Δυνάμεις αντίρροπες. Οι τριγμοί στο τεντωμένο σκοινί προκαλούν δέος, αλλά η πολιτική ηγεσία της χώρας κωφεύει. Ή μάλλον οι πολιτικοί μας ερίζουν για το ποιος φταίει λιγότερο ή περισσότερο για την κατάντια της χώρας, σαν να μην αντιλαμβάνονται ότι στην καταστροφή δεν μετρούν τα «ποσοστά» ευθύνης κι ότι, αν το σκάφος βυθιστεί, δίκαιοι και άδικοι, λιγότερο και περισσότερο υπεύθυνοι, θα βρεθούν όλοι στον βυθό...

Και οι επιχειρήσεις; Η εξέλιξη του πληθωρισμού, που τον Απρίλιο έφτασε μιαν ανάσα πριν το 5%, δεν περιποιεί τιμήν στον επιχειρηματικό κόσμο της χώρας, όσο κι αν η μερίδα του λέοντος του ποσοστού αύξησής του επιμερίζεται στον λεγόμενο «κρατικό πληθωρισμό».

Οι φορείς της αγοράς θεωρούν ως υπεραισιόδοξη την πρόβλεψη για συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 4%, εκτιμώντας ότι η ελληνική οικονομία θα «μικρύνει» πολύ πάνω από 5%.

Το 2009, σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), το λιανεμπόριο είχε απώλεια τζίρου γύρω στα 6 δισ. ευρώ, ενώ γύρω στους 35.000 επιχειρηματίες βρέθηκαν χωρίς επιχείρηση και δουλειά. Για το 2010 -φυσικά, με βάση τα σημερινά δεδομένα, καθώς οι εξελίξεις επί τα χείρω έχουν λάβει κατακλυσμικό χαρακτήρα- οι φορείς του εμπορίου εκτιμούν ότι οι λιανικές πωλήσεις θα μειωθούν στην καλύτερη περίπτωση κατά 10 δισ. ευρώ, ενώ ήδη 65.000 εμπορικές επιχειρήσεις βρίσκονται στο «κόκκινο» και τα επιχειρηματικά δάνεια που καθυστερούν εκτοξεύτηκαν στα 17,5 δισ. ευρώ, από τα 11,5 δισ. που ήταν στα τέλη του 2009.

Τα πρωτοφανή σε σκληρότητα δημοσιονομικά μέτρα που ελήφθησαν κατ’ απαίτηση των «διασωστών» της ελληνικής οικονομίας, του ΔΝΤ και της ΕΕ, έχουν περικόψει ήδη τις αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων κατά 25%, «ψαλίδισαν» με βάναυσο τρόπο τις γλίσχρες συντάξεις και μετέτρεψαν σε «επίδομα» τον 13ο και 14ο μισθό στον δημόσιο τομέα και την 13η και 14η σύνταξη. Κι ενώ όλα δείχνουν ότι θα υπάρξει ακόμη σκληρότερη συνέχεια, χωρίς να διασφαλίζεται ότι μπαίνει οριστικά φρένο στην κατηφορική πορεία προς τη χρεοκοπία, ο πληθωρισμός συνεχίζει τη φρενήρη ανοδική πορεία του, που άρχισε από τον περασμένο Νοέμβριο.

Τον Απρίλιο, το «κοντέρ» έδειξε 4,8%, ενώ το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης εκτιμά ότι η ταχύτητα θα ανέβει ακόμη περισσότερο τον Μάιο, χωρίς ωστόσο να δείχνει διατεθειμένο να σκύψει σοβαρά πάνω από το πρόβλημα και να αντιμετωπίσει στη ρίζα τους τις πραγματικές αιτίες που φουσκώνουν τον πληθωρισμό. «Συμφωνίες κυρίων», εντατικοποίηση των ελέγχων, αφορισμοί κατά των «κακών» βενζινοπωλών είναι τα όπλα που χρησιμοποιεί η κυβέρνηση, πετυχαίνοντας απλώς να «ξορκίσει» την ακρίβεια και τίποτε περισσότερο.


