Tα πιο επίσημα χείλη διαβεβαιώνουν τώρα ότι η αναμέτρηση με το «τέρας του πληθωρισμού», σύμφωνα με το λησμονημένο δημοσιογραφικό κλισέ μιας άλλης εποχής, θα τραβήξει επί μακρόν. Πόσο άραγε; Η ευρωπαϊκή ηγεσία και η κυβέρνηση εκτιμούν ότι όχι νωρίτερα από την επόμενη χρονιά πρέπει να αναμένονται οι τάσεις αποκλιμάκωσης του φαινομένου, ελπίζοντας σε ομαλοποίηση από τις αρχές του 2024… Και να φανταστεί κανείς ότι ένα χρόνο πριν οι πληθωριστικές πιέσεις δημιουργούσαν αισθήματα ευφορίας, τουλάχιστον σε ένα τμήμα του κόσμου της αγοράς, που ήθελε να ζει το παρόν με αισιοδοξία κι εμπιστοσύνη στις διαβεβαιώσεις περί προσωρινού φαινομένου (θυμίζουμε ότι σύμφωνα με το σχέδιο του προϋπολογισμού του 2022, ο προβλεπόμενος πληθωρισμός φέτος προσδιοριζόταν μεταξύ 0,8% και 1%).

Τώρα πια τα χαμόγελα έχουν παγώσει, ενόσω μάλιστα οι οικονομολόγοι, που προειδοποιούν περί γενικευμένου κινδύνου κρίσης ιδιωτικού και δημόσιου χρέους εξαιτίας της ανόδου των επιτοκίων (στο πλαίσιο της εφαρμογής μέτρων αντιπληθωριστικής πολιτικής και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού), διεκδικούν ισότιμη θέση πλάι στους συναδέλφους τους θιασώτες της ταχείας ομαλοποίησης της νομισματικής πολιτικής και της ανόδου των επιτοκίων. Αμφότεροι, φυσικά, ξορκίζουν το δαίμονα του στασιμοπληθωρισμού και τσακώνονται για το ποιος κατέχει τα καλύτερα ξόρκια…
Αν κάτι είναι βέβαιο, αυτό είναι ότι η αστάθεια του παγκόσμιου συστήματος στη συγκυρία της βασανιστικής διαδοχής των κρίσεων (δημόσιας υγείας, γεωπολιτικής και ενεργειακής ειδικά για τους Ευρωπαίους) δοκιμάζει για τα καλά τις βεβαιότητες της οικονομικής πολιτικής. Στην ουσία δεν ξέρουμε τίποτα για το οικονομικό περιβάλλον της «επόμενης ημέρας» ούτε καν για το «πότε» της έλευσής της.

Δεν ξέρουμε, τάχα, τίποτα; Όχι. Ξέρουμε, για παράδειγμα, ότι το άθροισμα δημόσιου και ιδιωτικού δανεισμού στην Ελλάδα ήδη έχει φτάσει το 400% του ΑΕΠ της, όπως και ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις εαρινές της προβλέψεις έχει ορίσει τα πλεονάσματα που πρέπει να πιάσει η χώρα τα επόμενα χρόνια ως εξής: 2,6% το 2023, 2,7% το 2024 και 3,4% το 2025, πράγμα που σημαίνει ότι ο κόσμος στα χρόνια που έρχονται θα βάλει πολύ βαθιά το χέρι στην τσέπη. Ξέρουμε επίσης ότι ο ένας στους τρεις μισθωτούς στην Ελλάδα εργάζεται με μειωμένο χρόνο εργασίας και ότι χοντρικά μόνο ο ένας στους τέσσερις πληρώνεται (μικτά) πάνω από 1.300 ευρώ μηνιαίως. Ξέρουμε ακόμα ότι οι πραγματικοί άνεργοι, δηλαδή οι καταγεγραμμένοι, είναι σχεδόν ένα εκατομμύριο, από τους οποίους περίπου οι μισοί είναι άνεργοι περισσότερο από ένα χρόνο…

Κατά ένα τρόπο, δηλαδή, έχουμε τη βεβαιότητα ότι η εγχώρια ζήτηση θα τα βρίσκει μπαστούνια μπροστά της για αρκετά χρόνια ανεξαρτήτως του ποιος θα κυβερνά και της συχνότητας με την οποία το πολιτικό μας σύστημα θα καταφεύγει σε πρόωρες εκλογές, για να αντιπαρέρχεται την κοινωνική διαμαρτυρία. Στο μεταξύ, η υποχρέωση δια νόμου των επιχειρήσεων του κλάδου να πωλούν με ποσοστά μικτού κέρδους ανά προϊόν όχι υψηλότερα του επιπέδου που ίσχυε σε καθεμιά την 31η Αυγούστου του 2021, τις έχει πανικοβάλλει, καθώς τούτο σε μια προοπτική χρόνου κάνει τις επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης στο λειτουργικό τους κόστος συνέταιρο στα κέρδη τους. Κι αυτό δημιουργεί πανικό, γιατί το μέτρο επιβλήθηκε στη βάση της προσωρινότητάς του κι όχι του «ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι»…

Επειδή η άρση του μέτρου θα ήταν καρφί στο μάτι της ζήτησης που πονεί κι οδύρεται, το μέτρο εκ των πραγμάτων ωθεί τις διοικήσεις των αλυσίδων του κλάδου σε μια επιβεβλημένη αναπροσαρμογή στρατηγικής. Οι σχετικοί δισταγμοί ή η αμφιθυμία σημαίνουν απώλεια χρόνου κι ο χρόνος κοστίζει –ανατιμήθηκε κι αυτός!

Διότι, αν έστω το μέτρο αρθεί ή «μετριαστεί», αυτό που δεν θα έχει αλλάξει, είναι ότι πελάτης σας δεν είναι πια ο ίδιος μ’ εκείνον, που σχεδιάσατε πάνω του το δικό σας μέλλον. Δεν είναι ο ίδιος ούτε εισοδηματικά ούτε ψυχολογικά.

 

Νικόλας Παπαδημητρίου
Αρχισυντάκτης