Στο σύνολο της ΕΕ η παραοικονομία ανέρχεται σε 2 τρισ. ευρώ και αντιστοιχεί στο 17% του συνολικού κοινοτικού ΑΕΠ, όπως προκύπτει από την έρευνα της A. T. Kearney-Management Consultants, με τίτλο «Η παραοικονομία στην Ευρώπη», στοιχεία της οποίας δημοσιοποιήθηκαν πρόσφατα.

Στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, το ποσό που αντιστοιχεί σε δραστηριότητες της παραοικονομίας ανέρχεται, όπως προαναφέραμε, στα 52 δισ. ευρώ ετησίως, που αντιστοιχεί στο 26,1% του επίσημου ΑΕΠ της χώρας. Με το ποσοστό αυτή η Ελλάδα καταλαμβάνει την πρώτη θέση ανάμεσα στα Παλαιά Μέλη της ΕΕ, με την Ιταλία να ακολουθεί με ποσοστό 24,4%, προσδιοριζόμενο σε αξία στα 349 δισ. ευρώ, που είναι και το υψηλότερο ποσό ανάμεσα σε όλες τις χώρες όπου έγινε η έρευνα.

Η «μαύρη τρύπα» της παραοικονομίας στη Γερμανία είναι η δεύτερη μεγαλύτερη στην ΕΕ, μετά της Ιταλίας, καθώς «καταπίνει» ετησίως 346 δισ. ευρώ. ‘Ομως, το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο 15,4% του γερμανικού ΑΕΠ, δηλαδή σε ποσοστό χαμηλότερο από το μέσο κοινοτικό, αλλά οπωσδήποτε υψηλό για μια οικονομία τόσο οργανωμένη.

Την πρώτη τετράδα του πίνακα με τα υψηλότερα ποσοστά της παραοικονομίας επί του ΑΕΠ συμπληρώνουν άλλες δύο χώρες του ευρωπαϊκού νότου: η Ισπανία με 21,3% και η Πορτογαλία με 20,6%.

Την πρώτη θέση στη Δυτική και Βόρεια Ευρώπη καταλαμβάνει το Βέλγιο με 19,5%, και αμέσως μετά ακολουθούν οι τέσσερις σκανδιναβικές χώρες, με ποσοστά που κυμαίνονται από 15,9% έως 16,9%.

Οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης πρέπει να εκληφθούν ως μία εντελώς διαφορετική ομάδα. Στις περισσότερες από αυτές η παραοικονομία αντιστοιχεί σε ποσοστά υψηλότερα από το 30% του ΑΕΠ, όμως υπάρχουν και τρεις χώρες που κιόλας έχουν ξεπεράσει την Ελλάδα στο «μέτωπο» αυτό: η Σλοβακία με 17,9%, η Τσεχία με 18% και η Ουγγαρία με 24,7%.

15-20 δισ. ευρώ το παραεμπόριο

Σημαντική είναι η συμβολή του παραεμπορίου στη δημιουργία του «μαύρου προϊόντος» της ελληνικής παραοικονομίας. Σύμφωνα με εκτιμήσεις των αρμόδιων υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομίας και των φορέων του εμπορίου, το 1/3 της παραοικονομίας προέρχεται από παραεμπορικές δραστηριότητες. Με απλά λόγια, ο ετήσιος τζίρος του παραεμπορίου στη χώρα μας κυμαίνεται από 15 ως 20 δισ. ευρώ!

Το παραεμπόριο, τονίζει ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ, κ. Δ. Ασημακόπουλος, είναι η εμπορική πλευρά της εγχώριας παραοικονομίας. Η παραοικονομία έχει πολλές πηγές και φορείς, που δεν μπορούμε ευκαιριακά να τους εντοπίζουμε άλλοτε στους μικρομεσαίους, άλλοτε στους μανάβηδες και άλλοτε στα καροτσάκια, στους Κινέζους και στους Μαύρους. Ξεκινάει από το χρήμα του εγκλήματος και της λαθρεμπορίας και φθάνει μέχρι το δεύτερο αδήλωτο εισόδημα του εργαζόμενου, αλλά και τους κατόχους των υπεράκτιων εταιρειών, που ανέρχονται σε αρκετές χιλιάδες στην Ελλάδα. Μέσα σε αυτή την γκάμα των δραστηριοτήτων περιλαμβάνεται και το παραεμπόριο.