Κρατικός και ιδιωτικός πληθωρισμός
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, τα καύσιμα με τις απανωτές αυξήσεις των ειδικών φόρων κατανάλωσης το τελευταίο διάστημα προσέθεσαν στον πληθωρισμό 2,43 ποσοστιαίες μονάδες, δηλαδή κάτι παραπάνω από το μισό της συνολικής αύξησης. Ακόμα, 0,45 ποσοστιαίες μονάδες πρόσθεσαν τα ποτά και τα τσιγάρα, που επίσης επιβαρύνθηκαν με αυξημένο ΕΦΚ. Η τρίτη τους τελευταίους μήνες αύξηση του ΕΦΚ δεν περιλαμβάνεται στις μετρήσεις του Απριλίου και θα προσθέσει νέους πόντους στον πληθωρισμό τον Μάιο, ωθώντας τον πάνω από το 5%.

Οι 11 από τις 12 ομάδες αγαθών και υπηρεσιών, που απαρτίζουν το «καλάθι της νοικοκυράς», ακολούθησαν ανοδική πορεία ως προς τις τιμές στο τελευταίο 12μηνο της άγριας κρίσης και της κάμψης της ζήτησης, που στο λιανικό εμπόριο έφτασε ακόμη και το 10%. Μόνο στον κλάδο της διατροφής καταγράφηκε μία μικρή αποκλιμάκωση τιμών, της τάξης του 0,9%. Οι μεγαλύτερες αυξήσεις σημειώθηκαν σε όσους κλάδους πλήττονται από τις αυξήσεις των ειδικών φόρων (μεταφορές 18,5%, αλκοολούχα ποτά και καπνός 9,8%), όπως και στον τομέα της στέγασης (7,3%). Όμως, κάθε άλλο παρά αμελητέες και δυσεξήγητες είναι οι αυξήσεις σε κλάδους, όπως η ένδυση-υπόδηση (2,8%), τα ξενοδοχεία-καφέ-εστιατόρια (3%), εκπαίδευση (3%), επικοινωνίες (3,5%) κλπ.

Αλλά, πίσω από τη -μικρή έστω- μείωση του πληθωρισμού στα είδη διατροφής κρύβονται ορισμένες «πικρές αλήθειες». Η μείωση οφείλεται κυρίως στα εποχικά προϊόντα, τα νωπά φρούτα και λαχανικά, και κατά δεύτερο λόγο στο παστεριωμένο γάλα και στο ελαιόλαδο. Σε όλα σχεδόν τα υπόλοιπα τρόφιμα οι τιμές εξακολουθούν να αυξάνονται. Στην ουσία, η ελληνική βιομηχανία τροφίμων, που στην προ διετίας διατροφική κρίση αύξησε υπέρμετρα τις τιμές της, αρνούμενη να επανέλθει στα προ της κρίσης επίπεδα, μοιράζει κάποια «ψιχία» μειώσεων στους καταναλωτές.

Κάνοντας μια αναδρομή στην τελευταία πενταετία, παρατηρούμε ότι τον Απρίλιο οι τιμές των τροφίμων ήταν κατά μέσο όρο 14,2% υψηλότερες από τον αντίστοιχο μήνα του 2005. Η αύξηση, παρότι υπολείπεται της μέσης αύξησης του πληθωρισμού, που έφτασε το 17%, είναι πολύ σημαντική, με δεδομένο το μεγάλο μερίδιο που κατέχουν οι δαπάνες για τρόφιμα στο σύνολο των δαπανών ιδιαίτερα των χαμηλών εισοδημάτων (κάτω από τα επίπεδα της φτώχειας ζουν πάνω από 2 εκατ. Έλληνες).

«Πρωταθλητής» στις ανατιμήσεις στην πενταετία αναδείχθηκαν τα τσιγάρα και τα ποτά (34,3%), ο κλάδος, δηλαδή, που τους τελευταίους μήνες επιβαρύνθηκε σε μεγάλο βαθμό από την αύξηση της φορολογίας. Πάνω από τον μέσο όρο κινούνται επίσης οι αυξήσεις στον τουρισμό και την εστίαση, την εκπαίδευση, τις μεταφορές και τη στέγαση, ενώ κοντά στον μέσο όρο κινούνται η ένδυση και η υπόδηση.

