών-λιανέμπορων: αν και σε κλίμα δυσθυμίας, οι τόνοι μένουν χαμηλοί. Οι μεγαλύτεροι προμηθευτές, μάλιστα, προϋπολόγισαν πέρυσι ποσά ασφαλείας υπέρ αναμενόμενων απωλειών, λόγω της Ατλάντικ, αντιμετωπίζοντας, ταυτόχρονα, στο πλαίσιο του «διαχειρίσιμου των απωλειών», τα «μικρο-κανόνια» που αντηχούν εδώ κι εκεί στον εμπορικό χάρτη της χώρας. Άλλωστε, κατά βάση τα «μικρά κανόνια» τα χρεώνονται οι τοπικοί χονδρέμποροι, τους οποίους οι προμηθευτές κρατούν στο χέρι με εγγυητικές, προσημειώσεις κλπ.
Τώρα, όμως, η βιομηχανία σηκώνει τα χέρια ψηλά. Τι τέξεται η επιούσα, ουδείς γνωρίζει. Διαισθητικά περισσότερο διατυπώνεται η ευχή ότι «ως τα Χριστούγεννα ίσως τη βγάλουμε καθαρή», αλλά με τη σκοτεινή προσθήκη «Γενάρη-Φλεβάρη, πιθανώς, το πράγμα θα αρχίσει να μη μαζεύεται με τίποτα…». Κι αυτό, προσέξτε, λεγόταν σε ημέρες που μόλις έβγαινε απ’ τη (ως χτες απαγορευμένη) βιτρίνα η σημαία της ελεγχόμενης χρεοκοπίας της χώρας…
Ιδιορρυθμίες ή δομικές ανωμαλίες;
Οι προμηθευτές επίσης πληρώνουν τις ιδιορρυθμίες λειτουργίας της εγχώριας αγοράς, οι οποίες υπό το καθεστώς της ύφεσης μετέτρεψαν σε «τρύπα» τις δικές τους εκ παραδόσεως «παραχωρήσεις» στους πελάτες τους.
Πράγματι, αν θελήσει να δει κάποιος τις «ανορθολογικές» (ως προς τα ευρωπαϊκά ισχύοντα) πιστώσεις των προμηθευτών προς το λιανεμπόριο, αποστασιοποιούμενος από το μεσοπρόθεσμο όφελος που παρήγαν γι’ αυτούς σε εποχές ταχείας επέκτασης του οργανωμένου λιανεμπορίου και της ζήτησης, αντιλαμβάνεται ότι προϋπόθεση επιτυχίας της βιομηχανικής επένδυσης στην Ελλάδα είναι η συνθήκη περίπου το ήμισυ του κόστους της να «κυκλοφορεί» στην αγορά ως πίστωση στους «μεγάλους πελάτες».
Στην υπόλοιπη Ευρώπη η εν λόγω σχέση είναι περίπου 1 προς 5: το 20% στην αγορά και το 80% στην παραγωγή. Η ελληνική εκδοχή αυτής της σχέσης αποτυπώνεται, λοιπόν, στο υπερδιπλάσιο του χρόνου των ημερών πίστωσης των προμηθευτών προς τους πελάτες τους, που σήμερα, μάλιστα, λόγω της έλλειψης ρευστότητας, τείνει να ξεχειλώσει. Αυτό, λένε οι προμηθευτές, αποτρέπει την υλοποίηση βιομηχανικών επενδύσεων στη χώρα. Μιλώντας επικαιρικά, έχουν δίκιο.
Αλλά η επικαιρική θεώρηση δεν λαμβάνει υπόψη της ότι, κι αν ακόμα ίσχυαν οι κανονιστικοί «μέσοι όροι» της Ευρώπης στις εγχώριες συναλλαγές, το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο. Γιατί το κίνητρο των επενδύσεων είναι η ζωντάνια της ζήτησης κι όχι οι συναλλακτικές ιδιορρυθμίες της αγοράς. Και ζωντάνια τέτοια δεν υπάρχει, ούτε ρευστό.
Επομένως, η επίκληση της ορθότητας των «ευρωπαϊκών μέσων όρων» και η ενοχοποίηση των λειτουργικών ιδιορρυθμιών της αγοράς μας είναι ως προς την ουσία τους εξίσου παραπλανητικές. Δεν φταίει η βροχή, αν μπάζει νερά η παράγκα του Καραγκιόζη, αλλά η φτώχεια που τον βασανίζει…
«Τυχερές», φυσικά, θεωρούνται οι ελληνικές βιομηχανίες που ήδη έχουν αντισταθμιστικά «απλωμένο το πόδι τους» στις διεθνείς αγορές.