Παράνομοι και «νόμιμοι» παρα-έμποροι

Ο κύριος όγκος του παραεμπορίου στη χώρα μας εντοπίζεται κυρίως σε δύο χώρους:

  • Στο πλανόδιο εμπόριο, που ασκείται κυρίως από οικονομικούς μετανάστες και ‘Ελληνες Ρομ.
  • Στο στεγασμένο εμπόριο, που πωλεί ή διακινεί εμπορεύματα χωρίς να εκδίδει τα νόμιμα παραστατικά.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις των υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομίας (ΥΠΕΕ κλπ), ο ετήσιος τζίρος του παραεμπορίου της πρώτης κατηγορίας ανέρχεται σε 7-10 δισ. ευρώ ετησίως. Μιλώντας, λοιπόν, με την απλή λογική των αριθμών -χωρίς να παραβλέπουμε την πολυπλοκότητα του προβλήματος- μόνο από το παραεμπόριο που ασκείται από μειονοτικές και κοινωνικά ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού, όπως οι οικονομικοί μετανάστες, και από εθνοτικές ομάδες (Ρομ), προκαλείται απώλεια εσόδων από τον κρατικό προϋπολογισμό της τάξης των 4 δισ. ευρώ (2 δισ. ΦΠΑ συν 2 δισ. ευρώ φόρος εισοδήματος).

Η οικονομική κρίση διόγκωσε περαιτέρω το πρόβλημα, καθώς όλο και περισσότεροι καταναλωτές στρέφονται προς τα φθηνά προϊόντα του παραεμπορίου, ενώ η σχετική αγορά εργασίας τροφοδοτείται συνεχώς από τη μαζική εισροή οικονομικών μεταναστών, κυρίως μέσω Τουρκίας. Στελέχη της αγοράς τονίζουν ότι ένας άλλος παράγοντας που συμβάλλει στη διόγκωση του φαινομένου είναι η διαφθορά των ελεγκτικών υπηρεσιών, καθώς τα προϊόντα του παραεμπορίου στην πλειονότητά τους είναι εισαγόμενα και ως τέτοια εισέρχονται εντελώς ανεξέλεγκτα στη χώρα μας.

Οι παρα-έμποροι… του ποδαριού

Ο τζίρος των καταστημάτων τους τελευταίους μήνες υπολογίζεται ότι μειώθηκε τουλάχιστον κατά 30%, αλλά την ίδια περίοδο εκτιμάται ότι ο τζίρος του παραεμπορίου έχει αυξηθεί τουλάχιστον κατά 20%. ‘Οπως ενδεικτικά αναφέρει ο πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Πειραιά, κ. Β. Κορκίδης, στο κυριακάτικο παζάρι (Γιουσουρούμ) υπάρχουν 208 πωλητές με νόμιμη άδεια, ενώ γύρω τους συνωθούνται καταμετρημένοι από την Δημοτικοί Αστυνομία πάνω από 4.500 παράνομοι πωλητές.

Στο κύκλωμα υπολογίζεται ότι δραστηριοποιούνται γύρω στους 50.000 οικονομικούς μετανάστες, εκ των οποίων οι 30.000 στο λεκανοπέδιο και οι υπόλοιποι 20.000 στην περιφέρεια. Οι λίγες δεκάδες μεγάλοι λαθρέμποροι-προμηθευτές, που ελέγχουν τη συγκεκριμένη αγορά, παραμένουν πάντα στο απυρόβλητο.

Για τις επιπτώσεις του παραεμπορίου σε ορισμένους κλάδους, πολύ χαρακτηριστικά είναι τα στοιχεία που μας δίνει ο γενικός γραμματέας της ΓΣΕΒΕΕ, κ. Ν. Σκορίνης. Πριν από λίγα χρόνια, λέει, στην Ελλάδα λειτουργούσαν 7.500 δισκοπωλεία, ενώ σήμερα ο συνολικός αριθμός τους δεν ξεπερνά τα 250. Επίσης, το 2008 έβαλαν «λουκέτο» περί τα 1.500 βίντεο-κλαμπ, ενώ φέτος αναμένεται ότι θα κλείσουν άλλα 2.000.