Το ελληνικό «παράδοξο»
Με αυτά και με τα άλλα, η χώρα μας βρέθηκε σήμερα να διεκδικεί ένα «χρυσό πανευρωπαϊκό μετάλλιο», ενώ φαίνεται να έχει κατοχυρώσει δύο παγκόσμιες πατέντες, από τις οποίες όμως η μία, που κοντεύει να τρελάνει τους οικονομικούς αναλυτές, φαίνεται να είναι κάλπικη. Το «μετάλλιο» αφορά στην τιμή της αμόλυβδης βενζίνης, η οποία, μετά και τη νέα αύξηση του ΕΦΚ, είναι η δεύτερη υψηλότερη στην ΕΕ (υπολείπεται μόνο της Ολλανδίας), όταν στις αρχές του Φεβρουαρίου η Ελλάδα κατείχε την 20ή θέση στον πίνακα με τις τιμές της αμόλυβδης στην ΕΕ-27. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η «κάλπικη» πατέντα.

Αυτή διδάσκει πώς σε μία οικονομία στα πρόθυρα της κατάρρευσης, με την αγοραστική δύναμη να βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση και τους καταναλωτές σε κατάσταση αμόκ και πανικού, οι λιανικές πωλήσεις μπορεί να αυξάνουν! Μόνο στην Ελλάδα συμβαίνουν τέτοια πράγματα, καθώς, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, διαπιστώνεται αύξηση του όγκου των λιανικών πωλήσεων το πρώτο δίμηνο του έτους!

Οι μη γνωρίζοντες την ελληνική πραγματικότητα θα κοιτούν αποσβολωμένοι τα στοιχεία. Όμως, οι επαΐοντες εξηγούν εύκολα το… ελληνικό παράδοξο. Το «κίνημα των αποδείξεων», λένε, έβγαλε στην επιφάνεια ένα τμήμα του τζίρου, που μέχρι τώρα γινόταν κάτω από το τραπέζι, λάμβανε, δηλαδή, χώρα στο πεδίο του παραεμπορίου και της παραοικονομίας. Άλλωστε, προσθέτουν, στα καταστήματα όπου κατά τεκμήριο κόβονταν αποδείξεις, ο τζίρος συνεχίζει την καθοδική του πορεία (σούπερ μάρκετ -2%, πολυκαταστήματα -10,1% τον Φεβρουάριο κλπ).


Μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα
Η πραγματικότητα λέει ότι μέσα σε μόλις έναν χρόνο το εμπόριο έχασε ό,τι είχε κερδίσει την προηγούμενη πενταετία. Ο όγκος των λιανικών πωλήσεων τον Φεβρουάριο ανήλθε μόλις στο 98,5% του αντίστοιχου μεγέθους τον Φεβρουάριο του 2005, ενώ το αντίστοιχο ποσοστά στα πολυκαταστήματα είναι μόλις 89,7%. Απώλειες έχουν ακόμη και τα τρόφιμα, με το ποσοστό κάλυψης να φθάνει το 98,6%.

Η έκρηξη, πάντως, του πληθωρισμού, τη στιγμή που η ελληνική οικονομία περνάει τη μεγαλύτερη μεταπολεμική κρίση, μάλλον αποτελεί αυθεντική ελληνική πατέντα. Είναι, άραγε, «κουφή και τυφλή» η αγορά μας ή μήπως ο ιός της αυτοκαταστροφής έχει μολύνει όλη την ελληνική κοινωνία -επιχειρηματίες και άβουλους καταναλωτές- χωρίς να υπάρχει γιατρειά;

Η ακρίβεια στην Ελλάδα έχει πίσω της πολύ ιστορία και δεν αρκεί μια κρίση -όσο μεγάλη κι αν είναι- για να την εξαφανίσει αυτομάτως. «Χρειάζονται μέτρα ανατρεπτικά για να τιθασευτεί», τονίζουν παράγοντες της αγοράς. Στηρίζεται στους εξής τέσσερις πυλώνες, που είναι θεμελιωμένοι πάνω στο μοντέλο του πελατειακού κράτους και της δυσκίνητης και ανεπαρκέστατης διοίκησης:

