Οι καταναλωτές-πελάτες, εφόσον εξοφλούν τις αγορές τους με πιστωτική κάρτα συμβεβλημένη με το σούπερ μάρκετ, θα μπορούν να δανείζονται πχ το 50% των αγορών τους και μέχρι 50 ευρώ. Το ποσό αυτό θα προστίθεται στο ποσό των αγορών του πελάτη και θα μεταβιβάζεται στην τράπεζα ως ενιαίος λογαριασμός. Παράδειγμα: Ένας πελάτης του συμβεβλημένου με την τράπεζα σούπερ μάρκετ, που αγοράζει σε μια επίσκεψή του συνολικά προϊόντα αξίας 104 ευρώ, μπορεί να ζητήσει και να πάρει από το ταμείο του καταστήματος ως δάνειο 50 ευρώ. Τελικά ο πελάτης θα πληρώσει τα 54 ευρώ (104-50 ευρώ), οπότε η πιστωτική του κάρτα θα χρεωθεί 154 ευρώ (104+50 ευρώ).

Από κει και πέρα ισχύουν οι κανόνες της πιστωτικής κάρτας για τον πελάτη. Αν εξοφλήσει το λογαριασμό των 154 ευρώ στην προθεσμία που ισχύει η άτοκη περίοδος, τότε δεν θα επιβαρυνθεί με τόκους. Αν το εξοφλήσει αργότερα, θα πληρώσει και τους τόκους. Αυτό είναι ένα σενάριο, καθώς μπορεί να ισχύσουν και διαφορετικά όρια προσδιορισμού του ποσού που θα παρέχεται ως μικροδάνειο -πχ για αγορές από το σούπερ μάρκετ μέχρι 100 ευρώ να παρέχονται μετρητά 20 ευρώ, για αγορές μέχρι 200 ευρώ να παρέχονται 50 ευρώ κοκ.

Οι τράπεζες μελετούν το θέμα και φυσικά δεν είναι απαραίτητο να καταλήξουν όλες στην ίδια λογική “διευκόλυνσης”. Η κάθε μια θα επιδιώξει να κάνει ελκυστικότερο και επικερδέστερο το προϊόν της. Ακόμα τίποτα δεν έχει οριστικοποιηθεί. Θα δούμε πού θα καταλήξουν. Πάντως, σύμφωνα με πληροφορίες, που προέρχονται από την Τράπεζα της Ελλάδας και από στελέχη άλλων μεγάλων τραπεζών, το θέμα αντιμετωπίζεται θετικά και σύντομα η υπηρεσία θα “πέσει” στην αγορά.

Το σύστημα αυτό, γνωστό με το όνομα “cash back”, λειτουργεί ήδη στο εξωτερικό. Τώρα, λοιπόν, κρίθηκε ότι είναι η κατάλληλη στιγμή να λανσαριστεί και στην ελληνική αγορά, καθώς αρχίζουν να περιορίζονται οι ορίζοντες, οι δυνατότητες και οι αντοχές των καταναλωτών για δανειακή επιβάρυνση. Και είναι προφανές ότι το cash back στοχεύει στους μικροεισοδηματίες, τους χαμηλόμισθους, στους μικρο- καταναλωτές που δεν διαθέτουν ρευστότητα. Οι τράπεζες, απευθυνόμενες στους πελάτες τους, θα επιχειρήσουν να εστιάσουν την προσοχή τους, προκειμένου να δελεαστούν, στο επιχείρημα ότι το σύστημα αυτό τους “διευκολύνει” -δηλαδή, αν τους λείπουν κάποια ευρώ, τους τα δίνει άμεσα για τις αγορές τους, χωρίς αυτοί να ξοδεύουν χρόνο καταφεύγοντας σε κάποιο ΑΤΜ. Βέβαια, αυτό είναι έωλο, γιατί εκεί που έχουν φτάσει τα πράγματα εκείνο που δεν έχει ο πελάτης είναι το χρήμα, όχι ο χρόνος. Αλλά αυτό είναι το λιγότερο που ενδιαφέρει τις τράπεζες.