5-10 δισ. τα «άπλυτα» των νομίμων

Μεγάλη έκταση έχει λάβει και το παραεμπόριο που ασκείται από τις καθ’ όλα νόμιμες εμπορικές επιχειρήσεις, διότι παραεμπόριο ασκεί η οποιαδήποτε επιχείρηση λιανικής πώλησης που δεν εκδίδει αποδείξεις. Επίσης, στην ίδια κατηγορία ανήκει το λαθρεμπόριο αγαθών υψηλής φορολογίας (καύσιμα, πολύτιμα μέταλλα, τσιγάρα, αλκοολούχα ποτά κλπ), η διακίνηση οπωροκηπευτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων χωρίς παραστατικά, οι πωλήσεις κατ’ οίκον κλπ. Σύμφωνα με εκτιμήσεις παραγόντων της αγοράς, ο τζίρος αυτού του είδους του παραεμπορίου ξεπερνά σίγουρα τα 5 δισ. ευρώ και ενδεχομένως φθάνει ακόμη και τα 10 δισ. ετησίως. Στους παραδοσιακούς κλάδους του λιανικού εμπορίου υπολογίζεται ότι τα κυκλώματα του παραεμπορίου ελέγχουν το 1/3 του τζίρου, ενώ απόλυτη είναι η κυριαρχία τους σε πιο μοντέρνους κλάδους, όπως των CD και των λογισμικών.

Η διάρθρωση του εγχώριου παραεμπορίου

Σύμφωνα με υπολογισμούς των φορέων του εμπορίου και των επιμελητηρίων, οι οποίοι μάλιστα αναφέρονται σε 2-3 χρόνια πριν, γεγονός που σημαίνει ότι σήμερα τα αναφερόμενα ποσά είναι πιθανότατα υψηλότερα, η κλαδική διάρθρωση του παραεμπορίου είναι η εξής:

  • Στους κλασικούς κλάδους του λιανικού εμπορίου (ένδυση, υπόδηση, είδη δώρων, αξεσουάρ κλπ) ο ετήσιος τζίρος του παραεμπορίου ξεπερνά τα 2 δισ. ευρώ.
  • Από το παράνομο εμπόριο CD, DVD κλπ τα διαφυγόντα έσοδα του δημοσίου ξεπερνούν κατά πολύ τα 300 εκατ. ευρώ.
  • Το μερίδιο των λαθρεμπορικών κυκλωμάτων στην αγορά καυσίμων πρέπει να πλησιάζει το 1,5 δισ. ευρώ, ενώ σε 1,5 δισ. ανέρχονται και οι απώλειες δημοσίων εσόδων.
  • Το 50% του ετήσιου τζίρου των κλάδου της αργυροχρυσοχοΐας υπολογίζεται ότι έχει περιέλθει στα χέρια των παραεμπόρων, οι οποίοι πραγματοποιούν τζίρο πάνω από 300 εκατ. ευρώ ετησίως. Μεγάλη έκταση έχει λάβει και η λαθραία εισαγωγή πρώτων υλών (χρυσός, ασήμι κλπ), αλλά και έτοιμων κοσμημάτων.
  • Πριν από δύο χρόνια πωλούνταν σε εβδομαδιαία βάση πάνω από 150.000 δερμάτινα είδη-«μαϊμού», ενώ μόνο στην Αττική υπολογιζόταν ότι το δημόσιο έχανε κάθε χρόνο πάνω από 100.000 ευρώ (διαφυγόντες φόροι). Σήμερα, οι πωλήσεις «μαϊμού» πορτοφολιών, τσαντών, ζωνών, βαλιτσών κλπ εκτιμάται ότι έχει υπερδιπλασιαστεί σε σχέση με τα ισχύοντα προ διετίας.
  • Το 75% του τζίρου στα γυαλιά ηλίου προέρχεται από το παράνομο εμπόριο.
  • Η αξία των οπωροκηπευτικών που διακινούνται χωρίς παραστατικά ξεπερνά τα 2-3 δισ. ευρώ ετησίως.

Το άρθρο δημοσιεύεται στο τεύχος 386 (Ιούλιος-Αύγουστος 2009) του περιδικού «σελφ σέρβις» (Εκδόσεις Comcenter).