Ειδικότερα, με διάταξη που συμπεριέλαβε στο νομοσχέδιο περί αναμόρφωσης του πλαισίου προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού, εμμέσως πλην σαφώς, το Υπουργείο Ανάπτυξης παραδέχεται ότι το πρόστιμο δεν έπρεπε να επιβληθεί στον Σύνδεσμο ή, έστω, ότι κακώς υπολογίσθηκε βάσει τζίρου των μελών του.

Σύμφωνα με νομικούς κύκλους, το άρθρο 14 παράγραφος 3 του νομοσχεδίου αναφέρει ότι «σε περίπτωση που επιβάλλεται πρόστιμο σε ‘Ενωση Επιχειρήσεων, το επιβαλλόμενο ή απειλούμενο πρόστιμο μπορεί να φτάνει μέχρι ποσοστού δεκαπέντε τοις εκατό (15%) των ακαθαρίστων εσόδων των μελών αυτής, της τρέχουσας ή της προηγούμενης της παράβασης χρήσης».

Η ρύθμιση αυτή, σύμφωνα με τους ίδιους, αποτελεί «ομολογία» εκ μέρους της κυβέρνησης ότι ο ΣΕΣΜΕ πρέπει να δικαιωθεί ενώπιον του ΣτΕ, εφόσον η Επιτροπή Ανταγωνισμού το 2005 επιδίκασε το πρόστιμο σε βάρος του Συνδέσμου, χωρίς να υφίσταται διάταξη προβλέπουσα τον υπολογισμό του. «Η αναφορά στον υπό κατάρτιση νόμο περί Ενώσεων Επιχειρήσεων και του τρόπου υπολογισμού των προστίμων για τα μέλη τους αποδεικνύει ότι για το θέμα αυτό υπήρχε και υπάρχει κενό νόμου», τονίζεται χαρακτηριστικά. Επισημαίνεται, δε, ότι μια τέτοια δυνατότητα προβλέπει μόνο ο Κοινοτικός Κανονισμός και την επιφυλάσσει για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή κι όχι και για τις Εθνικές Αρχές, για τις οποίες αναφέρει ότι, για να επιβάλλουν ανάλογο πρόστιμο, πρέπει να στηρίζονται σε διάταξη Εθνικού Δικαίου.

Υπενθυμίζεται ότι για την εν λόγω υπόθεση ο ΣΕΣΜΕ προσέφυγε στο Διοικητικό Εφετείο, το οποίο έκανε δεκτή την απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, σε ό,τι αφορά στο σκεπτικό της, μειώνοντας ωστόσο το πρόστιμο από τα 15 εκατ. ευρώ στα 3 εκατ. ευρώ. Στη συνέχεια, ο ΣΕΣΜΕ προσέφυγε στο ΣτΕ επιδιώκοντας τουλάχιστον την ακύρωση του προστίμου.

Κρίσεις και σχόλια για το νομοσχέδιο

Σε ό,τι αφορά σε άλλες διατάξεις του νομοσχεδίου, παράγοντες του λιανεμπορίου σχολίασαν θετικά την κατάργηση της εκπροσώπησης των φορέων της αγοράς στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, χαρακτηρίζοντας οξύμωρο το γεγονός ότι, με βάση το ισχύον πλαίσιο, σε ορισμένες υποθέσεις κάποια από τα μέλη της Ολομέλειας καθίστανται ταυτόχρονα ελεγκτές και ελεγχόμενοι.

Οι ίδιοι παράγοντες τάσσονται υπέρ και της ρύθμισης, με την οποία τιμωρούνται και ποινικά τα αδικήματα που αφορούν σε παραβάσεις βασικών άρθρων του θεσμικού πλαισίου περί προστασίας του ανταγωνισμού, με ποινές φυλάκισης που φθάνουν έως και τα 5 χρόνια. Ωστόσο, νομικοί κύκλοι θεωρούν ότι η διάταξη αυτή δεν αποκλείεται να προστέθηκε «αβασάνιστα» στο νομοσχέδιο, δεδομένου ότι σήμερα δεν εφαρμόζεται παρά μόνο σε περιορισμένο αριθμό χωρών-μελών της ΕΕ.

Παράλληλα, θέτουν και το ζήτημα της παραγραφής των αδικημάτων, η οποία δεν προβλέπεται στον νόμο ούτε και στο νομοσχέδιο, τη στιγμή που το Κοινοτικό Δίκαιο ορίζει ρητά ως διάστημα παραγραφής την πενταετία. ‘Οπως αναφέρουν, είναι νομικά παράδοξο μια εταιρεία να μπορεί να διωχτεί στην Ελλάδα για πιθανές παραβάσεις που τελέσθηκαν προ πενταετίας, και στην ΕΕ να μην μπορεί να στηριχθεί ανάλογη δίωξη. «Εθνικό και Κοινοτικό Δίκαιο πρέπει να συμβαδίζουν απόλυτα», τονίζουν σχετικά.

Τέλος, χαρακτηρίζουν ενδιαφέρουσες τις ρυθμίσεις περί ιεράρχησης των καταγγελιών, ώστε να εξετάζονται κατά προτεραιότητα οι σημαντικότερες, όπως και το άρθρο που αναφέρεται στο «σπάσιμο» της Επιτροπής σε υπο-επιτροπές. Πρόκειται για ένα μοντέλο, το οποίο θα βοηθήσει στη ταχύτερη εκδίκαση των υποθέσεων, επισημαίνουν, διευκρινίζοντας ότι προς την ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι διατάξεις που ορίζουν πως οι εισηγητές θα λαμβάνουν γνώση για τις εισηγήσεις, πριν αυτές φθάσουν στην Ολομέλεια ή σε κάποια υπο-επιτροπή.

Το άρθρο δημοσιεύεται στο τεύχος 383 (Απρίλιος 2009) του περιοδικού “σελφ σέρβις” (Εκδόσεις Comcenter).