Η εγχώρια αγορά των γαλακτοκομικών στη διετία 2010-2011 εκτιμάται ότι θα παρουσιάσει ετήσια μείωση της τάξης του 2%-3% σε όγκο, σύμφωνα με την τελευταία σχετική κλαδική έρευνα της ICAP.

Στο πλαίσιό της, εκτιμάται, επίσης, ότι τα φαινόμενα υποκατάστασης μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών γαλακτοκομικών προϊόντων θα συνεχιστούν, ενώ τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας θα παρουσιάσουν περαιτέρω ανοδική πορεία.

Στη μελέτη αναφέρεται ότι η συνολική εγχώρια κατανάλωση γάλακτος παρουσίασε ανοδική πορεία την περίοδο 1999-2009, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 2,5%. Επίσης, ότι το φρέσκο παστεριωμένο γάλα εξακολουθεί να αποτελεί την κυριότερη κατηγορία γάλακτος, καθώς το ποσοστό συμμετοχής του στο σύνολο της κατανάλωσης διαμορφώθηκε σε 42,9% το 2009, ωστόσο, παρατηρείται σημαντική μείωση του ποσοστού αυτού την τελευταία τετραετία.

Αντίθετα, το γάλα υψηλής παστερίωσης αύξησε εντυπωσιακά το ποσοστό συμμετοχής του επί της συνολικής αγοράς (27% το 2009). Το αντίστοιχο ποσοστό για το ισοδύναμο του συμπυκνωμένου γάλακτος, διαμορφώθηκε σε 27,5% το 2009, αλλά η κατανάλωσή του είναι σε γενικές γραμμές φθίνουσα.

Κατά τη μελέτη η συνολική εγχώρια κατανάλωση γιαουρτιού παρουσίασε πτώση 4,6% το 2009, σε σχέση με το 2008. Το μεγαλύτερο μέρος της εγχώριας κατανάλωσης καλύπτεται από τα εγχώρια προϊόντα (2009: εισαγωγική διείσδυση 16,6%), ενώ οι εξαγωγές γιαουρτιού παρουσίασαν αύξηση την τελευταία τετραετία.

Βασικό σημείο αναφοράς του κλάδου κατά τη μελέτη είναι το γεγονός ότι το σύνολο της εγχώριας πρωτογενούς παραγωγής αγελαδινού γάλακτος καθορίζεται από το κοινοτικό σύστημα των ποσοστώσεων (εθνική ποσόστωση 2009: 845 χιλ. τόνοι), το οποίο ωστόσο, σύμφωνα με απόφαση του Συμβουλίου Υπουργών Γεωργίας της ΕΕ το 2015 θα καταργηθεί.

Όπως επισημαίνουν οι ερευνητές, το 2009 οι πωλήσεις των παραγωγικών επιχειρήσεων γαλακτοκομικών προϊόντων σημείωσαν πτώση 6,45%, σε σχέση με το 2008. Ωστόσο η μείωση του κόστους πωλήσεων κατά 8,25% οδήγησε τελικά σε υποχώρηση του μικτού κέρδους τους κατά 2,12%. Τα κέρδη προ φόρου εισοδήματος των εταιρειών του δείγματος ήταν αρνητικά τόσο το 2008 όσο και το 2009, οφειλόμενα κυρίως στα αρνητικά αποτελέσματα δύο εκ των δέκα εταιρειών του δείγματος.