Το δις εξαμαρτείν

Το σκεπτικό που διοχετεύουν οι τράπεζες, ώστε να πειστούν οι επιχειρήσεις σούπερ μάρκετ να υιοθετήσουν αυτό το σύστημα, συνοψίζεται στα εξής: “Οι πελάτες θα προτιμήσουν το κατάστημα που προσφέρει αυτήν την υπηρεσία, οπότε η υιοθέτησή του θα του προσφέρει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα”. “Ο πελάτης θα ωθηθεί να αγοράζει περισσότερα, ανεβάζοντας το λογαριασμό του ώστε να έχει το δικαίωμα να δανείζεται περισσότερα”. Αλλά το νόμισμα έχει δύο πλευρές -δυστυχώς για τους θιασώτες του δανειακού εκσυγχρονισμού υπάρχει κι ο αντίλογος: Όπως οι πιστωτικές κάρτες ακύρωσαν, με τη ραγδαία τους εξάπλωση σε όλα τα καταστήματα, το όποιο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα πρόσφεραν στους πρώτους λιανέμπορους που τις καθιέρωσαν στις συναλλαγές τους, αυτό ακριβώς θα συμβεί και με αυτό το νέο προϊόν μετά την πρώτη περίοδο εφαρμογής του.

Αντίθετα, ο καταναλωτής -που έτσι και αλλιώς είναι υπερχρεωμένος- θα ωθηθεί στη νέα “λούμπα” της χρέωσης, αυξάνοντας τη δανειακή του επιβάρυνση. Για τους δύσπιστους παραπέμπουμε στην κατάσταση που διαμορφώθηκε στις αγορές του εξωτερικού. Η πιστωτική κάρτα από εργαλείο-υπηρεσία “διευκόλυνσης” αρχικά εξελίχθηκε σε μηχανισμό υπερχρέωσης και καταλήστευσης των πελατών. Τη στιγμή που το συνολικό βασικό επιτόκιο δανεισμού των μεγάλων επιχειρήσεων κυμαίνεται σήμερα γύρω στο 5%, το επιτόκιο των πιστωτικών καρτών κυμαίνεται γύρω στο 12%-15%. Επιπλέον οι τράπεζες εισπράττουν από τις επιχειρήσεις σούπερ μάρκετ προμήθεια κυμαινόμενη από 1% έως 1,5% και μέχρι και 6%-7% από καταστήματα νεωτερισμών, καλλυντικών, υπηρεσιών κλπ. Δηλαδή, καρπώνονται συνολικά 13% έως 17%, 18% ή ακόμα και 19%!

Θυμηθείτε την εποχή που οι πιστωτικές κάρτες εξαπλώνονταν με ρυθμό καλπασμού. Κάποιες ψύχραιμες φωνές χτύπαγαν το καμπανάκι, συστήνοντας στους πολίτες “προσοχή στα ψιλά γράμματα των συμβάσεων” και “φειδώ στην χρήση της πιστωτικής κάρτας”. Εν τούτοις, το επιθετικό marketing των τραπεζών τις έπνιξε και τώρα δεκάδες χιλιάδες νοικοκυριά βρίσκονται χρεωμένα μέχρι το λαιμό.