Πάντως, κανείς δεν αγνοεί κάποια σχετικοποίηση τούτης της τύχης, δεδομένου ότι η σημαία των ισοσκελισμένων ισολογισμών και της λιτότητας σηκώνεται πλέον σε όλους τους εθνικούς ιστούς. Η συζητούμενη δε επίσπευση της ανακεφαλαιοποίησης των (πτωχευμένων) ευρωπαϊκών τραπεζών, εφόσον θα γίνει και πάλι απ’ τα λεφτά των φορολογουμένων, «μυρίζει» παντού πτώση της ζήτησης και της παραγωγής και πιστωτική ασφυξία.
Ασκήσεις επί χάρτου
Φυσικά, δεν εξέλειψαν από την εγχώρια αγορά οι μάνατζερ της βιομηχανίας που εξακολουθούν να προτάσσουν τη σημασία των μεριδίων αγοράς και του κέρδους, έναντι του πρωτείου των πληρωμών τοις μετρητοίς. Πρόκειται ασφαλώς για τις προμηθεύτριες εταιρείες κατόχους των ισχυρών πολυεθνικών brands, που έχουν την ισχύ να αξιώνουν από τον λιανέμπορο την αποπληρωμή τους εντός των συμπεφωνημένων προθεσμιών.
Άλλωστε, ποιος λιανέμπορος «παίζει» με τις μάρκες που ηγεμονεύουν από άποψη ζήτησης στο ράφι του; Γι’ αυτές τις εταιρείες το διακύβευμα είναι (εννοείται) η μάζα των πωλήσεων ως προς το παραγόμενο αποτέλεσμα της κερδοφορίας, όμως όχι με όρους δοκιμασίας της αντοχής τους για επιβίωση, όπως συμβαίνει με τις ελληνικές βιομηχανίες, αλλά της ύπαρξης ή όχι λόγων να βαρύνονται με το διοικητικό κόστος της παραμονής τους στην Ελλάδα.
Τουλάχιστον τρεις από τους διεθνείς προμηθευτικούς κολοσσούς, μαθαίνουμε, έχουν στα συρτάρια τους εναλλακτικά σενάρια για την πορεία της χώρας (πχ χρεοκοπία με ευρώ ή δραχμή κλπ). Για την ώρα δεν υπονοούνται καν οι προθέσεις τους, αλλά πιθανώς οι μητρικές τους ήδη διερωτώνται: «Γιατί να διατηρώ εταιρεία στην Ελλάδα; Τα κέρδη μου μειώνονται, η χρηματοοικονομική διαχείριση από άποψη απαιτήσεων ανεβαίνει, το ίδιο κι ο κίνδυνος επισφαλειών. Άρα;…».
Στρατηγικά η τελική λύση είναι η αντιπροσώπευση των προϊόντων τους από ελληνικές εταιρείες ομοειδών προϊόντων (όπως τη δεκαετία του ’60), οι οποίες έναντι ενός μεριδίου κερδών, λχ της τάξης του 25%-30%, θα προσφερθούν να αναλάβουν αυτές το λειτουργικό κόστος της διαχείρισης των ηγετικών brands, μαζί με τα ρίσκα της εγχώριας αγοράς. Αλλά όταν είσαι διεθνής προμηθευτικός κολοσσός, πάντα έχεις την ευχέρεια της απόφασης να ξεφορτωθείς προκαταβολικά τα μικρά brands, αυτά δηλαδή που διανέμονται σε δυο-τρεις χώρες, προκειμένου να ελαφρώσει το κόστος σου, πριν επαναλάβεις την άσκηση επί χάρτου: «Γιατί να διατηρώ εταιρεία στην Ελλάδα; Κλπ, κλπ».
Κατά τη γνώμη μας οι τελικές λύσεις θα είχαν ήδη δοθεί από τις πολυεθνικές, αν το πρόβλημα της κρίσης χρέους δεν ήταν παγκόσμιο δομικό αλλά ελληνικό, όπως εξαρχής παρουσιάστηκε απ’ όλους όσοι έκτοτε χτυπούν αλύπητα το σαμάρι της ελληνικής κοινωνίας, για να το ακούει ο γάιδαρος (και τι γάιδαρος!).