  • Στην κακή λειτουργία του ανταγωνισμού: Εναρμονισμένες πρακτικές, καθορισμός τιμών από τον προμηθευτή που τις επιβάλλει στον μεταπωλητή, ρήτρες απαγόρευσης των παράλληλων εισαγωγών, κάθετες και οριζόντιες συμπράξεις, είναι ορισμένα μόνο κομμάτια του παζλ που συνθέτουν το πεδίο του ανταγωνισμού αλά ελληνικά.
  • Στην εκτεταμένη παραοικονομία, που καλύπτει γύρω στο 35%-40% της οικονομίας. Το αδήλωτο πλεόνασμα βγαίνει πολύ πιο εύκολα από την τσέπη και ξοδεύεται για την αγορά καταναλωτικών αγαθών. Η αυξημένη ζήτηση που δημιουργείται με αυτό τον τρόπο προκαλεί πληθωριστικές πιέσεις και διογκώνει την ακρίβεια, χωρίς, από την άλλη, να αποκομίζει δημοσιονομικά οφέλη το κράτος.
  • Στην πολιτική των τραπεζών, που όλα τα προηγούμενα χρόνια βομβάρδιζαν με μηνύματα ευδαιμονίας και άφθονο πλαστικό χρήμα (καταναλωτικά δάνεια, πιστωτικές κάρτες) ένα ανώριμο καταναλωτικό κοινό, το οποίο το έριχνε στην υπερκατανάλωση, χωρίς ούτε καν να φαντάζεται τις μελλοντικές συνέπειες αυτής της τακτικής.
  • Στην έλλειψη ορθής καταναλωτικής συμπεριφοράς: Ένας καταναλωτής που ξαφνικά βρέθηκε με άφθονο χρήμα στην κατοχή του -έστω και δανεικό-, ένα καταναλωτικό κίνημα περίπου ανύπαρκτο, ένα κράτος που περιορίστηκε στον ρόλο του παθητικού παρατηρητή. Και κάθε μέτρο χάθηκε, καθώς… τα πόδια απλώθηκαν πολύ περισσότερο από εκεί που έφτανε το πάπλωμα…

«Το μίγμα της ακρίβειας είναι κυριολεκτικά εκρηκτικό στη χώρα μας», επισημαίνει στέλεχος της Επιτροπής Ανταγωνισμού. «Ξεκινά από την κακή λειτουργία της αγοράς, πατάει πάνω στους ανεπαρκείς μηχανισμούς φορολογικού ελέγχου του κράτους και φουντώνει, εκμεταλλευόμενο το εύκολο και πανάκριβο χρήμα, που τελικά μετατράπηκε σε πολύ επικίνδυνο όπλο στα χέρια ανώριμων και απαίδευτων καταναλωτών…».

Πάντως, τονίζει, «η κρίση, έστω και με καθυστέρηση, θα πρέπει να έχει αντίκρισμα και στις τιμές. Ειδικά σήμερα, που η δραστική περικοπή των εισοδημάτων είναι γεγονός, η διαφορά, ή τουλάχιστον ένα σημαντικό μέρος της, θα πρέπει άμεσα να καλυφθεί από μειώσεις στις τιμές. Αν δεν γίνει αυτό, τότε κάτι σοβαρό συμβαίνει, καθώς θα φανεί ότι η αγορά είναι ανίκανη θα διδαχθεί από τα παθήματά της».

Δείκτης απελπισίας καταναλωτών
Η απελπισία που διακατέχει τους Έλληνες καταναλωτές αντικατοπτρίζεται και στα ευρήματα της Έρευνας Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης του ΙΟΒΕ. Τον Απρίλιο ο σχετικός δείκτης συνέχισε να υποχωρεί, δημιουργώντας νέο αρνητικό ρεκόρ. Οι Έλληνες εξακολουθούν να είναι οι πιο απαισιόδοξοι πολίτες της Ευρώπης, με τους γείτονες Βούλγαρους και Ρουμάνους να ακολουθούν.

Όπως τονίζει το ΙΟΒΕ, «οι εντεινόμενοι φόβοι των Ελλήνων καταναλωτών για το ύψος του εισοδήματός τους και την κάμψη της αγοραστικής τους δύναμης, η αρνητική ψυχολογία που έχει δημιουργηθεί γύρω από την ασφάλεια στην αγορά εργασίας, επιβαρύνουν το ήδη εξαιρετικά δυσμενές κλίμα. Διατυπώνονται, έτσι, όλο και περισσότερο δυσμενείς προβλέψεις, οι οποίες αναμένεται να κορυφωθούν πλέον το Μάιο, με την οριστικοποίηση των δημοσιονομικών μέτρων που εξαγγέλθηκαν».

Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι το 86% των Ελλήνων θεωρεί απίθανη κάθε αποταμίευση το επόμενο 12μηνο, το 81% αναμένει αύξηση της ανεργίας και το 74% αύξηση των τιμών. Το 62% των νοικοκυριών δηλώνουν ότι «μόλις τα βγάζουν πέρα».