Επισημάνσεις

Φυσικά παραμένει και το ερώτημα αν για το μικροδάνειο που θα χορηγεί το σούπερ μάρκετ στον πελάτη θα επιβαρύνεται και με προμήθεια προς την τράπεζα. Αυτό τουλάχιστον υπονοεί η πληροφορία ότι το σύστημα θα λειτουργεί χρεώνοντας σε ενιαίο λογαριασμό με το ποσό της αγοράς και το ποσό της “διευκόλυνσης”. Σημειώνω ότι συζητώντας το θέμα με τον οικονομικό διευθυντή μεγάλης αλυσίδας μου είπε χαρακτηριστικά : “Όχι μόνο δεν πρέπει να πληρώνουμε προμήθεια στις τράπεζες, αλλά να μας πληρώνουν από πάνω για την υπηρεσία που θα προσφέρουμε και για το διαχειριστικό κόστος που θα επιβαρυνόμαστε”. Μακάρι, λέω εγώ, αλλά επιτρέψτε μου να αμφιβάλλω, γιατί η επιδίωξη των τραπεζών είναι να συρθούν οι λιανεμπορικές επιχειρήσεις στην καθιέρωση αυτού του νέου συστήματος, θέλοντας ή μη, χωρίς οι τραπεζίτες να πληρώσουν τίποτα. Αυτό, βέβαια, δεν είναι κανόνας, αφού άλλα ισχύουν για τους μεγάλους και δυνατούς και άλλα για τους μικρούς και αδύναμους -δείτε τι ισχύει πχ με επιτόκια χρηματοδοτήσεων…

Πάντως, τα σύγχρονα μηχανάκια των πιστωτικών καρτών (POS), που χορηγούν οι τράπεζες στα σούπερ μάρκετ, μπορούν να “σηκώσουν” το είδος των συναλλαγών που φέρνει η νέα τραπεζική υπηρεσία. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι μπορούν να καλύψουν όλες τις λογιστικές, φορολογικές και διαχειριστικές ανάγκες που προκύπτουν. Επισημαίνουμε, λοιπόν, ότι οι επιχειρήσεις σούπερ μάρκετ θα επιβαρυνθούν και με το επιπλέον εφάπαξ κόστος της προσαρμογής τόσο του λογισμικού τους όσο και του διαδικαστικού τους πλαισίου από την ταμειακή μηχανή ως την λογιστική απεικόνιση στα βιβλία της επιχείρησης στο κεντρικό τους. Θα έχουν, επίσης, και τη διαχειριστική επιβάρυνση -έστω και μικρή-, καθώς αυτή η διαδικασία πρέπει να παρακολουθείται και να επαληθεύεται ξεχωριστά.

Πού θα χρειαστούν προσαρμογές

  • Στις ταμειακές μηχανές: Το λογισμικό των POS είναι συνήθως παραμετρικό και διαχειρίζεται από τον κεντρικό υπολογιστή. Η προσαρμογή του είναι σχετικά εύκολη, αλλά χρονοβόρα για τις αλυσίδες που διαθέτουν πολλά καταστήματα.
  • Στην ταμειακή διαχείριση του καταστήματος, το λογισμικό και τη λογιστική απεικόνιση.
  • Στο σύστημα επικοινωνίας μεταξύ κεντρικού και καταστημάτων.
  • Στο λογιστικό και διαχειριστικό σύστημα του κεντρικού, όπου λογιστικοποιούνται οι επιμέρους κινήσεις των υποκαταστημάτων, εφόσον δεν τηρούν αυτοτελή λογιστική και δεν εξάγουν αυτοτελές λογιστικό αποτέλεσμα.

Συμπεράσματα

Το πρώτο συμπέρασμά μας είναι ότι όλα αυτά τα συστήματα -τα μοντέρνα, που “διευκολύνουν” τον καταναλωτή και τις επιχειρήσεις- τελικά καταλήγουν να ωφελούν μόνο τις τράπεζες. Ένα δεύτερο είναι ότι οι επιχειρήσεις του κλάδου μας σε κάθε περίπτωση πρέπει να προσέξουν και να διαπραγματευτούν το ζήτημα της προμήθειας. Κι ένα τρίτο, ότι το ορθότερο είναι το ποσό της “διευκόλυνσης” να διαχειρίζεται χωριστά και να μην καταβάλλεται προμήθεια.